Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Mερικές κριτικές σκέψεις πάνω σε ενα κείμενο


του Γιώργου Νικολαΐδη, ψυχίατρου

Μερικές εβδομάδες πριν, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα iskra ένα κείμενο με τίτλο «Κρίση και υγεία: Φαρμακευτική περίθαλψη μετά την έξοδο από το Ευρώ»[1] που επιχειρεί να συμβάλλει στον εμπλουτισμό του διαλόγου στην αριστερά για τις δυνατότητες της κοινωνίας να ανταπεξέλθει σε μια ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από το Ευρώ. Οι σκέψεις που παρατίθενται παρακάτω κινούνται στην αντιδιαμετρική κατεύθυνση, κατατείνοντας στο συμπέρασμα ότι τελικά διαφωνίες για πλευρές των πολιτικών θέσεων της Αριστεράς στην Ελλάδα σήμερα όπως η συγκεκριμένη, καθιστούν ακόμα πιο επιτακτική και αναγκαία μια ειλικρινή και γειωμένη στα πραγματικά ερωτήματα των καιρών μας συζήτηση για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης.

Το προαναφερθέν κείμενο κατ’ αρχάς πάσχει στο επίπεδο της τεκμηρίωσης και των πηγών αναφοράς του: η αφετηρία του είναι μάλλον ελλειμματική και πολλαπλώς πολιτικά προβληματική στο βαθμό που αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε mainstream κείμενα της ιατρικής γραμματείας είτε των καθεστωτικών του ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων στην νέο-Ντυρχαϊεμική αντι-μαρξιστική ομάδα αγγλοσαξόνων κοινωνιολόγων της υγείας (Μάρμοτ, Γουΐλκινσον κ.α.) που έχει τις τελευταίες δεκαετίες επικρατήσει στην Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της Ευρώπης. Αυτό έχει κάποιες επιπτώσεις στα αναγραφόμενα, καθώς είναι μάλλον έκδηλο πως αγνοείται παντελώς οτιδήποτε από την μαρξιστική σχετική διεθνή γραμματεία αλλά και από την ανάλογη επαναστατική και ριζοσπαστική εμπειρία κινημάτων ανά τον κόσμο που εδώ και δεκαετίες «πειραματίζονται» με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα στο χώρο των υγειονομικών κινημάτων. Η κύρια επίπτωση της πρόδηλης αυτής άγνοιας είναι πως η όλη προβληματική του κειμένου σε τελική ανάλυση κατατείνει σε μια άκρως παραδοσιακή αντίληψη του τύπου: «υγεία για το λαό είναι να του δίνουμε άφθονα, απλόχερα και δωρεάν, ότι στον καπιταλισμό τιμάται και πουλιέται», ένα πράγμα, δηλαδή, σαν το Χατζηγακικής εποχής αργοτιστικό σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» στο χώρο της υγείας. Η αλήθεια είναι πως αφενός το κείμενο αυτό δεν είναι ούτε το μόνο ούτε το πρώτο που διατυπώνει μια τέτοια παρέκκλιση και αφετέρου πως η αριστερά στην Ελλάδα έχει, δυστυχώς, να καταμετρήσει λίγες (αλλά όχι αμελητέες) παρεμβάσεις της στην αντίθετη κατεύθυνση.

Ωστόσο, είναι επίσης, αλήθεια πως οπουδήποτε η αριστερά ακολούθησε το «όλα τα κιλά…» στο χώρο της υγείας (και όχι μόνο), ενσωματώθηκε πάραυτα σε μια κοινωνική συμμαχία του ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος (φαρμακευτικές εταιρείες, εταιρείες ιατρικού εξοπλισμού, μεγάλα νοσοκομειακά και ασφαλιστικά trusts κ.ο.κ.) με τις κυρίαρχες ομάδες του ιατρικού κλάδου (πανεπιστημιακοί, ιατρικές εταιρείες, μεγαλογιατροί) με αποτελέσματα (α) την πραγματικά αιμοσταγή αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων «για το καλό τους» (ήτοι για την υγεία τους) με πενιχρά, ωστόσο, αποτελέσματα επί της ουσίας, (β) την διάλυση κάθε κινηματικής διεργασίας στο χώρο της υγείας (είτε των εργαζόμενων σε αυτόν είτε των χρηστών υπηρεσιών υγείας) και (γ) στην αναδιαμόρφωση των κοινωνικών ηγεμονικών συμμαχιών με την είσοδο «στα πράγματα» και ανερχόμενων στρωμάτων «νεότερου ιατρικού κατεστημένου» (αν και γιατί μια ριζοσπαστική και επαναστατική αντικαπιταλιστική αριστερά έχει κάποιο ενδιαφέρον να συμβάλλει σε κάτι τέτοιο, ας το αναλογιστεί ο καθένας).


Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: ο καπιταλισμός έχει στους δυο αιώνες που πέρασαν κάνει «υποδειγματική» δουλειά στο χώρο της υγείας. Ενώ το προσδόκιμο επιβίωσης των πληθυσμών στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού αυξήθηκε σημαντικά κύρια μέσα από τους λαϊκούς αγώνες για καλύτερο εισόδημα, μικρότερες κοινωνικές ανισότητες, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, οι θιασώτες του «όλα τα κιλά…» αναφωνούν εν χορώ: «είδατε τα καλά που προσφέρει στο συνάνθρωπο η σύγχρονη τεχνολογία;» ξεχνώντας να αναφέρουν, φυσικά, τον πολύ περιορισμένο ρόλο που έχει η σύγχρονη ιατρική στο ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, ποιος αρρωσταίνει και πόσο βαριά (αφού, όλα αυτά έχει λίγο - πολύ επικαθοριστεί από τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες και την θέση του καθενός μέσα σε αυτές). Επίσης, ο αστισμός έχει καταφέρει κυριολεκτικά «παραμυθιάζοντας» τις κοινωνίες να πουλήσει τα προϊόντα του ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος με διασφαλισμένες τιμές και αποσπώντας ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών: στις Η.Π.Α. που η αντίληψη αυτής της «αφθονίας» είναι κυρίαρχη εδώ και έναν αιώνα, το ένα έκτο του Α.Ε.Π. πηγαίνει για δαπάνες περίθαλψης (με το μισό περίπου πληθυσμό να είναι είτε ανασφάλιστος είτε υπο-ασφαλισμένος και, άρα, να δικαιούται και να λαμβάνει πρακτικώς υποκατάστατα περίθαλψης).


Παρεμπιπτόντως, αυτό έγινε δυνατό στις Η.Π.Α., εκτός των άλλων, χάρις στην μακροχρόνια σύμπτυξη σε ένα αρραγές μέτωπο των κεφαλαιακών συμφερόντων με εκείνα των πανεπιστημιακών των ιατρικών σχολών, των ιατρικών συλλόγων και εταιρειών και της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας του χώρου της δημόσιας υγείας: κάτι σαν τα «τα κρατικά εργαστήρια πιστοποίησης και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και κλινικές» που το κείμενο επικαλείται ως διασφάλιση της «αντικειμενικής» επιτήρησης του «δημόσιου δικτύου ποιοτικού ελέγχου των προϊόντων» των πολυεθνικών του φαρμάκου». Παρόμοια και με μικρές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, εξελίχθηκε το ζήτημα της ακατάσχετης ανάπτυξης του κλάδου της περίθαλψης σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και, μάλιστα, με δημόσια εξασφάλιση πελατείας και τιμών: οι μεγαλύτερες πολυεθνικές φαρμάκου και ιατρικής τεχνολογίας έχουν παρά τα συγκυριακά προβλήματα κάποιων χρόνων ή κάποιας μεμονωμένης εταιρείας (στα οποία μονομερώς στέκεται το κείμενο) διασφαλισμένους ρυθμούς κερδοφορίας όλες τις μεταπολεμικές δεκαετίες (αφού η ζήτηση των προϊόντων τους εξασφαλίζεται πάντα από τους γιατρούς, τις εταιρείες, τα πανεπιστήμια κ.ο.κ.), όντας έτσι μαζί με την βιομηχανία όπλων η πιο σταθερά κερδοφόρα βιομηχανία (και επίσης σταθερά οι μεγαλύτεροι χορηγοί της προεκλογικής καμπάνιας των υποψηφίων Προέδρων των Η.Π.Α. είτε του Δημοκρατικού είτε του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος) τις τελευταίες δεκαετίες.


Αυτό σημαίνει ότι τίποτα από αυτά που πουλιέται δεν είναι χρήσιμο; Φυσικά και όχι. Η πλήρης απαξίωση της κοινωνικής χρησιμότητας ή της γενικής ωφελιμότητας των προϊόντων που ο καπιταλισμός «γεννά» είναι μια παρέκκλιση εντός των κόλπων του κινήματος που αναδύθηκε κύρια από τον αντεξουσιαστικό και εναλλακτικό λόγο την δεκαετία του ’70 και αναπαράγεται σήμερα κύρια από την νέο-Ντυρχαϊεμική ομάδα κοινωνιολόγων στους οποίους αναφέρεται το κείμενο (των οποίων η όλη προβληματική μάλλον αγνοείται ειδάλλως δεν θα χρησιμοποιείτο για να υποστηριχτεί η γενική κατεύθυνση του κειμένου). Και σε αυτές τις αντιλήψεις εντός των μαρξιστικών ρευμάτων της σύγχρονης επαναστατικής σκέψης χρειάστηκε να γίνει επανειλημμένα μέτωπο με την ανάλογη περίσκεψη έτσι ώστε κανείς χωρίς να απαξιώνει τα όποια, πραγματικά αποτελεσματικά μέτρα που όντως κάνουν διαφορά στην υγεία του κοσμάκη που παρήγαγε ο καπιταλισμός και η ιατρική του (και τα οποία, ως επί το πλείστον είναι και πάμφθηνα σήμερα), να μην διολισθαίνει σε μια λογική που τον ενσωματώνει στις προτεραιότητες και την ατζέντα του ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος. Και αυτό πράγματι δεν υπήρξε καθόλου εύκολο καθώς το μαρξιστικό ρεύμα κουβαλάει μια μακρά παράδοση αντιφάσεων στο πεδίο αυτό: τον καιρό που ο Μαρξ ο ίδιος έγραφε τις σκέψεις του για την αύξηση των αυτοκτονιών, τα περίπου σύγχρονα κείμενα του Ντυρχάιμ ήταν μάλλον πιο «προχωρημένα» ως προς τον προσδιορισμό των κοινωνικών αιτών και της συνακόλουθης λύσης του ίδιου προβλήματος του πολλαπλασιασμού των αυτοκτονιών.


Το ίδιο και όταν ο Έγκελς έγραφε την «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία»: στα ίδια χρόνια ο αστός και συντασσόμενος στο φιλοσοφικό ρεύμα του Βρετανικού Ωφελιμισμού Τσάντγουϊκ έγραφε πολύ ριζοσπαστικές ιδέες για το πώς οι λαϊκές τάξεις θα μπορούσαν να απαλλαγούν από την κακή κατάσταση της υγείας τους μέσα από κοινωνικές παρεμβάσεις (και όχι π.χ. δωρεάν ή φθηνή πρόσβαση στην περίθαλψη). Τις τελευταίες, μάλιστα, δεκαετίες οι διαμάχες που αναζωπύρωσαν αυτές τις αντιπαραθέσεις υπήρξαν έντονες και στο πεδίο της θεωρίας, της πολιτικής πρακτικής και των πολιτικών θέσεων των κινημάτων ανά τον κόσμο. Για να μην μακρηγορούμε, διαμορφώνοντας τις τελευταίες 2 δεκαετίες βασικά δυο παρεκκλίσεις που η «λογική των πραγμάτων» τις εξωθεί σε ολοένα και πιο εχθρικές προς το λαό και το κίνημα θέσεις.


Η μια που ακολούθησε την γραμμή σκέψης «όλα τα κιλά…» ενσωματώθηκε εντελώς πολιτικά σε μια κάπως πιο κεϋνσιανή λογική αστικής διαχείρισης του καπιταλισμού (ταυτόχρονα, αναγκαζόμενη να υποχωρεί ολοένα και περισσότερο σε σχέση με τις αρχές της καθολικότητας και της δημόσιας, δωρεάν παροχής υπηρεσιών υγείας: άμα είναι να τα δίνεις όλα στο λαό, πρέπει αναγκαστικά και εύλογα να αντιμετωπίζεις και το ερώτημα του αναπόφευκτου κόστους, οπότε αναγκαστικά είτε αντί για το καθαυτό προϊόν θα καταλήξεις να δίνεις σε όλους ένα υποκατάστατό του όπως στη Βρετανία είτε θα «κόβεις» λίγο-λίγο καθολικότητα «αλλά Η.Π.Α.» όπως π.χ. στην Ολλανδία, την Ελβετία κ.ο.κ.).


Η άλλη, πάλι, που ακολούθησε την εναλλακτικο-αντεξουσιαστική οπτική της πλήρους απαξίωσης της καπιταλιστικής ιατρικής ενσωματώθηκε (ή τουλάχιστον αξιοποιήθηκε δεόντως) στην ακραία νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του πολιτικού χάρτη (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι π.χ. ο Κουσνέρ στη Γαλλία - μια τέτοια, τελείως κίβδηλη, βέβαια, απόπειρα ήταν και η δημόσια ρητορική του «δικού μας» Λοβέρδου τους πρώτους μήνες της θητείας του στο Υπουργείο Υγείας περί «πρόληψης» κ.λπ. που γρήγορα αντικαταστάθηκε με πιο παραδοσιακό αστικό πολιτικό λόγο των περικοπών). Και ας μην ξεγελιόμαστε από την μορφή του χρήματος στον καπιταλισμό: τα προβλήματα αυτά θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και να προκαλούν αντιθέσεις ακόμα και στην πορεία της όποιας σοσιαλιστικής οικοδόμησης (η εμπειρία των κρατικοκαπιταλιστικών κοινωνιών του τέως Ανατολικού Μπλοκ είναι μάλλον χρήσιμη σε αυτό το σημείο). Κι αυτό γιατί το δίλλημα θα παραμένει, αν, δηλαδή, ο λαός θα επιλέξει να δίνει από το ένα έκτο έως το ένα δέκατο (αυτά είναι πάνω – κάτω τα όρια του πραγματικού εύρους διακύμανσης των δαπανών περίθαλψης στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού) του παραγόμενου από αυτόν πλούτου για προϊόντα επιδιόρθωσης της εργατικής δύναμης (συνακόλουθα, περιορίζοντας το διαθέσιμο πλούτο για οτιδήποτε άλλο) ή εναλλακτικά θα προτιμήσει να δίνει λιγότερα και μόνο σε πιο θεμελιώδη και τεκμηριωμένης αξίας υλικά προϊόντα και υπηρεσίες του κλάδου αυτού, στηρίζοντας, ταυτόχρονα, την φροντίδα των ανθρώπων που υποφέρουν, μειώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες (ας μην βιαστεί κάποιος ανόητος να πει ότι με το που θα έχουμε σοσιαλισμό δεν θα υπάρχουν πια κοινωνικές ανισότητες ή προβλήματα, όπως έκαναν οι Ανατολικοί την δεκαετία του ’50) πιστεύοντας ότι έτσι θα έχει τελικά μάλλον πολύ καλύτερη υγεία παρά τις υστερήσεις σε ιατρική τεχνολογία.


Η τελευταία, βέβαια, επιλογή ίσως να σημαίνει ταυτόχρονα, και το να γκρεμοτσακίσει κανείς τους καθηγητάδες από τα παράθυρα των πανεπιστημιακών τους σχολών, όπως έκαναν στην Καντόνα και τη Σαγκάη κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης (και όχι να τους «κρατάει την τσάντα»…). Το γεγονός, πάντως, είναι πως στο εν λόγω κείμενο κάθε τέτοιος προβληματισμός απουσιάζει κραυγαλέα: «όλα τα κιλά…» και όλα θα πάνε καλά και έξω από το Ευρώ και στην σοσιαλιστική Ελλάδα θα υπάρχει αφθονία φαρμάκων, εγχειρήσεων, μονάδων και τεχνητών μελών, οπότε όλοι μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι. Άλλωστε, ποιος θα διαφωνούσε με κάτι τέτοιο (ούτε η μαμά μας, ούτε ο μπαμπάς μας, ούτε ο καθηγητής μας, ούτε ο προϊστάμενός μας, ούτε το κεφάλαιο εν τέλει); Βέβαια, ένας σχεδόν αλάνθαστος εμπειρικός κανόνας λέει πως όταν κανείς στην αριστερά υποστηρίζει θέσεις που κανείς δεν διαφωνεί μαζί τους μάλλον κάνει λάθος, μάλλον απλώς αναπαράγει με φιλολαϊκή γαρνιτούρα την αστική ιδεολογία (είτε σε επίπεδο θεωρίας είτε σε επίπεδο κοινού νου που θα έλεγε και ο Γκράμσι). Και πράγματι, η διεθνής εμπειρία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα που οδήγησαν κινήματα και αριστερές στην ήττα και την ενσωμάτωση.


Υπάρχουν, όμως, αντιθέτως, και κινήματα και στιγμές της ταξικής πάλης που τα κινήματα και η αριστερά λειτούργησε αντιδιαμετρικά. Διεθνή: από την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο που προαναφέρθηκε, μέχρι την Κούβα και την μεταρρύθμιση του ριζοσπάστη σοσιαλδημοκράτη Αλιέντε στη Χιλή, έως το μακρινό ομόσπονδο κρατίδιο της Κεράλα στην Ινδίας που επί δεκαετίες κυβερνάται από την αριστερά και στην οποία η απάντηση στην κρίση της δεκαετίας του ’90 δεν ήταν η αιματηρή για τον λαό στροφή σε μείγματα περισσότερου φιλελευθερισμού για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη εισαγωγών σύγχρονης τεχνολογίας, αλλά η διατήρηση πριν από όλα του επιπέδου διαβίωσης του λαού και η παροχή ανθρώπινης φροντίδας ακόμα και χωρίς τα εισαγόμενα σύγχρονα υλικά και φάρμακα με αποτέλεσμα την διατήρηση πολύ καλύτερου επιπέδου υγείας και σημαντικά χαμηλότερης θνησιμότητας από κάθε άλλο τέως «σοβιετικού τύπου» κράτος την ίδια δεκαετία.


Υπήρξαν και στη χώρα μας παρόμοιες αντιπαραθέσεις: την τριετία 1985-1987 όταν ο Γεννηματάς έφτιαχνε το Ε.Σ.Υ. πάνω στην πολιτική αντίληψη του «όλα τα κιλά…», αντίθετα με την ενσωμάτωση της πλειονότητας των γιατρών της παραδοσιακής αριστεράς στο νέο τους ρόλο, η Ανεξάρτητη Κίνηση Γιατρών, η παράταξη τότε της επαναστατικής αριστεράς προειδοποιούσε χαρακτηριστικά ότι αυτό το Ε.Σ.Υ., όπως φτιαχνότανε πάνω στην λογική του «κάθε γειτονιά και αξονικός τομογράφος, κάθε πολυκατοικία και κολονοσκόπιο», θα κατέληγε απλώς στην δημιουργία ενός «εντός Ε.Σ.Υ. νέου Διευθυντικού μεγαλοϊατρικού κατεστημένου». Φυσικά, αυτή η κριτική αντιμετωπίστηκε από πολλούς με περιφρόνηση. Ωστόσο, μπόρεσε να συγκροτήσει και μαζικές κινηματικές διαδικασίες που αντιμετωπίστηκαν από τα καθεστωτικά κέντρα (συμπεριλαμβανόμενης και πρωτοστατούσας της επίσημης αριστεράς του ιατρικού συνδικαλισμού, μέρος της οποίας σήμερα κατοικοεδρεύει μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗ.ΑΡ.) με ανοιχτή καταστολή και διοικητικά μέτρα.


Όμως, δυστυχώς, η εξέλιξη του Ε.Σ.Υ. λίγα μόνο χρόνια μετά, μάλλον δικαίωσε αυτούς τους «Εχθρούς του Λαού» του κλασσικού θεατρικού έργου του Ίψεν (και, μάλλον, αντίθετα με την ομοθυμία που κριτικαρίστηκε παραπάνω, στον χώρο της υγείας, αν κανείς θέλει να κάνει αριστερή πολιτική, θα πρέπει να συνηθίσει μάλλον το ρόλο του «Εχθρού του Λαού»). Μεταγενέστερα, στην δεκαετία του ’90, δόθηκε πραγματική μάχη στην οποία πρωτοστάτησαν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, για να αναδειχθεί με όχημα την Α.Ρ.Σ.Ι. ένα διακριτό στίγμα που να διαφοροποιείται από τις γλυκανάλατες παλινωδίες του τύπου «κάτω τα χέρια από το Ε.Σ.Υ.» των δυνάμεων της παραδοσιακής αριστεράς, σύνθημα που αφενός σηματοδοτούσε στην πράξη το να μείνουν τα κακώς κείμενα στο Ε.Σ.Υ. όπως είχαν (να κονομάνε οι φακελλάκηδες, να μην ενοχλούνται οι μικρο-συμμαχίες και εξουσιαστικές διευθετήσεις στο εσωτερικό του, ιδιαίτερα αναφορικά με την «εσωτερική» διανομή της μίζας από τα φάρμακα και την χρήση της ιατρικής τεχνολογίας κ.ο.κ.) και αφετέρου ερχόταν ολοένα και περισσότερο σε ευθεία αντίθεση με το αίσθημα του λαού ότι το Ε.Σ.Υ. είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό μια διευκόλυνση σε κάποιους που είχαν το μέσον για να κονομάνε με κρατικά έξοδα (κάτι που χρόνο το χρόνο ο λαός το ζούσε στο πετσί του).


Ακόμα και πρόσφατα, και παρά τις εύλογες ενίοτε παλινδρομήσεις του πολιτικού λόγου της ριζοσπαστικής αριστεράς (και της Α.Ρ.Σ.Ι. ακόμα), μια από τις πλέον επιτυχημένες παρεμβάσεις της επαναστατικής αριστεράς σε πανελλαδική κλίμακα υπήρξε η δημόσια αντιπαράθεση με το μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού που «σήκωσαν» μια δράκα αποφασισμένοι σύντροφοι, όλοι από τον πολιτικό χώρο της Α.Ρ.Σ.Ι. συν ένας τίμιος ΣΥΡΙΖαίος: η παρέμβαση αυτή υπήρξε πολιτικά και για το εθνικό ακροατήριο μια από τις σημαντικότερες της δεκαετίας καθώς ο ριζοσπαστικός αριστερός αυτός λόγος κατάφερε πραγματικά και κατίσχυσε πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, επιστημολογικά, ηθικά απέναντι σε από κάθε άλλη άποψη, όντας μόνη που τολμούσε για άλλη μια φορά να πάρει το ρόλο του «Εχθρού του Λαού» (ακόμα και σε αντίθεση με ΣΥΡΙΖαίους πανεπιστημιακούς και άλλους ψευτο-αριστερούς του «όλα τα κιλά…» που λούφαζαν αναλογιζόμενοι προφανώς τις λυσσαλέες αντιδράσεις του ιατρικού κατεστημένου). Είναι, λοιπόν, εύλογο να πει κανείς πως το «όλα τα κιλά…», το απλό «όχι στις περικοπές» και το να μείνουν τα πράγματα πάνω – κάτω «ως έχουν», ούτε αριστερή πολιτική είναι, ούτε καν πείθει πλέον κανέναν, οδηγώντας νομοτελειακά το λαό να ενστερνιστεί τους λεονταρισμούς του Λοβερδαίϊκού περί «εξοικονόμησης από την πάταξη της μίζας και των συμφερόντων» και τους υγειονομικούς που θα αναπαράγουν αυτή τη γραμμή στην ενσωμάτωση στον πολιτικό λόγο της όποιας νεοκεϋνσιανικής διαχειριστικής λογικής (ή και στην προσωπική ενσωμάτωση). Πέραν τούτων, που είναι μάλλον η βασική αδυναμία του κειμένου, υπάρχουν και κάποια επιπλέον προβλήματα, ακόμα και εμπειρικής ορθότητας. Για παράδειγμα, η διατυμπανισμένη ευρωστία του εγχωρίου κλάδου της φαρμακοβιομηχανίας είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική αφού μεγάλο μέρος της αύξησης του παραγόμενου από αυτήν προϊόντος είναι αποτέλεσμα των αθρόων εισαγωγών και επαν-εξαγωγών φαρμάκων σε χώρες εκτός Ελλάδας που μπορούν να εξασφαλιστούν μεγαλύτερες τιμές.


Το να θεωρεί κανείς τον κομπραδόρικο μεταπρατισμό σημείο ευρωστίας για μια αυτοδύναμη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας φαντάζει αν μη τι άλλο παραλογισμός. Ακόμα, το κείμενο φαίνεται να λησμονεί να αναφέρει πως ο επί του παρόντος κλάδος της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας είναι όχι μόνο κρατικοδίαιτος και εξαρτημένος από την διασφαλισμένη δημόσια κατανάλωση αλλά (α) είναι πιο μιζαδόρικος και κομπιναδόρικος σε σχέση ακόμα και με τις πολυεθνικές του φαρμάκου και (β) οικοδομήθηκε μετά από σειρά πολυετών άοκνων προσπαθειών αστών πολιτικών και επιχειρηματιών να διαλυθεί όλη η υποδομή της Εθνικής Φαρμακοβιομηχανίας που είχε δειλά – δειλά αναπτυχθεί την δεκαετία του ’80: εργοστάσια πουλήθηκαν, τεράστιες επενδύσεις του δημοσίου απαξιώθηκαν, ενώ προϊόντα μεγάλης ζήτησης και υψηλής ποιότητας αντί να παράγονται αγοράζονταν από μεγαλο-εισαγωγείς που μετέπειτα γίνανε επιχειρηματίες (με την ανάλογη κρατική βοήθεια, φυσικά). Επίσης, ο διθυραμβικός τόνος του κειμένου για τα εγχωρίως παραγόμενα γενόσημα φάρμακα κάνει κάθε άνθρωπο με την ελάχιστη εμπειρία στο είδος (είτε ως κλινικός είτε ως ασθενής) να ανατριχιάζει.


Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών γενόσημων («και βιολογικά ισοδύναμων φαρμάκων» όπως λέει το κείμενο), που ο λαός τα έχει ονομάσει όχι αδίκως «φασόν» φάρμακα (επειδή πληρώνουν μίζα στους γιατρούς που τα συνταγογραφούν μίζα με το κομμάτι), είναι άχρηστα, ακατάλληλα και «τζούφια»: επειδή ακριβώς οι πωλήσεις τους βασίζονται στη μίζα στους γιατρούς (κύρια των ασφαλιστικών ταμείων), στις μεγάλες «μπάζες» που κάνουν με τις εκάστοτε ηγεσίες του Υπουργείου Υγείας και των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και στο «λάδωμα» των κρατικών και πανεπιστημιακών οργάνων που είτε θεσμικά είτε άτυπα τους παρέχουν διαπιστευτήρια ποιότητας (του «δημόσιου δικτύου ποιοτικού ελέγχου των προϊόντων» από «τα κρατικά εργαστήρια πιστοποίησης και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και κλινικές» που λέει και το κείμενο: μερικοί από αυτούς είναι άλλωστε και μέτοχοι στις ίδιες εταιρείες που υποτίθεται ότι ελέγχουν!) – και φυσικά όλοι αυτοί δεν δίνουν και πολύ σημασία στο να κάνει τη δουλειά του το προϊόν (αφού ούτως ή άλλως το αν θα πουληθεί ή όχι εξαρτάται από αλλότριες διαδικασίες).


Όσοι, δε, δουλεύουμε στο χώρο της υγείας, έχουμε ουκ ολίγες εμπειρίες που π.χ. ασθενείς μας ρυθμισμένοι επί χρόνια «διαλύθηκαν» επειδή σε κάποιο ασφαλιστικό ταμείο τους χορηγήθηκαν αυτά τα «φασόν» ή «βιολογικά ισοδύναμα φάρμακα». Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό πως από την ανάληψη της εξουσίας από το Γιωργακικό ΠΑΣΟΚ και μετά (οπότε και οι δυνατότητες μίζας περιορίστηκαν κάπως λόγω οικονομικής στενότητας του δημοσίου) τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. γέμισαν με «τζούφια» «φασόν» φάρμακα, θυμίζοντας ολοένα και περισσότερο την κλασσική κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκρίιν «Ο Τρίτος Άνθρωπος» όπου στην μεταπολεμική Βιέννη άρρωστα παιδιά πέθαιναν ή έμεναν ανάπηρα λόγω της νοθευμένης πενικιλίνης που διακινούσαν «κομμένη» με αδρανή υλικά διάφοροι ασυνείδητοι (έναν εκ των οποίων υποδύεται αριστουργηματικά ο Ουέλες). Φυσικά, ακόμα δεν φθάσαμε ως εκεί, αλλά με την λογική του Λοβερδαίϊκου και τις παραινέσεις του τύπου του κειμένου της iskra μάλλον δεν είμαστε και πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι αυτό που ήδη συμβαίνει είναι ότι το κόστος των «φασόν» αντί να μειώνεται (όπως διατείνονται) τους προϋπολογισμούς των δημοσίων νοσοκομείων, τελικά να εξακοντίζεται αφού για να «πιάσει» το φάρμακο πρέπει να χορηγούνται τριπλάσιες συνήθως δοσολογίες, ενώ από τα «φασόν» αναλώσιμα ένα στα τρία με ένα στα πέντε είναι συνήθως προβληματικό και πετιέται. Για τη δική μας, δε, λογική που είναι ριζικά αντίθετη με εκείνη του «όλα τα κιλά…» αυτό είναι πρόβλημα από σήμερα και μέχρι τον σοσιαλισμό: πόροι της κοινωνίας που πετιούνται για να οικονομάνε κάποιοι επιτήδειοι παρέχοντας πλασματική «αφθονία» προϊόντων και υπηρεσιών περίθαλψης είναι πόροι που αναγκαστικά οι κοινωνίες πρέπει να στερηθούν από κάποιου αλλού, κι αυτό είναι ανεπίτρεπτο, ανήθικο και αντιλαϊκό.


Σε τελική ανάλυση, το γιατί η ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει να τοποθετείται επιλέγοντας ανάμεσα στα συμφέροντα των πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών, των εγχωρίων κομπραδόρων, των πολυεθνικών γενοσήμων (γιατί, φυσικά, υπάρχουν και τέτοιες), των εγχωρίων μεγαλεμπόρων φαρμάκου και όλου αυτού του συφερτού αρπακτικών που απομυζούν τους κρατικούς και ασφαλιστικούς προϋπολογισμούς των τελευταίων χρόνων, αποτελεί πραγματικό μυστήριο. Αντίθετα με όλα αυτά, διατηρούμε την πεποίθηση πως μια αληθινά ανατρεπτική κατεύθυνση για την αριστερά και το λαϊκό κίνημα στο θέμα αυτό που θα μπορούσε, μάλιστα, να τροφοδοτήσει και εξοπλίσει τα αγωνιζόμενα κομμάτια σήμερα χωρίς να τα εκθέτει στον κίνδυνο να «ρίχνουν νερό στο μύλο» του ενός ή του άλλου θα μπορούσε να συμπεριλάβει:


(α) την αντιπαράθεση με τον εφαρμοστικό νόμο και την αθρόα και υποχρεωτική εισαγωγή γενόσημων αμφίβολης ποιότητας στο δημόσιο σύστημα περίθαλψης και ασφάλισης,


(β) την άρνηση του ψευδο-διλήμματος «υπέρ ή κατά της συνταγογράφησης εμπορικής ή φαρμακευτικής ονομασίας»: η αριστερά είναι ενάντια στην εμπορική ονομασία αλλά για όλους, και για γιατρούς και για φαρμακοποιούς και για διοικητές του ΕΟΠΥΥ, των νοσοκομείων και για τους αστούς πολιτικούς που κάθονται για να λαδώνονται στην ηγεσία του Υπουργείου Υγείας,


(γ) την κατηγορηματική άρνηση της «πατέντας» για όλα τα φάρμακα: τα επιτεύγματα της επιστήμης και τεχνικής ανήκουν στο λαό και στην ανθρωπότητα και δεν είναι εμπορεύσιμα προϊόντα,


(δ) την αμφισβήτηση του ιερατείου των καθηγητάδων, ΕΟΦ, «πιστοποιημένων εργαστηρίων» κ.ο.κ. που τάχαμου θα «διασφαλίσουν» «κριτήρια ποιότητας» ενώ είναι γνωστό ότι είναι μέρος του προβλήματος της συστηματικής φαλκίδευσης των επιστημονικών επιτευγμάτων προς όφελος του ιατρο-βιομηχανικού συμπλέγματος και


(ε) της συνακόλουθης αμφισβήτησης της κοινωνικής ωφελιμότητας όλων των μέσων ιατρικής τεχνολογίας που σήμερα εμφανίζονται ως «απαραίτητα» ή «χρήσιμα» από τα παπαγαλάκια της βιο-εξουσίας.


Ως αποτέλεσμα αυτών, μια αριστερή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση θα έθετε ως στόχους του ευρύτερου λαϊκού (και όχι μόνο υγειονομικού) κινήματος τα παρακάτω (στα πλαίσια, φυσικά, ενός προγράμματος αντικαπιταλιστικής διεξόδου με στάση πληρωμών, έξοδο από το Ευρώ κ.ο.κ. – άλλωστε, δρόμος εναλλακτικής κεϋνσιανής «σωτηρίας» χωρίς τέτοιες ρήξεις πλέον μοιάζει μάλλον πιο απίθανος κι από την «παγκόσμια επανάσταση» των τροτσκιστών): (α) άμεση εθνικοποίηση της υπάρχουσας παραγωγικής υποδομής της φαρμακοβιομηχανίας ως ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του λαού (όπως ακριβώς και οι τράπεζες και οι βασικές βιομηχανίες κοινής ωφέλειας και υποδομών), (β) αναπροσανατολισμός και ανάπτυξη της εθνικής φαρμακοβιομηχανίας με αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων του λαού και του επιστημονικού δυναμικού της χώρας στην κάλυψη τουλάχιστον μέρους των αναγκών σε βασικά, βεβαιωμένα και αποτελεσματικά είδη ιατρικής τεχνολογίας εντός ή εκτός «πατέντας», (γ) αξιολόγηση των ιεαρχήσεων για τις ανάγκες σε προμήθεια άμεση ή μεσοπρόθεσμη των λοιπών προϊόντων ιατρικής τεχνολογίας στη βάση του κοινωνικού ελέγχου και όχι της επιστημονίστικης αυθεντίας, (δ) σταδιακή δημοσιοποίηση όλων των μεγάλων επιχειρηματικών μερών του κλάδου υγεία – περίθαλψη από την παραγωγή ως την χορήγηση με τιμολόγηση των δημόσιων αγαθών (φάρμακο, εξοπλισμός, ιατρικές υπηρεσίες κ.ο.κ.) σε τιμές κόστους και χωρίς καπιταλιστική κερδοφορία, κάτι που θα έκανε και οικονομικά δυνατή και βιώσιμη την διηνεκή εξασφάλιση της επάρκειας των αγαθών αυτών για ολόκληρο τον Ελληνικό λαό και (ε) δήμευση της περιουσίας των τρωκτικών της υγείας συμπεριλαμβανόμενων των «εθνικών» φαρμακοβιομηχάνων, των τσιρακιών τους, των συμβούλων και συνεργατών τους ακαδημαϊκών, των διατελεσάντων διοικητών νοσοκομείων και ασφαλιστικών οργανισμών και όλων όσων πλούτισαν τόσα χρόνια από το αίμα στην κυριολεξία του εργαζόμενου σε αυτή τη χώρα (αλήθεια, γιατί οι διανοούμενοι του κρότους φρίττουν ακόμα και στην αυτονόητη πλέον πρόταση να δημοσιευτεί το «πόθεν έσχες» των μελών της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού της περιόδου του «ιού της γρίπης»;).


Τέλος, μια παρατήρηση ακόμα: όπως διαπιστώσαμε όλοι από τη δημοσίευση του συγκεκριμένου κειμένου, στο νέο μνημόνιο συνεννόησης αφιερώνεται επί τούτου ολόκληρο κεφάλαιο στην δια πυρός και σιδήρου επιβολή των γενόσημων φαρμάκων στην εγχώρια αγορά επί ποινή κυρώσεων σε όσους γιατρούς τολμάνε να δίνουν και κανένα κανονικό γιατρικό. Η επιβολή, μάλιστα, όλων αυτών των κυρώσεων και η επιβολή των γενοσήμων διανθίζεται με πλείστες όσες φιλολογίες του τύπου του «ποιοτικού ελέγχου» πράγμα που αλήθεια δημιουργεί κάποια ερωτηματικά. Κι ακόμα, στην τρέχουσα δημόσια αστική ρητορική, έχει επικρατήσει πια η αναγόρευση από την τρόικα και την κυβέρνηση της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας ως πρώτιστο «εθνικό στόχο» με μέσο προς τούτο αφενός την θέσπιση περιοριστικών μέτρων (αυστηρότατου πλαισίου ελέγχου της συνταγογράφησης, σμίκρυνσης της λίστας κάλυψης του ΕΟΠΥΥ, συμπληρωματικότητα στις πληρωμές από τους ίδιους τους ασφαλισμένους) και αφετέρου της αντικατάστασης όσο γίνεται των πρωτοτύπων από τα γενόσημα φάρμακα.


Όλα αυτά, μάλιστα, διανθίζονται με πλείστες όσες φιλολογίες του τύπου του «ποιοτικού ελέγχου» του κειμένου της iskra που μπορεί να βρεθούν σχεδόν αυτούσιες στο κείμενο του μνημονίου, πράγμα που αλήθεια δημιουργεί κάποια ερωτηματικά ως προς το γιατί ένα τόσο «κεντρικό» κείμενο καταπιάνεται τόσο εκτενώς με ένα τέτοιο τόσο μάλλον «περιφερειακό» ζήτημα. Ως αποτέλεσμα, αναπτύσσεται στην εντός και εκτός κοινοβουλίου αριστερά μια φιλολογία σχετικά με τα γενόσημα αλλά και εν γένει την φαρμακευτική επάρκεια της χώρας σε περίπτωση π.χ. χρεοκοπίας, εξόδου από το Ευρώ κ.ο.κ. Παραδόξως οι απαντήσεις που συχνά δίνονται κινούνται σε λογικές που σε ανθρώπους που έζησαν την πολιτική ρητορική του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 φαντάζουν πολύ γνώριμα: συμμαχία του κινήματος με την εθνική φαρμακοβιομηχανία στα πρότυπα της αλήστου μνήμης Παπανδρεϊκής «Εθνικής Λαϊκής Ενότητας», στήριξη των «εθνικών» επιχειρήσεων έναντι των «ξένων πολυεθνικών» και πάει λέγοντας.


Παράλληλα, στους χώρους της υγείας η συνδικαλιστική κακοφωνία είναι εκκωφαντική: (Νεοδημοκράτες, συνήθως) γιατροί ενάντια σε (Νεοδημοκράτες, επίσης) φαρμακοποιούς ερίζουν για το ποιος θα καθίζει το εμπορικό σκεύασμα που θα πάρει τελικά ο ασθενής, ενώ όλοι μαζί αντιπαρατίθενται λυσσαλέα στο εγχείρημα του κράτους να το καθορίζει ο εκάστοτε διοικητής του ΕΟΠΥΥ, του κάθε νοσοκομείου ή το Υπουργείο Υγείας: ο καυγάς για το πάπλωμα, δηλαδή, δεδομένου ότι όλοι πλέον ξέρουν πως πίσω από αυτόν τον καθορισμό κρύβονται μίζες εκατομμυρίων που δίνονται για την «προώθηση» των εμπορικών προϊόντων από τις φαρμακοβιομηχανίες είτε με τη μορφή ταξιδιών και ρεγάλων είτε «μαύρου χρήματος» που πληρώνεται «με το κομμάτι».


Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι κάποιες φορές, και ο συνδικαλιστικός λόγος της αριστεράς παραπαίει ανάμεσα σε μια λαϊκίστικη και συντεχνιακή αριστερόμορφη αναπαραγωγή του λόγου των δεξιών συνδικαλιστικών ηγεσιών και σε μια λογική «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά»: λες και όλα αυτά, τα υπερκέδρη των πολυεθνικών του φαρμάκου, τα ανάλογα κέρδη των «φασονατζίδικων» Ελληνικών και ξένων φαρμακοβιομηχανιών και εισαγωγέων, τις μίζες γιατρών, φαρμακοποιών και διοικητών, δεν τις επωμίζεται τελικά ο φορολογούμενος, ο ασφαλισμένος, ο εργαζόμενος λαός, δηλαδή. Το πόσο όλα αυτά έχουν την οποιαδήποτε σχέση με τις ανάγκες του λαϊκού κινήματος στη συγκυρία αλλά και το αν τελικά οδηγούν το κίνημα σε λογικές υποτελείς στις επιδιώξεις άλλοτε άλλων αστικών στρατηγικών, είναι μάλλον το πραγματικό ερώτημα. Η σύνταξη της iskra, πάντως, θα πρέπει ίσως να αξιολογεί περισσότερο τις συνεισφορές που δημοσιοποιεί στο βαθμό που η ίδια - ειλικρινά πιστεύουμε - έχει τοποθετηθεί με συνέπεια κατά της μνημονιακής πολιτικής: είναι πραγματικά κρίμα σε ένα τέτοιο ζήτημα να προπαγανδίζει το νέο μνημόνιο …περίπου αυτολεξεί, λίγες μόλις μέρες πριν την δημοσίευση του τελευταίου…




*Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος [1]

Πηγή: politikokafeneio
via: PRAXIS 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.