Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Ανοιχτό κάλεσμα για τη συγκρότηση ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ στη Θεσσαλονίκη.



«Ειρήνη στις καλύβες, πόλεμος στα παλάτια»
σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης

Αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία των κρίσεων του οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε, δεν είναι άλλο πως ελίτ κι αφεντικά, κράτη και καπιταλιστές, δεν έχουν αποτελεσματικότερο δρόμο για να ξεπεράσουν τις κρίσεις τους, από την ισοπέδωση και την καταστροφή των ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων, με κάθε μέσο. Αυτήν την καταστροφή, που την βιώνουμε στην Ελλάδα σαν ένα διαρκές αντεργατικό-αντικοινωνικό πραξικόπημα, έχει την ολοκληρωτική της μορφή έτσι όπως που την βιώνουν ήδη δεκάδες λαοί στις κοντινές μας χώρες, από την Ουκρανία, μέχρι τη Συρία και την Παλαιστίνη: τον πόλεμο. Ένας πόλεμος που έχει ταξικά αίτια, και συντριπτικά-καταστροφικά αποτελέσματα στις υποτελείς τάξεις όπου γης.

Απέναντι στην βαρβαρότητα, που κράτη και κυβερνήσεις υπηρετούν με συνέπεια, απέναντι στην ολοένα και μεγαλύτερη απειλή του πολέμου που πλησιάζει και στη χώρα μας, απέναντι στην υποταγή και την εξαθλίωση που κηρύσσει ο σύγχρονος καπιταλισμός και ο ολοκληρωτικός κοινοβουλευτισμός, απαιτείται από την πλευρά μας η ανάπτυξη ενός κινήματος με σαφή αντιπολεμικό, διεθνιστικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Ένα μαζικό κοινωνικό, ταξικό ρεύμα, που θα βάλει φραγμό και θα ανατρέψει τον εθνικισμό και τον φασισμό που προλειαίνει το έδαφος για τις πολεμικές αναμετρήσεις για τις οποίες προετοιμάζεται και το ελληνικό κράτος. Ένα κίνημα εργαζομένων, ανέργων και φαντάρων που θα αγκαλιάσει κάθε πλευρά της κοινωνίας, ακόμη και μέσα στον στρατό, με πρόταγμα την ταξική ενότητα και την αδελφοσύνη των λαών κόντρα στα σχέδια των υπερεθνικών και εθνικών συμφερόντων του κεφαλαίου. Ένα κίνημα μεταναστών και ντόπιων που θα προτάσσει μέσα από τις δράσεις του το σύνθημα "Δεν πολεμάμε για τα συμφέροντα τους-αγωνιζόμαστε για την ανατροπή τους".

Σ' ένα τέτοιο κίνημα συμβάλλει, εδώ και πάνω από 20 χρόνια, η Αντιπολεμική Διεθνιστική Κίνηση και το Δίκτυο Ελεύθερων Φαντάρων "Σπάρτακος". Με αδιάκοπη παρουσία μέσα κι έξω από τα στρατόπεδα της χώρας, υποστηρίζοντας τον αγώνα των κληρωτών φαντάρων για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη ακόμη και μέσα στην μηχανή του πολέμου που ονομάζεται στρατός. Με συνεχείς δράσεις και αποκαλύψεις ενάντια στον αντικοινωνικό και επιθετικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με αγώνες μέσα κι έξω από τα σύνορα.

Σε αυτή την προσπάθεια θέλουμε να συμβάλλουμε κι εμείς στη Θεσσαλονίκη, με τη συγκρότηση μόνιμης συνέλευσης της Αντιπολεμικής Διεθνιστική Κίνησης στην πόλη μας.

Ανοιχτή συνέλευση, όπου θα παρουσιαστεί η πολύχρονη δράση της Αντιπολεμικής Διεθνιστική Κίνησης και θα σχεδιάσουμε όλοι και όλες μαζί τις επόμενες κινήσεις μας,
το Σαββάτο 24 Οκτωβρίου στις 7 το απόγευμα στο Στέκι Μεταναστών (Ερμού και Βενιζέλου)

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η τρομοκρατία τους είναι πιο βαθιά από το Ναι και το Όχι. Το ίδιο θα πρέπει να είναι και η απάντηση μας.

Παρακολουθώντας της τελευταίες ημέρες τον βόθρο των καναλιών όπου μονότονα επαναλαμβάνεται η τρομοκρατία των αφεντικών, δεν μπορεί κανείς παρά να ανησυχεί στην απουσία σοβαρής και σταθερής απάντησης στα συγκεκριμένα που θέτουν. Γιατί αλίμονο αν η απάντηση στο ερώτημα "Θα κλείσουν οι τράπεζες", "Θα κλείσουν τα μαγαζιά", "Θα κλείσουν οι παραγωγικές μονάδες", "Θα φύγουν οι επενδυτές" αφεθεί στα χέρια των ανθρώπων που ακόμη κι αν καλούν στο Όχι στο δημοψήφισμα απαντούν με τα ίδια κριτήρια, δηλαδή πως "Θα μείνουν ανοιχτά όλ' αυτά" υπονοώντας με σαφήνεια πως θα μείνουν, όχι μόνο ανοιχτά, αλλά και στις ίδιες απάνθρωπες καπιταλιστικές σχέσεις που διέπουν την λειτουργία τους, που τσακίζουν τις ζωές μας.

Με αυτή την έννοια, στις προκλήσεις των αφεντικών ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε, να τραφούμε, να καλύψουμε τις βασικές μας ανάγκες χωρίς αυτούς, χωρίς το κράτος τους, χωρίς τους υπερεθνικούς και εθνικούς θεσμούς τους, χωρίς τη βουλή και τη θέληση τους, χρειαζόμαστε σήμερα ένα συνεκτικό πρόγραμμα πάλης που να απαντάει ακριβώς απέναντι στο βασικό ερώτημα, όχι του δημοψηφίσματος, αλλά της εποχής μας. Χρειαζόμαστε σήμερα, λοιπόν, μια συνεκτική και σοβαρή, ρεαλιστική πρόταση ανάληψης της ευθύνης απέναντι στην εξαθλίωση και την ανεργία, από τις υποτελείς τάξεις, για τις ίδιες και μόνο γι' αυτές.

Η απάντηση, προγραμματικά, μπορεί να συνοψίζεται στο εξής: Εαν δεν μπορείτε εσείς, αν δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς το ευρώ ή τη δραχμή σας, χωρίς τα χρηματιστήρια σας, χωρίς τις πιστωτικές σας κάρτες, χωρίς την ιδιοκτησία σας να αυγατίζει από τον μόχθο μας στους τραπεζικούς σας λογαριασμούς, χωρίς τις τράπεζες σας, τότε μπορούμε εμείς. Εμείς, οι υποτελείς τάξεις, τα στρώματα των ανέργων και των εργαζομένων, των μεταναστών και των ντόπιων, των φτωχών και των εξαθλιωμένων, μπορούμε και επιβάλλεται να απαλλοτριώσουμε όλες τις παραγωγικές δομές, το ρεύμα, την ενέργεια, το νερό, την υγεία, τη παιδεία, τα τρόφιμα, τις επικοινωνίες, την ενημέρωση στο όνομα όλων αυτών που πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση, στα χέρια αυτών των ιδίων που οι ανάγκες τους επιβάλλουν να πάρουν αυτόν τον πλούτο και να τον μετασχηματίσουν προς όφελος των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας. "Δεν μπορείτε εσείς, μπορούμε εμείς", λοιπόν, για μια νέα αρχή.

Τα καθήκοντα που εκπορεύονται από μια τέτοια προγραμματική πρόταση, είναι βαριά και δύσκολα, αλλά αναγκαία. Οφείλουμε, το σύνολο των ταξικών αγώνων, ακόμη κι όταν υπερασπίζονται όσα τελευταία "κεκτημένα" των παρελθόντων γενεών έχουν απομείνει, να στοχεύουν και να οδηγούν τους αγώνες στην κατάληψη των μέσων παραγωγής. Ακόμη και στον δίκαιο αγώνα για την υπεράσπιση του μισθού, των συμβάσεων, του ωραρίου, της ασφάλισης κτλ, οφείλουμε να καταδεικνύουμε ότι όσο παραμένουμε εξαρτημένοι μέσα στη μισθωτή σχέση εργασίας, όσο βασίζουμε την επιβίωση μας στην επιβίωση της εταιρείας ή του μηχανισμού που εργαζόμαστε, τόσο γινόμαστε ακόμη πιο ευάλωτοι στις διαθέσεις και στις επιλογές τους, τόσο χαντακώνουμε την όποια πιθανότητα πραγματικής ρήξης με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην δυνατότητα επιβίωσης του, πάντα σε βάρος της δικής μας επιβίωσης, σε βάρος της ζωής μας.

Οφείλουμε ακόμη να ενισχύσουμε, σήμερα και όχι στο μακρινό αύριο, τις δομές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, τις ελάχιστες αλλά υπαρκτές δομές κατάληψης και αυτοδιαχείρισης, οφείλουμε να υπερασπιστούμε σαν κόρη οφθαλμού τα παραδείγματα αγώνα που βάζουν ένα βήμα ψηλότερα τον πήχη για όλους τους υπόλοιπους αγώνες. Όπως έγινε στη ΒΙΟΜΕ, έτσι και σε όλες τις επιχειρήσεις και βιομηχανίες που τα αφεντικά απειλούν με κλείσιμο, ιδιωτικοποίηση ή έχουν ήδη κλείσει, όπως πχ στη ΔΕΛΤΑ, στη ΔΩΔΩΝΗ, στη ΣΕΚΑΠ, στην ΕΛΒΟ, στους οργανισμούς ύδρευσης. οφείλουμε να σπείρουμε τον σπόρο της αμφιβολίας για την ευημερία που υπόσχονται οι διάφορες πλευρές του κεφαλαίου, είτε μέσα είτε έξω από την ευρωζώνη. Οφείλουμε, αν πραγματικά εννοούμε αυτά που λέμε, να παλέψουμε να πειστεί ο κόσμος της εργασίας πως μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αφεντικά και ότι μάλιστα αυτή η επιλογή είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση απέναντι σε όλα τα διλήμματα και τους εκφοβισμούς που το σύστημα πεισματικά προτάσσει.

Είναι αλήθεια ρεαλιστικό να περιμένουμε "ανάπτυξη" είτε ροζ είτε μπλε, όταν γνωρίζουν όλοι βαθιά μέσα τους πως η ανάπτυξη αυτή απαιτεί μισθούς Ινδοκίνας; Είναι αλήθεια ρεαλιστικό να στηρίζουμε επιλογές ανάκαμψης "της χώρας" όταν αυτή η ανάκαμψη περνάει μέσα από την εξαθλίωση εκατομμυρίων πληβείων; Είναι ρεαλιστικότερο μήπως να βάζουμε στην ίδια πρόταση τις "επενδύσεις που έρχονται" και τους μισθούς και την ασφάλιση μας, όταν κάθε νοήμων νους αντιλαμβάνεται ότι το κεφάλαιο επενδύει μόνο όταν μπορεί να είναι κερδοφόρο από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας μας; Ή μήπως είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε την μείωση ή και την εξαφάνιση της ανεργίας την στιγμή που γνωρίζουμε όλοι ότι η δομική ανεργία είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος για τα αφεντικά να κρατάνε τα κεφάλια μας κάτω και τους μισθούς κάτω από το όριο της επιβίωσης;

Ψεύδονται, λοιπόν, και αυταπατώνται οικτρά, όσοι τεμαχίζουν τον αγώνα μας και τον βάζουν στα σκαλοπάτια της θεωρίας των σταδίων. Αυτοί που "παίζουν με τις αντιθέσεις", αλλά από την άλλη βάζουν στον πάγο τα αναγκαία βήματα αυτοοργάνωσης της τάξης μας μπροστά στο πιο σημαντικό της καθήκον. Που ακόμη και τώρα απαντούν "εθνικά και θεσμικά" με τα όπλα και τα επιχειρήματα του αντιπάλου, που μεταθέτουν τα ερωτήματα από την βάση της οικονομίας που εκεί έτσι κι αλλιώς βρίσκονται, σε ερωτήματα "διακρατικών σχέσεων". Που βλέπουν το δέντρο της αποδέσμευσης από το υπερεθνικό κράτος της ΕΕ, αλλά χάνουν το δάσος της αποδέσμευσης από τα δεσμά του κεφαλαίου σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Γιατί ακόμη κι αν δεχτούμε πως θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος, τις αντιθέσεις μέσα στο αντίπαλο μπλοκ, θα πρέπει να κατανοήσουμε, πως αυτό απαιτεί πρώτα να υπάρχει συγκροτημένο και στα πόδια του, το δικό μας μπλοκ, η δική μας ταξική οργάνωση με δίχτυ ασφαλείας στις εξαθλίωση που πρέπει άμεσα να οικοδομήσουμε. Αυτό ακριβώς είναι που λείπει τόσο πολύ σήμερα. Ειδάλλως θα συντριβούμε κάτω από τις μυλόπετρες των αντιθέσεων τους.

Αν μάθαμε κάτι από τα διαβάσματα μας, την ιστορία και την επαναστατική θεωρία, είναι πως τα στάδια και τα μισά βήματα μπροστά συνοδεύονται συνήθως από πολλά βήματα προς τα πίσω. Αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε την ιστορική εμπειρία, που δυστυχώς ή ευτυχώς είναι μεγάλη, ίσως θα έπρεπε να επαναλάβουμε τα λόγια ενός εμβληματικού κειμένου της θεωρίας μας: "πως δεν ντρεπόμαστε για τις προθέσεις μας" αλλά και πως "δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε, παρά μόνο τις αλυσίδες μας". Σήμερα είναι αναγκαίο όσο ποτέ, ένα μαζικό, πλατύ και αποφασισμένο εργατικό ρεύμα, κατάληψης των μέσων παραγωγής με σύνθημα την κατάληψη, την αντίσταση αλλά και την παραγωγή από εμάς για εμάς και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουμε για την κατάρρευση του συστήματος, οργανώνοντας παράλληλα όλες τις αναγκαίες δομές, ώστε η κατάρρευση αυτή να μην συμπαρασύρει τις υποτελείς τάξεις, αλλά αντιθέτως να ανοίξει τον δρόμο μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης. Αυτήν την κατάρρευση που τρέμουν σήμερα οι κυρίαρχοι, που την χρησιμοποιούν για να φοβίσουν τους πληβείους, για να τρομοκρατήσουν τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους και τους νέους, εμείς δεν θα πρέπει να την φοβόμαστε. Το εργατικό και κοινωνικό κίνημα όχι μόνο δεν θα πρέπει να φοβηθεί αλλά αντιθέτως να πάρει αυτόν τον φόβο, τον φόβο για τα κλειστά supermarket, τον φόβο για τις κλειστές τράπεζες,τον φόβο για τις κλειστές επιχειρήσεις, "να τον κάνει μαντήλι στο λαιμό" και να προχωρήσει μαζί του μέχρι τέλους σε μια αναμέτρηση που διαρκώς φαίνεται να πλησιάζει. Άλλωστε όπως έγραφαν και οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ σε πρόσφατο πανό τους " Δεν μας έχετε ανάγκη για να καταστραφείτε, δεν σας έχουμε ανάγκη για να σωθούμε".


ΥΓ. Για όσους/ες διάβασαν αυτό το κείμενο με μόνη τους έγνοια τι θα ρίξω στην κάλπη την Κυριακή, να πω πως θα ψηφίσω Όχι με βαριά καρδιά και το μαχαίρι στο λαιμό. Βαριά καρδιά γιατί αυτό το Όχι το καρπώνεται, το ερμηνεύει και το διαμορφώνει αυτός που έβαλε το ερώτημα, γιατί δεν συνοδεύεται σήμερα κι όλας από έμπρακτες αγωνιστικές πρακτικές που να ξεκαθαρίζουν όλα τα παραπάνω πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ασχέτως των αγνών προθέσεων πολλών φίλων και συναγωνιστών. Όμως δεν μπορώ να αγνοήσω πως στους σημερινούς αλλά και αυριανούς αγώνες μας, τους αγώνες της επιβίωσης απέναντι στην αδηφάγο ιδιοκτησία του κεφαλαίου, δεν θα δώσω άλλο ένα από τα χιλιάδες στρεβλά επιχειρήματα στους νοικοκυραίους και στο καθεστώς να μας κουνάν το δάχτυλο με μια καταστροφική υπερψήφιση του εθελοδουλικού Ναι. Αυτό το επιχείρημα είναι αρκετό να με πάει στην κάλπη μετά από περίπου μια δεκαετία. Από εκεί και πέρα όμως, πρέπει να μιλήσουν οι πράξεις.


Χρήστος Μανούκας

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ


Σκέψεις ατάκτως ερριμένες

pic 



Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί επανάσταση σήμερα όχι, αύριο μπορεί, μεθαύριο όμως σίγουρα!

Για μια επανάσταση δεν υπάρχουν οι όροι. Αυτό το συμφωνήσαμε εκ προοιμίου. Το επίπεδο συνείδησης είναι χαμηλό και οι συνθήκες ανώριμες.

Η διαλεκτική της ιστορίας βέβαια θέλει το υποκείμενο να διαμορφώνει και να διαμορφώνεται από ρήξεις και επαναστατικές τομές και δεν θεωρεί την ιστορική πρόοδο σαν μεταφυσικά αδιαμφισβήτητη διαδικασία. Ως εκ τούτου, η επαναστατική διαλεκτική δεν  θεωρεί την ιστορία προοδευτική διαδικασία επίτευξης μεσοπρόθεσμων στόχων. Συνεπώς, όταν δεν αδράττει κανείς την ευκαιρία των εκδηλώσεων των τάσεων ρήξης και χειραφέτησης ή ακόμα όταν καταγγέλει σ’ αυτές έναν ανορθολογισμό αντιβαίνοντα στον ρεαλισμό, περιφρουρώντας λυσσαλέα την πραγματικότητα που διακηρυκτικά θέλει να υπερβεί, πώς μπορεί να μιλά για έλλειψη συνθηκών;

Όμως, ποιος θα κάνει αυτήν την τομή; Εγώ; Εσύ; Ή ο διπλανός που δέχεται τα πάντα με σκυμμένο το κεφάλι; Αυτά φαίνεται να σκέφτονται όλοι όσοι συμφωνούν πως οι όροι μιας ρηξιακής πολιτικής είναι ασυσσώρευτοι. Η διαφύλαξη του αστικού κράτους στην παρούσα φάση ίσως είναι η μόνη επιλογή κι αυτό φαίνεται από την πολιτική κριτική από τις δυνάμεις αυτές που αποκαλούμε προοδευτικές, που μένουν στην ανάδειξη του κακού προσήμου της ίδιας και απαράλλαχτης οικονομικής διαδικασίας της ετερόνομης εργασίας, της ιδιοκτησίας, της αναγωγής των πάντων στην εμπορευματική συνθήκη. Αυτό που συμφωνούν τελικά οι πάντες είναι ότι εν τέλει θα χρειαστεί μία διακυβέρνηση για να ορίσει, εξωτερικά πάντα, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες του λαού, με όσο το δυνατόν λιγότερη επιβολή, ένα πιο ανθρώπινο προσανατολισμό στην οικονομία. Το κίνημα πρέπει να πιέσει προσδοκώντας κυβερνητικές επιλογές και τελικά αυτοί που έχουν θα έρθουν σε δημοκρατική συνεννόηση με αυτούς που δεν έχουν για τη συμφωνία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Όμως, δημοκρατία χωρίς ισότητα, είναι δημοκρατία με το πιστόλι στον κρόταφο.


Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς

Η κάθε διεκδίκηση, πριν καν εξετασθεί το περιεχόμενό της, θα έπρεπε να εξετάζεται ως προς το που απευθύνεται και ποιο είναι εκείνο το υποκείμενο που μπορεί να το υλοποιήσει. Τα τελευταία χρόνια, ο ρόλος της κάθε αντιπολίτευσης, ακόμα και όταν αυτή στηρίζεται στη δράση των κινημάτων, είναι να προκρίνει μια σειρά ρυθμίσεων που προσδοκούν μια κυβερνητική επιλογή. Όμως, καθήκον μίας πραγματικά απελευθερωτικής πρακτικής είναι να δείξει ότι μπορεί η εργατική τάξη να επιβιώσει και να ζήσει αξιοπρεπώς χωρίς το κράτος και το νόμο του. Δεν είναι τυχαίο πως η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται σκληρά για να διατηρήσει τα αυθόρμητα κινήματα στο επίπεδο του απλού αυθορμητισμού, για να μην μπορέσουν αυτά να μπολιάσουν τα αιτήματα αντίστασης με την προοπτική της κοινωνικής διάρρηξης, εδώ και τώρα. Και για να το κάνουν αυτό πρέπει να συνδέσουν την απόληξη κάθε αγώνα με την απόφαση μιας κεντρικής εξουσίας, γιατί ακόμα και όταν οι κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στις καταπιεστικές εκδηλώσεις της εξουσίας «επιτυγχάνουν» δεν είναι και δεν μπορούν να είναι επικίνδυνες για το κράτος και το κεφάλαιο, παρά μόνο μέσω της συνείδησης των δεσμών τους με το τέλος της ίδιας της διαδικασίας που τα αναπαράγει.



Το εθνικό χρέος

Το δημόσιο χρέος στην ιστορία, από τις απαρχές του καπιταλισμού και του συστήματος χρηματικής πίστης, ήταν πάντα απαραίτητο για τη συσσώρευση κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα χέρια και για τον εκβιασμό των λαών. Δανείζοντας στο δημόσιο, αυτό που «δίνεται» εξακολουθεί να λειτουργεί στα χέρια των πιστωτών και προς όφελός τους σαν να ήταν πραγματικά λεφτά. Ο δημόσιος δανεισμός είναι δομικό συστατικό του καπιταλισμού. Το κεφάλαιο γεννά τον εαυτό του με τη μορφή τόκου με τον πιο απλό για αυτό τρόπο.

Η σοσιαλδημοκρατία επιλέγει εθνική λύση απέναντι στα αδιέξοδα που γεννά ένα τέτοιο παράλογο. Εθνική λύση σημαίνει επιλογή μιας «κεντρικής λύσης» ενάντια στην κρίση που το αστικό κράτος θα δώσει, υπό την πίεση του κινήματος όπου πάσης φύσεως σωματεία και ενώσεις εργαζομένων κρατούν έναν διακοσμητικό ρόλο – άλλοθι και υπόσχεται να ξαναμοιράσει λίγο από τον πλούτο χωρίς να αμφισβητεί ούτε λίγο από την αστική εξουσία. Και πώς να συνέβαινε άραγε αυτό χωρίς δομές παραγωγής εργατικής πολιτικής από την τάξη για τον εαυτό της, αλλά με λαϊκά μέτωπα προσωπικοτήτων; Στην ουσία πρόκειται για την ιδεολογία εκείνη που καλύπτει τη διαδικασία αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης ντύνοντάς την με εθνικιστική υστερία. Από την αναγκαιότητα της ανατροπής ενός συστήματος εκμετάλλευσης που «δεν αντέχει άλλο» περάσαμε στο αίτημα για την υπεύθυνη εθνική στάση. Σε μικρή κλίμακα η κατάσταση ομοιάζει με εκείνον τον υπάλληλο που βαθιά μέσα του πιστεύει πως όσο έχει αφεντικό θα έχει κι αυτός δουλειά, πως αλλιώς δεν υπάρχει πεδίο και ζωή.



Η αριστερή κυβέρνηση

Και έχουμε αριστερή κυβέρνηση. Και όλοι την αγαπάμε. Οι μεν την αγαπάμε γιατί ήρθε να επιδείξει μεγαλύτερο πατριωτισμό και από τους πατριώτες Οι δε την αγαπάμε γιατί είναι από την ίδια πάστα με εμάς. Γι’ αυτό άλλωστε η κριτική μας έγκειται στο πώς εμείς θα κάναμε τα ίδια αλλά καλύτερα σε αντίστοιχη περίπτωση. Ξαφνικά μας νοιάζει να μην είναι δεξιός ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πολύ σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης για την ταξική πάλη, κάνουμε κριτική στη συγχώνευση των υπουργείων αφού παλεύουμε για ορθολογικότερη διαχείριση του κράτους κ.λπ.. Αλλά αυτά είναι λίγο γαρνιτούρα, τα τελευταία μη της χήρας πριν ενδώσει στον ενδεχόμενο εραστή. Γιατί η άποψη πως η κυβέρνηση έχει άδικο, αλλά πρέπει να τη στηρίξουμε για να μπει στον σωστό δρόμο, σημαίνει πώς η κυβέρνηση αυτή είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Μπορεί να μην γίνεται με τον τρόπο που θα έπρεπε αλλά είναι ένα βήμα, μας λένε, που αν δεν ολοκληρωθεί θα πάει πίσω την αριστερά στο σύνολό της. Αυτή η λογική είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει αριστερά που λειτουργεί έστω μερικώς σε ένα πεδίο εκτός της κοινοβουλευτικής διαχείρισης είτε άμεσα είτε ελπίζοντας σε αυτή. Αυτή είναι ο μόνος δρόμος, τι να κάνουμε. Η προσέγγιση του σκοπού έβγαλε από τη θέση του πρωταγωνιστή της ιστορίας την τάξη κι έβαλε μία πρωτοπορία, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στην ενεργή αποδοχή των υπηκόων ή στην ανοχή τους και που μάλιστα δεν είναι καν η άγια και κόκκινη πρωτοπορία για την οποία ακούγαμε στο παρελθόν. Μπορεί να μην κάνει τίποτα από ο, τι υποσχέθηκε, κι εδώ που τα λέμε δεν υποσχέθηκε και κάτι φοβερό, αλλά είναι η μόνη ελπίδα. Εδώ φτάσαμε.

Μα υπάρχουν και άλλες διαφορές, θα σκούξουν κάποιοι. Είναι το ζήτημα της ΕΕ και των λοιπών υπερεθνικών ενώσεων του κεφαλαίου. Μα, αν δεν βλέπεις το πεδίο της σύγκρουσης με αυτές τις υπερεθνικές ενώσεις κεφαλαιοκρατών ως ταξική πάλη και ως τέτοια οργανωμένη από την τάξη για τον εαυτό της, πώς προσδοκάς τα λαϊκά μέτωπα; Το να παλέψει ο εργάτης στη βάση του ταξικού του συμφέροντος με τον μικροαστό που συνθλίβεται στις συμπληγάδες των μεγάλων παικτών μάλλον σοσιαλδημοκρατία θυμίζει ή τον αδελφό φασισμό. Είναι, βέβαια, το ζήτημα του έθνους. Μα αν δεν είσαι με την εθνική ενότητα πώς είσαι με τα εθνικά μέτωπα και τις εθνικοποιήσεις; Κρατικοποιήσεις δηλαδή στη βάση ενός κράτους που διαχειρίζεται μια κυβέρνηση εθνικού συμφέροντος;



Ας πούμε και καμιά αλήθεια

Παραδέξου, πάντα αμήχανα ένιωθες μπροστά στο διαφορετικό σενάριο της κοινωνικής αστάθειας. Τι θα πεις στους ψηφοφόρους, πώς θα τους πείσεις για το αύριο; Εσύ που πασχίζεις να βρεις εκείνη την πράξη να προτείνεις που θα είναι ανώδυνη για όλους. Οι γραβάτες έφυγαν, η αστυνομία, μας είπαν, θα γίνει πιο φιλική και οι φυλακές δεν θα μετατραπούν σε κουτιά απομόνωσης. Ο πεινασμένος θα πάρει κουπόνι για φαγητό και στην κρατική τηλεόραση δεν θα δείχνει Ρένο Χαραλαμπίδη. Είναι κάτι.

Θα δούμε στον δρόμο συλλαλητήρια στήριξης της κυβέρνησης χωρίς αστυνομία να προκαλεί – με προμετωπίδα τη διασφάλιση της δημοκρατίας, τη ρύθμιση του χρέους και την αξιοπρέπεια. Μην γκρινιάζεις ότι η στήριξη στην κυβέρνηση είναι κριτική – δεν νομίζω να παραδεχόταν κανείς ότι η δικιά του είναι τυφλή και άκριτη. Και στο κάτω κάτω που απευθυνόταν το αίτημα για ρύθμιση , διαγραφή του χρέους; Δεν αναφερόταν στην κυβέρνηση; Γιατί να μην στηρίξεις μια κυβέρνηση που προτίθεται να το συζητήσει; Πάρε λοιπόν τους δρόμους να διαφυλάξεις την προσπάθεια απ’ τα επίδοξα συντηρητικά κινήματα της κατσαρόλας. Ο λαός πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που δεν ήθελαν καλύτερη και φιλολαϊκότερη διαχείριση στο όνομά τους, αλλά ρήξη. Αυτοί είναι που καταγγέλθηκαν ως παραπλανημένοι. Ασχοληθήκαμε με την υψηλή πολιτική όταν ολόκληρες περιοχές της εργατικής τάξης οργάνωναν την επιβίωσή τους συλλογικά καθώς στη συλλογικοποίηση βλέπαμε ένα σύμπτωμα και όχι μια δυνατότητα –αφού η δυνατότητα θα έρθει μέσω κεντρικής επιλογής. Κλείσαμε τα μάτια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις αυτοκτονίες, στις δολοφονίες γιατί τελικά δεν υπάρχει άλλος τρόπος από μια ψυχοπονιάρα ηγεσία. Γι αυτό απαξιώνονται οι πάλαι ποτέ εργατικές δομές, η συζήτηση για την οργάνωση αντιπαραθετικού και διακριτού ταξικού πόλου εγκαταλείφτηκε προς χάριν της δυνατότητας υψηλής κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Αφού η αντιπαράθεση σταμάτησε να σημαίνει αυτόματα πράξη. Η θεωρία της πράξης υποβαθμίστηκε σε πολιτικό πρόγραμμα ανάθεσης και όπως προέβλεψε όλη η παράδοση της θεωρίας της πράξης, έχασε κάθε σημείο ρήξης. Τελικά, οι προσδοκίες καθώς εκφράζονται μέσα από πάσης φύσεως κινηματικές και θεσμικές διαδικασίες προσδοκούν το κράτος να μετατραπεί σε υπεύθυνο και δίκαιο ρυθμιστή μεταξύ αντιμαχόμενων συμφερόντων  και κάπως έτσι, το κράτος μετατρέπεται σε αυτό το όποιο εξύμνησαν οι μικροαστοί, στον ουδέτερο ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής.





Υ.Γ. Κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού, ήρθα αντιμέτωπη με μια μεγάλη ερώτηση. Τι θα γινόταν με αυτή τη ζωή, αν η απόφαση για τη ζωή του βρισκόταν στα χέρια μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; Με άλλα λόγια, είναι κάποιες πτυχές μιας τέτοιας διακυβέρνησης του αστικού κράτους ικανές κριτικής στήριξης και ανοχής; Εμείς όμως δεν είμαστε με τη δημοκρατία τους ούτε τώρα, ούτε τότε, γιατί αυτή είναι που γεννάει και θα γεννάει τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις αυτοκτονίες, τον αγώνα για επιβίωση, τον ατομικό δρόμο που η ζωή λογίζεται με αριθμούς. Τις μέρες που ακουλούθησαν τις 6 Δεκέμβρη, κάποιοι πρότειναν να λήγει σιγά σιγά η αστάθεια και να πάμε σε εκλογές, κάποιοι αναρωτιόντουσαν πώς είναι δυνατόν να πέσει νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση, πολλοί μιλούσαν για υλικές ζημιές και νομιμοποίηση της καταστολής από προβοκάτορες. Αυτοί είναι η κυβέρνησή μας. Κι αυτή τη φορά επέλεξε ως ανώτατη αρχή του τον άνθρωπο που ευθύνεται για τη διαφύλαξη της «δημοκρατίας», όπως είπε η κυρία Κωνσταντοπούλου,  εκείνο το βράδυ που ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έσβησε βίαια στην αγκαλιά του Νίκου Ρωμανού. Μια δημοκρατία που σκοτώνει.



Άννα Β.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Aριστερός πατριωτισμός: τραγωδία ή φάρσα;

Επιτέλους ένα κείμενο που στέκει με το μυαλό στο κεφάλι του... Μέχρι σήμερα κόντευα να πιστέψω πως όλοι οι γύρω μου έχουν πάρει ναρκωτικά.

avanti_maestro


Πηγή:  Μίσος Ταξικό

newego_LARGE_t_1101_54461917
Πίσω στο 2012, σε μια εκδήλωση για την ”άνοδο του φασισμού” και την έκπληξη αρκετών γύρω από αυτό το φαινόμενο, είχε ειπωθεί ανάμεσα στα άλλα πως η αριστερά δεν πρέπει να αφήσει το έθνος στους φασίστες και τους ακροδεξιούς. Και πως το έθνος είναι άλλο ένα σημείο πάλης όπου οι αριστεροί πρέπει να παρέμβουν και να του προσδώσουν διαφορετικό, φιλολαϊκό, νόημα.
Το παραπάνω είναι ενδεικτικό μιας γενικότερης πολιτικής αντίληψης που επικρατεί σε κομμάτια της αριστεράς, ενσωματωμένα πλήρως εδώ και πολλές δεκαετίες στο Κράτος με διάφορους τρόπους. Μια πατριωτική, εθνικιστική αντίληψη που εκπορεύεται (και) μέσα από την ιστορική πρόσδεσή της στους αστικούς θεσμούς. Πως αλλιώς θα αντιλαμβανόταν το έθνος ως κάτι που είναι προς διεκδίκηση από τους φασίστες και τους ακροδεξιούς.
Και αν τότε, αυτή η θέση, αποκρούστηκε από τοποθετήσεις που την αποδόμησαν, σήμερα έρχεται να εισβάλει στην ‘’κεντρική πολιτική ατζέντα’’ και να δικαιωθεί πανηγυρικά.
Η αριστερά που εγκόλπωνε τέτοιες θέσεις είναι πλέον η εξουσία του τόπου και το έθνος απέκτησε την πλατιά αριστερή του νομιμοποίηση.
Έτσι, από τη μια, η ακροδεξιά πατερίτσα των ΑΝΕΛ, ο Καμμένος στο υπουργείο άμυνας και τα στεφάνια στα Ίμια, και από την άλλη οι κυβερνητικές συγκεντρώσεις στήριξης της εθνικής διαπραγμάτευσης.
Η διαδικασία απόσπασης της συναίνεσης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αφεντικών, δεν ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση και το ξεπέρασμα της κρίσης της αντιπροσώπευσης και του τέλους της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία όξυνσης του πατριωτισμού με ‘’αριστερό πρόσημο’’. Σε αυτό το σχέδιο επιστρατεύτηκε τόσο το θέαμα και η αριστοτεχνική μετεκλογική προπαγάνδα της κυβέρνησης όσο η δομημένη από καιρό εθνικιστική ρητορική του ‘’Έθνους υπό νέα γερμανική κατοχή’’ κ.ο.κ.
Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε εθνικό λαϊκό-pop σύμβολο αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές συμπυκνώνοντας θεαματικά την εθνική ονείρωξη των μεσαίων και μικρομεσαίων τάξεων.
Αντίστοιχα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε σύμβολο ‘’λαομίσητο’’ παρουσιαζόμενος ως ναζί που θέλει την καταστροφή της χώρας.
avgi1_3 (1)
Σκίτσο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ”Η Αυγή”
Με αυτό τον τρόπο, τόσο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ‘’διαπραγμάτευση’’ όσο απέκτησε ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση η πολιτική ατζέντα των αφεντικών ενδυόμενη τα εθνικά συμφέροντα.
Η πρώτη φιλοκυβερνητική συγκέντρωση της μεταπολίτευσης που πραγματοποιήθηκε στις 5/2, είχε ως άξονα την κυβερνητική ατζέντα της διαπραγμάτευσης με κεντρικό σύνθημα «Δεν εκβιαζόμαστε, δεν υποκύπτουμε, δεν φοβόμαστε, δεν κάνουμε πίσω, νικάμε». Εννοώντας πως η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός δεν εκβιάζονται αλλά ενωμένοι νικάνε, ως απάντηση στους ‘’εκβιασμούς του τραπεζίτη Ντράγκι’’ και της ΕΚΤ.
Η ουσία, βέβαια, βρίσκεται μακριά από το θέαμα: στον ανταγωνισμό των αφεντικών για πιο πλάνο ανάπτυξης θα επικρατήσει στην Ε.Ε: η συνέχιση της σφιχτής λιτότητας, με κύριο εκφραστή την γερμανική αστική τάξη , που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της ή η φιλανθρωπική ανακούφιση των …λαών από την ‘’ανθρωπιστική κρίση’’ και η χαλάρωση της τόσο σφιχτής λιτότητας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα άλλων αστικών τάξεων στον ανταγωνισμό τους με τη γερμανική -της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης (πάντα στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε).
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής και δεν είναι άλλος από αυτόν της σφοδρής ταξικής υποτίμησης των εργατών πανευρωπαϊκά, έτσι όπως εμείς τη ζήσαμε τα τελευταία χρόνια της εν ελλάδι εκδοχής της καπιταλιστικής κρίσης.
Οπότε είναι απορίας άξιο ποιο ήταν το περιεχόμενο και οι επιδιώξεις των φιλοκυβερνητικών που κατέβηκαν στο σύνταγμα και θα ξανακατέβουν στις 11/2 εφόσον δεν είναι έλληνες (sic) τραπεζίτες.  Είναι δε χαρακτηριστικό πως το κάλεσμα της συγκέντρωσης της 5/2 δημοσιεύτηκε ακόμα και στον καθεστωτικό ηλεκτρονικό τύπο, όπως το έθνος και η ναυτεμπορική.
Η απάντηση είναι πως δεν χρειάζεται να εξεταστεί το καθορισμένο πολιτικό πλαίσιο μιας πράξης και σε τι ακριβώς αυτή προσφέρει υποστήριξη και νομιμοποίηση.
Αρκεί η συναισθηματική επίκληση στις αξίες του έθνους-κράτους, η θυματοποίηση του λαού, η ιστορικιστική αναβίωση των ναζί κατακτητών στα πρόσωπα της γερμανικής κυβέρνησης και βέβαια, το γνήσιο μικροαστικό ένστικτο επιβίωσης, που αγωνιά για την τύχη του ελληνικού κεφάλαιο-κρατικού σχηματισμού και τις προσοδικές κοινωνικές σχέσεις που αυτός εκφράζει και διατηρεί, προκειμένου 7-8 χιλιάδες κόσμου να συγκεντρωθούν έξω από τη βουλή σε μια αναβίωση των αγανακτισμένων. Αυτή τη φόρα, όμως, όχι ενάντια των κακών πολιτικών -μιας και τώρα έχουμε την καλή αριστερή κυβέρνηση, αλλά ενάντια των κακών ξένων δυναστών του έθνους που δεν αφήνουν τις τράπεζές μας να πάρουν ανάσα και υπέρ της κυβέρνησης που προσπαθεί να δώσει τέρμα στα βάσανα του λαού.
Ο Μαρξ έγραψε, συμπληρώνοντας τον Χέγκελ, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία και ύστερα ως φάρσα. Δεν ξέρουμε σε πιο στάδιο επανάληψης της ιστορίας του αριστερού πατριωτισμού είμαστε, αυτό της τραγωδίας ή της φάρσας. Σε κάθε περίπτωση η εποχή για τέτοιου είδους νομιμοποίηση του εθνικισμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Γιατί αν τα ‘’μνημόνια’’, η καταγγελία τους και ο ‘’αντιμνημονιακός αγώνας’’ ήταν το πρώτο μέρος ενός αριστερού πατριωτισμού, η κυβερνητική στήριξη στις εθνικές διαπραγματεύσεις υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και η υπαναχώρηση της ταξικής ανάλυσης έναντι του διαταξικού χυλού, είναι το δεύτερο μέρος. Συμπληρωματικό του πρώτου, σε κάθε περίπτωση.
Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, με βάση την ταξική ανάλυση, η διακηρυγμένη συμμετοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις πατριωτικές συγκεντρώσεις τις 11/2. Εκτός βέβαια και αν τα λαϊκά μέτωπα μπορούν να μεταφραστούν σε πατριωτικά -και κάπως έτσι είναι.
Όπως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η δικαιολόγηση και στήριξη των συγκεντρώσεων αυτών αλλά και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από κάθε είδους και πολιτικής κατεύθυνσης κομματιών του κινήματος.
Από την άλλη, αναρωτιόμαστε που πήγε η περίφημη αριστερή στροφή της κοινωνίας όταν μπροστά στην εθνική διαπραγμάτευσηέφτασαν να συναινούν ακόμα και κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Σαφέστατα, δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια. Αντίθετα βαίνει προς ολοκλήρωση η ιστορική πατριωτική στροφή της αριστεράς. Αναγκαστικά λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στο Κράτος και της ανάληψης καθηκόντων εξυπηρέτησης των συμφερόντων των αφεντικών. Σε καιρούς βέβαια εξαιρετικά επικινδύνους είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε ελλαδικό επίπεδο. Με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά να καλπάζει και την εγχώρια να έχει σταθεροποιήσει την ύπαρξή της εκφραζόμενη στα ποσοστά των ναζί σε αυτά του ποταμιού και της νέας δημοκρατίας. Και σε κάθε περίπτωση στην πολιτική των αφεντικών.
Αντιλαμβανόμαστε έτσι, μετά από τη πρόχειρη σκιαγράφηση του υπάρχοντος πολιτικού πλαισίου, πως οι ευθύνες των επιλογών είναι τέτοιες που δεν γίνεται να λαμβάνονται ελαφρά τη καρδία. Στο όνομα μιας λαϊκής κυριαρχίας ενός λαϊκού μετώπου και μιας εθνικής διαπραγμάτευσης ή μιας οπορτουνιστικής παρέμβασης στα κυβερνητικά πλαίσια των φιλοκυβερνητικών συγκεντρώσεων και ”ζύμωσης” στο χύμα. Το κίνημα των πλατειών δεν ήταν αθώο, πόσο μάλλον η ξεκάθαρη εθνικοπατριωτική αναβίωσή του με κρατική επικύρωση.
Η εργατική τάξη πρέπει να αντιληφθεί την ιστορική παγίδα των αφεντικών και να μην συναινέσει στην πατριωτική διέξοδο από την κρίση προς την ανάπτυξη. Γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την έρημο της σκληρής εκμετάλλευσης και της αβίωτης κοινωνικής συνθήκης για κάθε προλετάριο και προλετάρια.
Το οργανωμένο πολιτικά και συνδικαλιστικά κομμάτι της εργατικής τάξης, πιστό σε μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση οφείλει να καταδείξει τους κινδύνους και τις αντιφάσεις της συγκυρίας και να δουλέψει για την κοινωνική επανάσταση: τη μόνη ρεαλιστική πολιτική.
Μίσος Ταξικό