Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Βερολίνο 1928: Χίτλερ, ένας «κλόουν» που τον αποθεώνουν τα πλήθη



ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ»


του Ντιέγκο Ριβέρα


μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής


Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το κείμενο του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα (περιέχεται στο My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991), που αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βερολίνο του 1928 και τη «γνωριμία» του με τον Χίτλερ.


***



Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.


Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.


Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.


Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.


Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.


Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.


Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.


Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.


Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.


Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.


Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».


«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».


Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.


«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».


Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».


Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».


Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.


Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα).


Η τρελή φαντασία του καλλιτέχνη επιβεβαιώθηκε αργότερα πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.

https://enthemata.wordpress.com/2012/03/18/rivera/

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

ΒΙΟ.ΜΕ. ένα παράδειγμα χωρίς μιμητές



το παρακάτω κείμενο προσπαθεί να αναμετρηθεί με το ερώτημα γιατί στην χώρα μας δεν αναπτύσσεται κίνημα καταλήψεων και αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων, παρότι έχουμε ζωντανό και ακμαίο, το πιο σημαντικό παράδειγμα πανευρωπαϊκά.

Οι περισσότεροι γνωρίζουν την ΒΙΟ.ΜΕ. αποσπασματικά, σαν ένα ακόμη συνεργατικό εγχείρημα επιβίωσης που αναπτύχθηκε μέσα στην κρίση. Ή ακόμη χειρότερα σαν μια ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. που φτιάχτηκε στα πλαίσια της Κ.Αλ.Ο[1]. αυτά τα τελευταία χρόνια ή, ίσως, μόνο από τα φυσικά και οικολογικά προϊόντα που διακινούν οι εργαζόμενοι. Αρκετοί, και μέσα σε αυτούς πολλοί άνθρωποι του κινήματος, αντιλαμβάνονται την περίπτωση της ΒΙΟ.ΜΕ. σαν μια μοναδική κι ανεπανάληπτη συγκυρία όπου συνέπεσαν κάποιες εξαιρετικές συνθήκες κι έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα. Και οι δύο απόψεις, πάντως, συγκλίνουν στην θεώρηση -που τείνει να παγιωθεί μέσα κι έξω από ομάδες κι οργανώσεις- πως η ΒΙΟ.ΜΕ. -είτε είναι κάτι σύνηθες, είτε κάτι σπάνιο- σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποτελεί κομμάτι, πόσο δε μάλλον παράδειγμα, για τους σύγχρονους εργατικούς αγώνες.

Κι όμως· μια σύντομη ματιά στην πεντάχρονη ιστορία της ΒΙΟ.ΜΕ. είναι πράγματι αποκαλυπτική: Οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ. ίδρυσαν το σωματείο τους το 2006, μέσα σε απόλυτη μυστικότητα για να μην γίνουν απολύσεις πριν κατοχυρωθούν συνδικαλιστικά. Η πρώτη μάχη που έδωσε το νέο σωματείο ήταν να πάρει ένσημα και να είναι εργαζόμενος με όλα τα δικαιώματα (και όχι "μαύρος") ο μόνος μετανάστης εργαζόμενος της τότε εταιρίας. Ο εν λόγω εργάτης είναι ακόμα και σήμερα στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Το 2011/12 όταν το ελεγχόμενο από ΠΑΣΚΕ/ΔΑΚΕ σωματείο της μητρικής εταιρείας Φιλκεραμ συναινούσε σε περικοπές και σταδιακό κλείσιμο των εργοστασίων, το σωματείο της ΒΙΟ.ΜΕ. πήρε έναν αχαρτογράφητο για τα ελληνικά δεδομένα δρόμο:
Έχοντας εξαντλήσει πολλά άλλα ενδεχόμενα κατέλαβε το εργοστάσιο, μπλόκαρε την αρπαγή των μηχανημάτων και κάλεσε σε αλληλεγγύη.

Το αρχικό κάλεσμα έπεσε σε πολιτικό και συνδικαλιστικό κενό: Ενώ όλες οι γνωστές αριστερές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος (ΠΑΜΕ, ΣΥΡΙΖΑ κτλ) προσέφεραν υλική υποστήριξη (κυρίως τρόφιμα) στις οικογένειες των εργαζομένων, η ριζοσπαστική πρόταση των εργαζομένων απορριπτόταν συνεχώς. "Αυτά δεν γίνονται εδώ" και "Εδώ δεν είναι Αργεντινή" ήταν η πιο συνηθισμένες απαντήσεις στην πρόταση των εργαζομένων να βάλουν μπρος την παραγωγή στο κατειλημμένο εργοστάσιο. 
Σε πείσμα εχθρών και "φίλων", λοιπόν, οι εργαζόμενοι μαζί με κοινωνικές δυνάμεις που συνάντησαν στον δρόμο τους, σήκωσαν το βαρύ φορτίο της παραγωγής μέσα στην παρανομία, της παραγωγής με μόνο σύμμαχο το τόσο ευμετάβλητο κοινωνικό κίνημα, της παραγωγής χωρίς διαταγές άνωθεν και γι' αυτό χωρίς συνταγές επιτυχίας. 
Και εδώ και 5μιση χρόνια το κάνουν πράξη: Ένα εργοστάσιο παραγωγής αξιοπρέπειας, ένα εργοστάσιο παραγωγής στα χέρια των ίδιων των παραγωγών, ένα ζωντανό αγκάθι αντίστασης σε μια παραγωγή και κατανάλωση που μας θέλει πειθήνιους στρατιώτες δίχως βούληση και σκέψη.

Και δεν είναι μόνο αυτό.  Οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ. έχουν δημιουργήσει το δικό τους Εργατικό Ιατρείο για την ασφάλεια όχι μόνο την δική τους και των οικογενειών τους αλλά και πολλών άλλων εργαζομένων και αλληλέγγυων. Έχουν αποτελέσει κομμάτι του αγώνα που δίνουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες σε αυτό το αφιλόξενο μέρος του πλανήτη, μετατρέποντας μέρος του εργοστασίου σε αποθήκη για τη συλλογή αλληλέγγυου υλικού. Έχουν αποτελέσει παράδειγμα πως δένεται ο εργατικός αγώνας με την κοινή συνύπαρξη στο σωματείο μεταναστών εργαζομένων και ανθρώπων με διαφορετικές έμφυλες ταυτότητες και σεξουαλικές επιλογές. Έχουν συνδράμει πολλές φορές στην κοινή συνύπαρξη στον δρόμο με ότι ζωντανό κινείται στους δρόμους της πόλης. Από τον αγώνα των εργολαβικών του ΑΠΘ, μέχρι την κατάληψη της ΕΡΤ3, από τις καθαρίστριες και τους σχολικούς φύλακες μέχρι τον αγώνα για την Κυριακάτικη αργία και τις απεργίες, από τον αγώνα για να μην ιδιωτικοποιηθεί το νερό μέχρι τις δράσεις για το λιμάνι, ποτέ του δεν έγραψε απουσία το σωματείο της ΒΙΟ.ΜΕ. και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως στις περισσότερες περιπτώσεις πρωτοστάτησε για να ενωθούν αυτοί οι αγώνες στον δρόμο. Μάλιστα με ένα περιεχόμενο αντιεργοδοτικό, ανεξάρτητο κι αυτόνομο. Δράσεις και περιεχόμενο που πλήρωσαν με ξύλο και χημικά από τα ΜΑΤ του ΣΥΡΙΖΑ στην κινητοποίηση που έκαναν στην Αθήνα, μαζί με όλον τον αλληλέγγυο κόσμο, το καλοκαίρι του 2016.

Τι θα λέγατε αν ακούγατε για ένα μακρινό εργοστάσιο, σε μια απόμακρη λατινοαμερικάνικη ζούγκλα ίσως, όπου ένα αξιοπρόσεχτο μείγμα από βιομηχανικούς εργάτες, ντόπιους και μετανάστες, οικογενειαρχών και τρανστζέντερ, γυναικών και ανδρών, νέων και όχι τόσο νέων, έχουν κάνει κατάληψη στο εργοστάσιο που δουλεύανε, το βάλανε μπρος και παράγουν τα δικά τους προϊόντα, συντρέχουν στους τοπικούς αλλά και στους διεθνείς κοινωνικούς αγώνες, βάζοντας μπροστά το ταξικό τους πρόσημο;

Ίσως να διαφωνούσατε με αυτά που λέει πχ ο Τσαραμπουλίδης[2] και η κραταιά πλειοψηφία της ΠΑΣΚΕ στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, που χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους της ΒΙΟ.ΜΕ. "ζητιάνους" στηρίζοντας το σωματείο της Φίλκεραμ που ζητάει -και δικαστικά- την έξωση των εργαζομένων και των πλειστηριασμό του εργοστασίου. Ή ίσως να διαφωνούσατε με τις αλλεπάλληλες ερωτήσεις του Ποταμιού μέσω του (τότε) βουλευτή του Χάρη Θεοχάρη (δες εδώ) στη Βουλή που απαιτεί το ίδιο ακριβώς.

Ίσως να γεμίζατε από αγανάκτηση ή και αηδία από την συνεχόμενη κοροϊδία των κυβερνητικών "αριστερών" που όσο βρίσκονταν στην αντιπολίτευση μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για το εγχείρημα, προσπαθώντας να εκμαιεύσουν -όπως έκαναν από παντού- "αγωνιστική νομιμοποίηση", ενώ τώρα που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας όχι μόνο έχουν την ίδια ακριβώς στάση με την κυβέρνηση Σαμαρά στο ίδιο θέμα, αλλά κερνούν ξύλο και χημικά στους εργαζόμενους μόλις εμφανιστούν κάτω από τα υπουργεία τους... Ίσως όμως να μην περιμένατε την, για μια ακόμη φορά, εθνικά υπεύθυνη στάση του ΚΚΕ που αφού αφιέρωσε πάνω από 30 σελίδες σε τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης να αποδείξει ότι η "αυτοδιαχείριση" είναι κάτι κακό για τους εργάτες (δες εδώ), έκανε και το κατιτίς του στη Βουλή για να επιδιώξει και αυτό το κλείσιμο του αγώνα (δες εδώ).

Με τις παραπάνω στάσεις και θεωρήσεις θα πρέπει κανείς να αναμετρηθεί όχι μόνο κάθε φορά που υπερασπίζεται τη ΒΙΟ.ΜΕ. (άλλωστε οι εργαζόμενοι έχουν δείξει πολλές φορές πως στέκονται τόσο καλά στα πόδια τους που δεν έχουν ανάγκη κανέναν από δαύτους), αλλά κυρίως κάθε φορά που σ' έναν εργατικό χώρο προκύπτει το ερώτημα του αγώνα: Δεκάδες περιπτώσεις κλεισίματος επιχειρήσεων, μικρών και μεγάλων, σκόνταψαν ακριβώς στο ίδιο σημείο. Είτε ΠΑΣΚΕ/ΔΑΚΕ είτε ΠΑΜΕ, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες μπλόκαραν το ενδεχόμενο της κατάληψης του χώρου εργασίας: Στον Πετζετάκη, δυνάμεις του ΕΚΘ και μάλιστα του ΣΥΝ έπεισαν τους εργαζόμενους να μην προχωρήσουν, στην ΣΕΚΑΠ δυνάμεις της ΔΑΚΕ/ΠΑΣΚΕ είπαν να περιμένουν τον ελληνορώσο επενδυτή, στην ΑΓΝΟ τα ίδια. Στου Κατσέλη ο πρόεδρος του σωματείου (ΠΑΜΕ) δήλωσε πως "Δεν θα γίνουμε ΒΙΟ.ΜΕ." και τα... κατάφερε, στην ΕΛΒΟ συνδράμοντας σε ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ, το ΠΑΜΕ δήλωσε στη γενική συνέλευση πως "Η κατάληψη δεν είναι μέσα στην κουλτούρα του εργατικού κινήματος". Στους "Ρομπέν του ξύλου" στη Βέροια, σε ότι πιο κοντινό με τη ΒΙΟ.ΜΕ. έχουμε δει σε προσπάθεια, τα ίδια τα αφεντικά αναμίχθηκαν χωρίς μεσάζοντες, διαλύοντας στην ουσία εν τη γένεσή της την προσπάθεια. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι εργαζόμενοι και οι αλληλέγγυοι της ΒΙΟΜΕ ήρθαν σε επαφή με τους εργαζόμενους προσπαθώντας να προτάξουν την κατάληψη των μέσων παραγωγής και την αυτοδιαχείριση στο χώρο εργασίας όχι ως απλά ως έναν τρόπο να ξεπεραστεί πρόσκαιρα η κρίση, αλλά ως το μόνο δρόμο για πραγματικά αξιοπρεπή εργασία και χειραφέτηση.

Είναι πραγματικά δεκάδες οι περιπτώσεις που γνωρίζουμε και ίσως πολλές περισσότερες οι περιπτώσεις που δεν φτάσανε στ' αυτιά μας όπου η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μπορεί να φτάνει -το πολύ- ως την απεργία αλλά αγωνίζεται μανιασμένα ενάντια στην κατάληψη και την αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής. Τις περισσότερες φορές υπάρχουν κάποια επιχειρήματα που εμφανίζονται ξανά και ξανά:

1. Για τη ΒΙΟ.ΜΕ.:"Είναι παράνομοι"/ "Έχουν κυβερνητική στήριξη". Μερικές φορές -σε πιο υποψιασμένα ακροατήρια- εμφανίζεται και το "στην Αργεντινή έχουν ειδικούς νόμους". Λένε πως η μισή αλήθεια είναι ένα ολόκληρο ψέμα. Και αυτήν την τέχνη η γραφειοκρατία την κατέχει καλά. Ο αγώνας της ΒΙΟΜΕ είναι τυπικά και αστικά "εκτός νόμου". Γιατί λοιπόν δεν μπήκαν ούτε τα ΜΑΤ του Σαμαρά, ούτε τα ΜΑΤ του Τσίπρα να διαλύσουν το εργοστάσιο; Στήριζε κι ο Σαμαράς τη ΒΙΟΜΕ όπως λένε κάποιοι για τον Τσίπρα; Η απάντηση είναι απλή και είναι μπροστά μας: Η κοινωνική νομιμοποίηση που έχει πετύχει ο αγώνας είναι τόσο μεγάλη και τόσο πλατιά που σε στιγμές που δοκιμάστηκε είδαμε κινητοποιήσεις από την Θεσσαλονίκη μέχρι το Παρίσι και το Σαντιάγο της Χιλής. Η κοινωνική κατακραυγή και το ηθικό/πολιτικό κόστος που έχει να πληρώσει όποιος τολμήσει να τα βάλει με το εγχείρημα είναι η μόνη ασπίδα προστασίας στον αγώνα και είναι η πλέον αποτελεσματική. Όσο για την Αργεντινή αρκεί να πούμε ότι οι πρώτοι νόμοι που αναφέρουν για πρώτη φορά τις «Ανακτημένες επιχειρήσεις» όπως ονομάζουν τα κατειλημμένα εργοστάσια εκεί, ψηφίστηκαν 11 χρόνια μετά το ξέσπασμα του κινήματος και με πάνω από 18 χιλιάδες ανθρώπους να εργάζονται σε αυτά. Είναι δηλαδή αποτέλεσμα σκληρού και μακροχρόνιου αγώνα.
2. "Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε έτσι" . Κι όμως η πραγματικότητα είναι για τους χιλιάδες απολυμένους αυτών των επιχειρήσεων ότι στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν θα δουν δεκάρα τσακιστή από τις πτωχευμένες επιχειρήσεις, θα παραμείνουν άνεργοι για καιρό αν δεν χρειαστεί να μεταναστεύσουν. Λογικά το ερώτημα θα έπρεπε να ήταν: "Αν φύγουμε από εδώ, πως θα επιβιώσουμε;", όμως με μια εξαιρετική τακτική παραπληροφόρησης η γραφειοκρατία αντιστρέφει το ερώτημα.
3. "Με τι κεφάλαιο;" Αριστεροί και δεξιοί, όλων των τάσεων δείχνουν να συναντιούνται σε αυτό το επιχείρημα, καθώς "κακά τα ψέματα, μέσα στον καπιταλισμό χωρίς κεφάλαιο, δουλειά δεν κάνεις". Εδώ αγνοούν επιδεικτικά πως το μόνο "κεφάλαιο" που χρειάζονται είναι τα ίδια τα μέσα παραγωγής, που αρνούνται να καταλάβουν, ενώ από την άλλη το βασικό "εμπόρευμα των εμπορευμάτων" είναι τα ίδια τα εργατικά τους χέρια. Αγνοούν και τη στήριξη της αλληλέγγυας κοινωνίας που από την πρώτη στιγμή βοήθησε τη ΒΙΟΜΕ με τη μεγάλη συναυλία για τη συγκέντρωση του αρχικού κεφαλαίου εκκίνησης της παραγωγής και τις δεκάδες εκδηλώσεις πανελλαδικά και πανευρωπαϊκά για την οικονομική ενίσχυση του εγχειρήματος. Επίσης, κρατούν τα αυτιά τους κλειστά στις προτάσεις της ΒΙΟΜΕ για έμπρακτη δικτύωση των κατειλημμένων εργοστασίων  και συνεργατικών εγχειρημάτων μέσω δημιουργίας κοινού ταμείου αλληλοβοήθειας και αλληλέγγυου δικτύου αποθήκευσης και διανομής προϊόντων μεταξύ αυτών.
4. "Κι όλα αυτά για να παίρνουμε τρείς κι εξήντα;". Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το παράδειγμα της ΒΙΟ.ΜΕ. δεν έχει καταφέρει να φτάσει το επίπεδο των μισθών προ κρίσης, παρότι έχει κάνει και νέες εντάξεις εργαζομένων στο εγχείρημα και παρότι έχει, πλέον, και πρατήριο στην Αθήνα (κι όλα αυτά πάντα χωρίς να έχει εισπράξει η ΒΙΟ.ΜΕ. ακόμα δεκάρα από τα κλεμμένα μεροκάματα από την πρώην εργοδοσία, και χωρίς φυσικά καμία επιδότηση κρατική ή διακρατική παρά μόνο βασιζόμενη στον ιδρώτα των εργαζομένων και την αλληλεγγύη της κοινωνίας.) μια ματιά στην κοινωνική πραγματικότητα διαψεύδει κάθε τέτοιο επιχείρημα. Σήμερα σε δουλειά 8ώρου, πολλές φορές χωρίς διάλειμμα και κάποιες και χωρίς Κυριακές, με ένταση που σπάει κόκαλα πληρώνεται στην αγορά 580 ευρώ καθαρά. Μπορεί κανείς να συγκρίνει τις ασύγκριτα καλύτερες εργασιακές συνθήκες στη ΒΙΟ.ΜΕ. με την ευκολία στην διαχείριση των ωραρίων, τα διαλλείματα, την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη, με το καθημερινό βάσανο που αντιμετωπίζουν όσοι εργαζόμαστε σε δουλειές με αφεντικό; 

Συνοπτικά αν πρέπει να καταδειχτεί ένας μεγάλος ένοχος γιατί παρότι ένα τεράστιο κομμάτι της εργατικής τάξης, κινητοποιήθηκε μέσα στα χρόνια της κρίσης και παρότι έκλεισαν σαν χιονοστιβάδα μικρές και μεγάλες παραγωγικές μονάδες τα κατειλημμένα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια στην χώρα είναι μόλις ένα, είναι σίγουρα οι δυνάμεις που δεσπόζουν στον συνδικαλιστικό χώρο. ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΠΑΜΕ και ΣΥΡΙΖΑ, από το μετερίζι του ο καθένας μπλόκαραν, έριξαν τόνους ψέματος, σύγχυσης και σταμάτησαν εν τη γένεσή τους παρόμοια φαινόμενα. Είναι ίσως, από την άλλη, ένα μικρό θαύμα που κατόρθωσαν να εντάξουνε στην κατηφόρα της καταστροφής και τους εργαζόμενους της ΒΙΟ.ΜΕ.

Είναι ένα μικρό θαύμα, γιατί ακόμη και σήμερα, από τις πολίτικες δυνάμεις εκτός των τειχών, ελάχιστες συνδράμουν στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες με ορίζοντα την αυτοδιεύθυνση της παραγωγής και τον εργατικό έλεγχο. Ακόμη πιο λίγες από αυτές είναι που ασχολούνται ακόμη με την ταξική πάλη και δεν φτιάχνουν σχέδια επι χάρτου για επόμενες εκλογικές συμμαχίες, στα οποία σχέδια ο «εργατικός έλεγχος» δεν είναι παρα ένα ακόμη μπούλετ για να γεμίσει το εκλογικό πρόγραμμα. Ακόμη και σε αυτές τις δυνάμεις, όμως, η κατάληψη του μέσου που δουλεύουμε, φαντάζει στις σημερινές συνθήκες, όνειρο μακρινό και ουτοπικό. Ένας ακραίος ορίζοντας που δεν τολμούν να το σκεφτούν και να το προτείνουν στον χώρο που εργάζονται. Κι όμως χωρίς έναν τέτοιο πρακτικό, άμεσο, δραστικό ορίζοντα πως μπορούν να αναπνεύσουν οι μικροί και μεγάλοι αγώνες αντίστασης;

Ανακεφαλαιώνοντας:   

Οι εργαζόμενοι της Συνεργατικής της ΒΙΟΜΕ έχουν κατορθώσει να επιβιώνουν εδώ και 5μιση χρόνια από τη δουλειά τους, καθορίζοντας οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται και μοιράζονται πλεονάσματα και ζημίες. Δεν έπεσαν στην κατάθλιψη που φέρνει η μακροχρόνια ανεργία, αλλά αποτέλεσαν παράδειγμα για όλον τον πληττόμενο κόσμο της εργασίας. Καταφέρνουν με σταθερό ρυθμό να αυξάνουν το μεροκάματό τους απέναντι στις εξαντλητικές μειώσεις που παρατηρούνται σε όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Εντάσσουν συνεχώς νέα μέλη ως εργαζόμενους στο Συνεταιρισμό που έχουν ιδρύσει, ενώ στην αγορά οι απολύσεις έχουν γίνει κανόνας. Αναπτύσσουν συνεχώς νέα προϊόντα για όλες τις ανάγκες του λαϊκού νοικοκυριού και βελτιώνουν συνεχώς τα ήδη υπάρχοντα αντί να ρίχνουν την ποιότητα στο βωμό του κέρδους όπως συμβαίνει στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Τέλος, δουλεύουν με στόχο την αύξηση των θέσεων εργασίας και την κοινωνική προσφορά κόντρα στη λογική του  «αρπακτικού» που μας έχει συνηθίσει – προ και μετά κρίσης – η «ελληνική επιχειρηματικότητα».

 Τελικά, όμως, τα ερωτήματα που οφείλουμε να θέσουμε –στα σοβαρά- στο εργατικό κίνημα που θα αναμετρηθεί με τις βάρβαρες πολιτικές του κεφαλαίου είναι:
Μπορεί να υπάρξει επιτυχημένος εργατικός εκβιασμός χωρίς την απειλή της κατάληψης των μέσων παραγωγής; Είναι η κατάληψη των μέσων παραγωγής το αμέσως επόμενο βήμα σε μια απεργία διαρκείας; Μπορεί να υπάρξει μακροχρόνιος εργατικός και κοινωνικός αγώνας που να μην στηρίζεται σε δικούς του –ανεξάρτητους- οικονομικούς πόρους; Μπορεί να υπάρξει οποιασδήποτε μορφής κοινωνική ανατροπή που να μην έχει έναν από τους βασικούς της πυλώνες την εργατική αυτοδιαχείριση της παραγωγής και τον κοινωνικό έλεγχο στο σύνολο της οικονομίας;

Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, οφείλουμε να ξαναφέρουμε στο επίκεντρο των εργατικών αγώνων και αγωνιών το παράδειγμα της ΒΙΟ.ΜΕ. Όχι για να μιλήσουμε απλά για την ανάγκη στήριξης του εργοστασίου, αλλά σήμερα να μιλήσουμε για την ανάγκη να αρπάξει αυτό το παράδειγμα το μαχόμενο εργατικό κίνημα και να το κάνει σημαία του. Να είναι η έμπρακτη διαρκής απειλή στα λοκ-άουτ των εργοδοτών, στις απολύσεις και στην περιθωριοποίηση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας. Να εμπλουτίσει την φαρέτρα με τα όπλα μας, που δεν σταματούν, ούτε εξαντλούνται στην απεργία και το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής παραγωγής αλλά πάνε ένα βήμα παραπέρα στο ξεπέρασμα της μέσα από την παραγωγή στα δικά μας χέρια. Όπως εκεί στη Θεσσαλονίκη, σε αυτούς τους «τρελούς», εκεί στη ΒΙΟ.ΜΕ….



ΥΓ. Οι μήνες που ανοίγονται μπροστά μας είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι. Το εργατικό και κοινωνικό κίνημα θα αναμετρηθεί τόσο με την εξωτερική επιθετικότητα του ελληνικού κεφαλαίου και πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς που θα επιδιώξει, ποτίζοντας το εσωτερικό με εθνικά «οράματα» και μεγαλοϊδεατισμό, όσο και με την εσωτερική ταξική επιθετικότητα που απαιτεί το «τέλος» των μνημονίων να ισοδυναμεί με κοινωνικό και πολιτικό γύψο, είτε έχει μπλε είτε ροζ κυβερνήσεις στο τιμόνι. Οι κοινωνικές αναταραχές που έχουμε μπροστά μας δεν θα μοιάζουν με τίποτα με τη «νηνεμία» των τελευταίων ετών. Τα παραδείγματα αγώνα όπως της ΒΙΟ.ΜΕ. θα μας είναι, όπως και σήμερα έτσι και αύριο, ιδιαίτερα χρήσιμα… 

avanti_maestro







[1] Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία
[2] Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης και στέλεχος της ΠΑΣΚΕ

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Ανοιχτό κάλεσμα για τη συγκρότηση ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ στη Θεσσαλονίκη.



«Ειρήνη στις καλύβες, πόλεμος στα παλάτια»
σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης

Αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία των κρίσεων του οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε, δεν είναι άλλο πως ελίτ κι αφεντικά, κράτη και καπιταλιστές, δεν έχουν αποτελεσματικότερο δρόμο για να ξεπεράσουν τις κρίσεις τους, από την ισοπέδωση και την καταστροφή των ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων, με κάθε μέσο. Αυτήν την καταστροφή, που την βιώνουμε στην Ελλάδα σαν ένα διαρκές αντεργατικό-αντικοινωνικό πραξικόπημα, έχει την ολοκληρωτική της μορφή έτσι όπως που την βιώνουν ήδη δεκάδες λαοί στις κοντινές μας χώρες, από την Ουκρανία, μέχρι τη Συρία και την Παλαιστίνη: τον πόλεμο. Ένας πόλεμος που έχει ταξικά αίτια, και συντριπτικά-καταστροφικά αποτελέσματα στις υποτελείς τάξεις όπου γης.

Απέναντι στην βαρβαρότητα, που κράτη και κυβερνήσεις υπηρετούν με συνέπεια, απέναντι στην ολοένα και μεγαλύτερη απειλή του πολέμου που πλησιάζει και στη χώρα μας, απέναντι στην υποταγή και την εξαθλίωση που κηρύσσει ο σύγχρονος καπιταλισμός και ο ολοκληρωτικός κοινοβουλευτισμός, απαιτείται από την πλευρά μας η ανάπτυξη ενός κινήματος με σαφή αντιπολεμικό, διεθνιστικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Ένα μαζικό κοινωνικό, ταξικό ρεύμα, που θα βάλει φραγμό και θα ανατρέψει τον εθνικισμό και τον φασισμό που προλειαίνει το έδαφος για τις πολεμικές αναμετρήσεις για τις οποίες προετοιμάζεται και το ελληνικό κράτος. Ένα κίνημα εργαζομένων, ανέργων και φαντάρων που θα αγκαλιάσει κάθε πλευρά της κοινωνίας, ακόμη και μέσα στον στρατό, με πρόταγμα την ταξική ενότητα και την αδελφοσύνη των λαών κόντρα στα σχέδια των υπερεθνικών και εθνικών συμφερόντων του κεφαλαίου. Ένα κίνημα μεταναστών και ντόπιων που θα προτάσσει μέσα από τις δράσεις του το σύνθημα "Δεν πολεμάμε για τα συμφέροντα τους-αγωνιζόμαστε για την ανατροπή τους".

Σ' ένα τέτοιο κίνημα συμβάλλει, εδώ και πάνω από 20 χρόνια, η Αντιπολεμική Διεθνιστική Κίνηση και το Δίκτυο Ελεύθερων Φαντάρων "Σπάρτακος". Με αδιάκοπη παρουσία μέσα κι έξω από τα στρατόπεδα της χώρας, υποστηρίζοντας τον αγώνα των κληρωτών φαντάρων για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη ακόμη και μέσα στην μηχανή του πολέμου που ονομάζεται στρατός. Με συνεχείς δράσεις και αποκαλύψεις ενάντια στον αντικοινωνικό και επιθετικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με αγώνες μέσα κι έξω από τα σύνορα.

Σε αυτή την προσπάθεια θέλουμε να συμβάλλουμε κι εμείς στη Θεσσαλονίκη, με τη συγκρότηση μόνιμης συνέλευσης της Αντιπολεμικής Διεθνιστική Κίνησης στην πόλη μας.

Ανοιχτή συνέλευση, όπου θα παρουσιαστεί η πολύχρονη δράση της Αντιπολεμικής Διεθνιστική Κίνησης και θα σχεδιάσουμε όλοι και όλες μαζί τις επόμενες κινήσεις μας,
το Σαββάτο 24 Οκτωβρίου στις 7 το απόγευμα στο Στέκι Μεταναστών (Ερμού και Βενιζέλου)

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η τρομοκρατία τους είναι πιο βαθιά από το Ναι και το Όχι. Το ίδιο θα πρέπει να είναι και η απάντηση μας.

Παρακολουθώντας της τελευταίες ημέρες τον βόθρο των καναλιών όπου μονότονα επαναλαμβάνεται η τρομοκρατία των αφεντικών, δεν μπορεί κανείς παρά να ανησυχεί στην απουσία σοβαρής και σταθερής απάντησης στα συγκεκριμένα που θέτουν. Γιατί αλίμονο αν η απάντηση στο ερώτημα "Θα κλείσουν οι τράπεζες", "Θα κλείσουν τα μαγαζιά", "Θα κλείσουν οι παραγωγικές μονάδες", "Θα φύγουν οι επενδυτές" αφεθεί στα χέρια των ανθρώπων που ακόμη κι αν καλούν στο Όχι στο δημοψήφισμα απαντούν με τα ίδια κριτήρια, δηλαδή πως "Θα μείνουν ανοιχτά όλ' αυτά" υπονοώντας με σαφήνεια πως θα μείνουν, όχι μόνο ανοιχτά, αλλά και στις ίδιες απάνθρωπες καπιταλιστικές σχέσεις που διέπουν την λειτουργία τους, που τσακίζουν τις ζωές μας.

Με αυτή την έννοια, στις προκλήσεις των αφεντικών ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε, να τραφούμε, να καλύψουμε τις βασικές μας ανάγκες χωρίς αυτούς, χωρίς το κράτος τους, χωρίς τους υπερεθνικούς και εθνικούς θεσμούς τους, χωρίς τη βουλή και τη θέληση τους, χρειαζόμαστε σήμερα ένα συνεκτικό πρόγραμμα πάλης που να απαντάει ακριβώς απέναντι στο βασικό ερώτημα, όχι του δημοψηφίσματος, αλλά της εποχής μας. Χρειαζόμαστε σήμερα, λοιπόν, μια συνεκτική και σοβαρή, ρεαλιστική πρόταση ανάληψης της ευθύνης απέναντι στην εξαθλίωση και την ανεργία, από τις υποτελείς τάξεις, για τις ίδιες και μόνο γι' αυτές.

Η απάντηση, προγραμματικά, μπορεί να συνοψίζεται στο εξής: Εαν δεν μπορείτε εσείς, αν δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς το ευρώ ή τη δραχμή σας, χωρίς τα χρηματιστήρια σας, χωρίς τις πιστωτικές σας κάρτες, χωρίς την ιδιοκτησία σας να αυγατίζει από τον μόχθο μας στους τραπεζικούς σας λογαριασμούς, χωρίς τις τράπεζες σας, τότε μπορούμε εμείς. Εμείς, οι υποτελείς τάξεις, τα στρώματα των ανέργων και των εργαζομένων, των μεταναστών και των ντόπιων, των φτωχών και των εξαθλιωμένων, μπορούμε και επιβάλλεται να απαλλοτριώσουμε όλες τις παραγωγικές δομές, το ρεύμα, την ενέργεια, το νερό, την υγεία, τη παιδεία, τα τρόφιμα, τις επικοινωνίες, την ενημέρωση στο όνομα όλων αυτών που πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση, στα χέρια αυτών των ιδίων που οι ανάγκες τους επιβάλλουν να πάρουν αυτόν τον πλούτο και να τον μετασχηματίσουν προς όφελος των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας. "Δεν μπορείτε εσείς, μπορούμε εμείς", λοιπόν, για μια νέα αρχή.

Τα καθήκοντα που εκπορεύονται από μια τέτοια προγραμματική πρόταση, είναι βαριά και δύσκολα, αλλά αναγκαία. Οφείλουμε, το σύνολο των ταξικών αγώνων, ακόμη κι όταν υπερασπίζονται όσα τελευταία "κεκτημένα" των παρελθόντων γενεών έχουν απομείνει, να στοχεύουν και να οδηγούν τους αγώνες στην κατάληψη των μέσων παραγωγής. Ακόμη και στον δίκαιο αγώνα για την υπεράσπιση του μισθού, των συμβάσεων, του ωραρίου, της ασφάλισης κτλ, οφείλουμε να καταδεικνύουμε ότι όσο παραμένουμε εξαρτημένοι μέσα στη μισθωτή σχέση εργασίας, όσο βασίζουμε την επιβίωση μας στην επιβίωση της εταιρείας ή του μηχανισμού που εργαζόμαστε, τόσο γινόμαστε ακόμη πιο ευάλωτοι στις διαθέσεις και στις επιλογές τους, τόσο χαντακώνουμε την όποια πιθανότητα πραγματικής ρήξης με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην δυνατότητα επιβίωσης του, πάντα σε βάρος της δικής μας επιβίωσης, σε βάρος της ζωής μας.

Οφείλουμε ακόμη να ενισχύσουμε, σήμερα και όχι στο μακρινό αύριο, τις δομές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, τις ελάχιστες αλλά υπαρκτές δομές κατάληψης και αυτοδιαχείρισης, οφείλουμε να υπερασπιστούμε σαν κόρη οφθαλμού τα παραδείγματα αγώνα που βάζουν ένα βήμα ψηλότερα τον πήχη για όλους τους υπόλοιπους αγώνες. Όπως έγινε στη ΒΙΟΜΕ, έτσι και σε όλες τις επιχειρήσεις και βιομηχανίες που τα αφεντικά απειλούν με κλείσιμο, ιδιωτικοποίηση ή έχουν ήδη κλείσει, όπως πχ στη ΔΕΛΤΑ, στη ΔΩΔΩΝΗ, στη ΣΕΚΑΠ, στην ΕΛΒΟ, στους οργανισμούς ύδρευσης. οφείλουμε να σπείρουμε τον σπόρο της αμφιβολίας για την ευημερία που υπόσχονται οι διάφορες πλευρές του κεφαλαίου, είτε μέσα είτε έξω από την ευρωζώνη. Οφείλουμε, αν πραγματικά εννοούμε αυτά που λέμε, να παλέψουμε να πειστεί ο κόσμος της εργασίας πως μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αφεντικά και ότι μάλιστα αυτή η επιλογή είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση απέναντι σε όλα τα διλήμματα και τους εκφοβισμούς που το σύστημα πεισματικά προτάσσει.

Είναι αλήθεια ρεαλιστικό να περιμένουμε "ανάπτυξη" είτε ροζ είτε μπλε, όταν γνωρίζουν όλοι βαθιά μέσα τους πως η ανάπτυξη αυτή απαιτεί μισθούς Ινδοκίνας; Είναι αλήθεια ρεαλιστικό να στηρίζουμε επιλογές ανάκαμψης "της χώρας" όταν αυτή η ανάκαμψη περνάει μέσα από την εξαθλίωση εκατομμυρίων πληβείων; Είναι ρεαλιστικότερο μήπως να βάζουμε στην ίδια πρόταση τις "επενδύσεις που έρχονται" και τους μισθούς και την ασφάλιση μας, όταν κάθε νοήμων νους αντιλαμβάνεται ότι το κεφάλαιο επενδύει μόνο όταν μπορεί να είναι κερδοφόρο από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας μας; Ή μήπως είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε την μείωση ή και την εξαφάνιση της ανεργίας την στιγμή που γνωρίζουμε όλοι ότι η δομική ανεργία είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος για τα αφεντικά να κρατάνε τα κεφάλια μας κάτω και τους μισθούς κάτω από το όριο της επιβίωσης;

Ψεύδονται, λοιπόν, και αυταπατώνται οικτρά, όσοι τεμαχίζουν τον αγώνα μας και τον βάζουν στα σκαλοπάτια της θεωρίας των σταδίων. Αυτοί που "παίζουν με τις αντιθέσεις", αλλά από την άλλη βάζουν στον πάγο τα αναγκαία βήματα αυτοοργάνωσης της τάξης μας μπροστά στο πιο σημαντικό της καθήκον. Που ακόμη και τώρα απαντούν "εθνικά και θεσμικά" με τα όπλα και τα επιχειρήματα του αντιπάλου, που μεταθέτουν τα ερωτήματα από την βάση της οικονομίας που εκεί έτσι κι αλλιώς βρίσκονται, σε ερωτήματα "διακρατικών σχέσεων". Που βλέπουν το δέντρο της αποδέσμευσης από το υπερεθνικό κράτος της ΕΕ, αλλά χάνουν το δάσος της αποδέσμευσης από τα δεσμά του κεφαλαίου σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Γιατί ακόμη κι αν δεχτούμε πως θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος, τις αντιθέσεις μέσα στο αντίπαλο μπλοκ, θα πρέπει να κατανοήσουμε, πως αυτό απαιτεί πρώτα να υπάρχει συγκροτημένο και στα πόδια του, το δικό μας μπλοκ, η δική μας ταξική οργάνωση με δίχτυ ασφαλείας στις εξαθλίωση που πρέπει άμεσα να οικοδομήσουμε. Αυτό ακριβώς είναι που λείπει τόσο πολύ σήμερα. Ειδάλλως θα συντριβούμε κάτω από τις μυλόπετρες των αντιθέσεων τους.

Αν μάθαμε κάτι από τα διαβάσματα μας, την ιστορία και την επαναστατική θεωρία, είναι πως τα στάδια και τα μισά βήματα μπροστά συνοδεύονται συνήθως από πολλά βήματα προς τα πίσω. Αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε την ιστορική εμπειρία, που δυστυχώς ή ευτυχώς είναι μεγάλη, ίσως θα έπρεπε να επαναλάβουμε τα λόγια ενός εμβληματικού κειμένου της θεωρίας μας: "πως δεν ντρεπόμαστε για τις προθέσεις μας" αλλά και πως "δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε, παρά μόνο τις αλυσίδες μας". Σήμερα είναι αναγκαίο όσο ποτέ, ένα μαζικό, πλατύ και αποφασισμένο εργατικό ρεύμα, κατάληψης των μέσων παραγωγής με σύνθημα την κατάληψη, την αντίσταση αλλά και την παραγωγή από εμάς για εμάς και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουμε για την κατάρρευση του συστήματος, οργανώνοντας παράλληλα όλες τις αναγκαίες δομές, ώστε η κατάρρευση αυτή να μην συμπαρασύρει τις υποτελείς τάξεις, αλλά αντιθέτως να ανοίξει τον δρόμο μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης. Αυτήν την κατάρρευση που τρέμουν σήμερα οι κυρίαρχοι, που την χρησιμοποιούν για να φοβίσουν τους πληβείους, για να τρομοκρατήσουν τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους και τους νέους, εμείς δεν θα πρέπει να την φοβόμαστε. Το εργατικό και κοινωνικό κίνημα όχι μόνο δεν θα πρέπει να φοβηθεί αλλά αντιθέτως να πάρει αυτόν τον φόβο, τον φόβο για τα κλειστά supermarket, τον φόβο για τις κλειστές τράπεζες,τον φόβο για τις κλειστές επιχειρήσεις, "να τον κάνει μαντήλι στο λαιμό" και να προχωρήσει μαζί του μέχρι τέλους σε μια αναμέτρηση που διαρκώς φαίνεται να πλησιάζει. Άλλωστε όπως έγραφαν και οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ σε πρόσφατο πανό τους " Δεν μας έχετε ανάγκη για να καταστραφείτε, δεν σας έχουμε ανάγκη για να σωθούμε".


ΥΓ. Για όσους/ες διάβασαν αυτό το κείμενο με μόνη τους έγνοια τι θα ρίξω στην κάλπη την Κυριακή, να πω πως θα ψηφίσω Όχι με βαριά καρδιά και το μαχαίρι στο λαιμό. Βαριά καρδιά γιατί αυτό το Όχι το καρπώνεται, το ερμηνεύει και το διαμορφώνει αυτός που έβαλε το ερώτημα, γιατί δεν συνοδεύεται σήμερα κι όλας από έμπρακτες αγωνιστικές πρακτικές που να ξεκαθαρίζουν όλα τα παραπάνω πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ασχέτως των αγνών προθέσεων πολλών φίλων και συναγωνιστών. Όμως δεν μπορώ να αγνοήσω πως στους σημερινούς αλλά και αυριανούς αγώνες μας, τους αγώνες της επιβίωσης απέναντι στην αδηφάγο ιδιοκτησία του κεφαλαίου, δεν θα δώσω άλλο ένα από τα χιλιάδες στρεβλά επιχειρήματα στους νοικοκυραίους και στο καθεστώς να μας κουνάν το δάχτυλο με μια καταστροφική υπερψήφιση του εθελοδουλικού Ναι. Αυτό το επιχείρημα είναι αρκετό να με πάει στην κάλπη μετά από περίπου μια δεκαετία. Από εκεί και πέρα όμως, πρέπει να μιλήσουν οι πράξεις.


Χρήστος Μανούκας

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ


Σκέψεις ατάκτως ερριμένες

pic 



Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί επανάσταση σήμερα όχι, αύριο μπορεί, μεθαύριο όμως σίγουρα!

Για μια επανάσταση δεν υπάρχουν οι όροι. Αυτό το συμφωνήσαμε εκ προοιμίου. Το επίπεδο συνείδησης είναι χαμηλό και οι συνθήκες ανώριμες.

Η διαλεκτική της ιστορίας βέβαια θέλει το υποκείμενο να διαμορφώνει και να διαμορφώνεται από ρήξεις και επαναστατικές τομές και δεν θεωρεί την ιστορική πρόοδο σαν μεταφυσικά αδιαμφισβήτητη διαδικασία. Ως εκ τούτου, η επαναστατική διαλεκτική δεν  θεωρεί την ιστορία προοδευτική διαδικασία επίτευξης μεσοπρόθεσμων στόχων. Συνεπώς, όταν δεν αδράττει κανείς την ευκαιρία των εκδηλώσεων των τάσεων ρήξης και χειραφέτησης ή ακόμα όταν καταγγέλει σ’ αυτές έναν ανορθολογισμό αντιβαίνοντα στον ρεαλισμό, περιφρουρώντας λυσσαλέα την πραγματικότητα που διακηρυκτικά θέλει να υπερβεί, πώς μπορεί να μιλά για έλλειψη συνθηκών;

Όμως, ποιος θα κάνει αυτήν την τομή; Εγώ; Εσύ; Ή ο διπλανός που δέχεται τα πάντα με σκυμμένο το κεφάλι; Αυτά φαίνεται να σκέφτονται όλοι όσοι συμφωνούν πως οι όροι μιας ρηξιακής πολιτικής είναι ασυσσώρευτοι. Η διαφύλαξη του αστικού κράτους στην παρούσα φάση ίσως είναι η μόνη επιλογή κι αυτό φαίνεται από την πολιτική κριτική από τις δυνάμεις αυτές που αποκαλούμε προοδευτικές, που μένουν στην ανάδειξη του κακού προσήμου της ίδιας και απαράλλαχτης οικονομικής διαδικασίας της ετερόνομης εργασίας, της ιδιοκτησίας, της αναγωγής των πάντων στην εμπορευματική συνθήκη. Αυτό που συμφωνούν τελικά οι πάντες είναι ότι εν τέλει θα χρειαστεί μία διακυβέρνηση για να ορίσει, εξωτερικά πάντα, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες του λαού, με όσο το δυνατόν λιγότερη επιβολή, ένα πιο ανθρώπινο προσανατολισμό στην οικονομία. Το κίνημα πρέπει να πιέσει προσδοκώντας κυβερνητικές επιλογές και τελικά αυτοί που έχουν θα έρθουν σε δημοκρατική συνεννόηση με αυτούς που δεν έχουν για τη συμφωνία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Όμως, δημοκρατία χωρίς ισότητα, είναι δημοκρατία με το πιστόλι στον κρόταφο.


Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς

Η κάθε διεκδίκηση, πριν καν εξετασθεί το περιεχόμενό της, θα έπρεπε να εξετάζεται ως προς το που απευθύνεται και ποιο είναι εκείνο το υποκείμενο που μπορεί να το υλοποιήσει. Τα τελευταία χρόνια, ο ρόλος της κάθε αντιπολίτευσης, ακόμα και όταν αυτή στηρίζεται στη δράση των κινημάτων, είναι να προκρίνει μια σειρά ρυθμίσεων που προσδοκούν μια κυβερνητική επιλογή. Όμως, καθήκον μίας πραγματικά απελευθερωτικής πρακτικής είναι να δείξει ότι μπορεί η εργατική τάξη να επιβιώσει και να ζήσει αξιοπρεπώς χωρίς το κράτος και το νόμο του. Δεν είναι τυχαίο πως η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται σκληρά για να διατηρήσει τα αυθόρμητα κινήματα στο επίπεδο του απλού αυθορμητισμού, για να μην μπορέσουν αυτά να μπολιάσουν τα αιτήματα αντίστασης με την προοπτική της κοινωνικής διάρρηξης, εδώ και τώρα. Και για να το κάνουν αυτό πρέπει να συνδέσουν την απόληξη κάθε αγώνα με την απόφαση μιας κεντρικής εξουσίας, γιατί ακόμα και όταν οι κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στις καταπιεστικές εκδηλώσεις της εξουσίας «επιτυγχάνουν» δεν είναι και δεν μπορούν να είναι επικίνδυνες για το κράτος και το κεφάλαιο, παρά μόνο μέσω της συνείδησης των δεσμών τους με το τέλος της ίδιας της διαδικασίας που τα αναπαράγει.



Το εθνικό χρέος

Το δημόσιο χρέος στην ιστορία, από τις απαρχές του καπιταλισμού και του συστήματος χρηματικής πίστης, ήταν πάντα απαραίτητο για τη συσσώρευση κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα χέρια και για τον εκβιασμό των λαών. Δανείζοντας στο δημόσιο, αυτό που «δίνεται» εξακολουθεί να λειτουργεί στα χέρια των πιστωτών και προς όφελός τους σαν να ήταν πραγματικά λεφτά. Ο δημόσιος δανεισμός είναι δομικό συστατικό του καπιταλισμού. Το κεφάλαιο γεννά τον εαυτό του με τη μορφή τόκου με τον πιο απλό για αυτό τρόπο.

Η σοσιαλδημοκρατία επιλέγει εθνική λύση απέναντι στα αδιέξοδα που γεννά ένα τέτοιο παράλογο. Εθνική λύση σημαίνει επιλογή μιας «κεντρικής λύσης» ενάντια στην κρίση που το αστικό κράτος θα δώσει, υπό την πίεση του κινήματος όπου πάσης φύσεως σωματεία και ενώσεις εργαζομένων κρατούν έναν διακοσμητικό ρόλο – άλλοθι και υπόσχεται να ξαναμοιράσει λίγο από τον πλούτο χωρίς να αμφισβητεί ούτε λίγο από την αστική εξουσία. Και πώς να συνέβαινε άραγε αυτό χωρίς δομές παραγωγής εργατικής πολιτικής από την τάξη για τον εαυτό της, αλλά με λαϊκά μέτωπα προσωπικοτήτων; Στην ουσία πρόκειται για την ιδεολογία εκείνη που καλύπτει τη διαδικασία αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης ντύνοντάς την με εθνικιστική υστερία. Από την αναγκαιότητα της ανατροπής ενός συστήματος εκμετάλλευσης που «δεν αντέχει άλλο» περάσαμε στο αίτημα για την υπεύθυνη εθνική στάση. Σε μικρή κλίμακα η κατάσταση ομοιάζει με εκείνον τον υπάλληλο που βαθιά μέσα του πιστεύει πως όσο έχει αφεντικό θα έχει κι αυτός δουλειά, πως αλλιώς δεν υπάρχει πεδίο και ζωή.



Η αριστερή κυβέρνηση

Και έχουμε αριστερή κυβέρνηση. Και όλοι την αγαπάμε. Οι μεν την αγαπάμε γιατί ήρθε να επιδείξει μεγαλύτερο πατριωτισμό και από τους πατριώτες Οι δε την αγαπάμε γιατί είναι από την ίδια πάστα με εμάς. Γι’ αυτό άλλωστε η κριτική μας έγκειται στο πώς εμείς θα κάναμε τα ίδια αλλά καλύτερα σε αντίστοιχη περίπτωση. Ξαφνικά μας νοιάζει να μην είναι δεξιός ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πολύ σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης για την ταξική πάλη, κάνουμε κριτική στη συγχώνευση των υπουργείων αφού παλεύουμε για ορθολογικότερη διαχείριση του κράτους κ.λπ.. Αλλά αυτά είναι λίγο γαρνιτούρα, τα τελευταία μη της χήρας πριν ενδώσει στον ενδεχόμενο εραστή. Γιατί η άποψη πως η κυβέρνηση έχει άδικο, αλλά πρέπει να τη στηρίξουμε για να μπει στον σωστό δρόμο, σημαίνει πώς η κυβέρνηση αυτή είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Μπορεί να μην γίνεται με τον τρόπο που θα έπρεπε αλλά είναι ένα βήμα, μας λένε, που αν δεν ολοκληρωθεί θα πάει πίσω την αριστερά στο σύνολό της. Αυτή η λογική είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει αριστερά που λειτουργεί έστω μερικώς σε ένα πεδίο εκτός της κοινοβουλευτικής διαχείρισης είτε άμεσα είτε ελπίζοντας σε αυτή. Αυτή είναι ο μόνος δρόμος, τι να κάνουμε. Η προσέγγιση του σκοπού έβγαλε από τη θέση του πρωταγωνιστή της ιστορίας την τάξη κι έβαλε μία πρωτοπορία, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στην ενεργή αποδοχή των υπηκόων ή στην ανοχή τους και που μάλιστα δεν είναι καν η άγια και κόκκινη πρωτοπορία για την οποία ακούγαμε στο παρελθόν. Μπορεί να μην κάνει τίποτα από ο, τι υποσχέθηκε, κι εδώ που τα λέμε δεν υποσχέθηκε και κάτι φοβερό, αλλά είναι η μόνη ελπίδα. Εδώ φτάσαμε.

Μα υπάρχουν και άλλες διαφορές, θα σκούξουν κάποιοι. Είναι το ζήτημα της ΕΕ και των λοιπών υπερεθνικών ενώσεων του κεφαλαίου. Μα, αν δεν βλέπεις το πεδίο της σύγκρουσης με αυτές τις υπερεθνικές ενώσεις κεφαλαιοκρατών ως ταξική πάλη και ως τέτοια οργανωμένη από την τάξη για τον εαυτό της, πώς προσδοκάς τα λαϊκά μέτωπα; Το να παλέψει ο εργάτης στη βάση του ταξικού του συμφέροντος με τον μικροαστό που συνθλίβεται στις συμπληγάδες των μεγάλων παικτών μάλλον σοσιαλδημοκρατία θυμίζει ή τον αδελφό φασισμό. Είναι, βέβαια, το ζήτημα του έθνους. Μα αν δεν είσαι με την εθνική ενότητα πώς είσαι με τα εθνικά μέτωπα και τις εθνικοποιήσεις; Κρατικοποιήσεις δηλαδή στη βάση ενός κράτους που διαχειρίζεται μια κυβέρνηση εθνικού συμφέροντος;



Ας πούμε και καμιά αλήθεια

Παραδέξου, πάντα αμήχανα ένιωθες μπροστά στο διαφορετικό σενάριο της κοινωνικής αστάθειας. Τι θα πεις στους ψηφοφόρους, πώς θα τους πείσεις για το αύριο; Εσύ που πασχίζεις να βρεις εκείνη την πράξη να προτείνεις που θα είναι ανώδυνη για όλους. Οι γραβάτες έφυγαν, η αστυνομία, μας είπαν, θα γίνει πιο φιλική και οι φυλακές δεν θα μετατραπούν σε κουτιά απομόνωσης. Ο πεινασμένος θα πάρει κουπόνι για φαγητό και στην κρατική τηλεόραση δεν θα δείχνει Ρένο Χαραλαμπίδη. Είναι κάτι.

Θα δούμε στον δρόμο συλλαλητήρια στήριξης της κυβέρνησης χωρίς αστυνομία να προκαλεί – με προμετωπίδα τη διασφάλιση της δημοκρατίας, τη ρύθμιση του χρέους και την αξιοπρέπεια. Μην γκρινιάζεις ότι η στήριξη στην κυβέρνηση είναι κριτική – δεν νομίζω να παραδεχόταν κανείς ότι η δικιά του είναι τυφλή και άκριτη. Και στο κάτω κάτω που απευθυνόταν το αίτημα για ρύθμιση , διαγραφή του χρέους; Δεν αναφερόταν στην κυβέρνηση; Γιατί να μην στηρίξεις μια κυβέρνηση που προτίθεται να το συζητήσει; Πάρε λοιπόν τους δρόμους να διαφυλάξεις την προσπάθεια απ’ τα επίδοξα συντηρητικά κινήματα της κατσαρόλας. Ο λαός πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που δεν ήθελαν καλύτερη και φιλολαϊκότερη διαχείριση στο όνομά τους, αλλά ρήξη. Αυτοί είναι που καταγγέλθηκαν ως παραπλανημένοι. Ασχοληθήκαμε με την υψηλή πολιτική όταν ολόκληρες περιοχές της εργατικής τάξης οργάνωναν την επιβίωσή τους συλλογικά καθώς στη συλλογικοποίηση βλέπαμε ένα σύμπτωμα και όχι μια δυνατότητα –αφού η δυνατότητα θα έρθει μέσω κεντρικής επιλογής. Κλείσαμε τα μάτια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις αυτοκτονίες, στις δολοφονίες γιατί τελικά δεν υπάρχει άλλος τρόπος από μια ψυχοπονιάρα ηγεσία. Γι αυτό απαξιώνονται οι πάλαι ποτέ εργατικές δομές, η συζήτηση για την οργάνωση αντιπαραθετικού και διακριτού ταξικού πόλου εγκαταλείφτηκε προς χάριν της δυνατότητας υψηλής κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Αφού η αντιπαράθεση σταμάτησε να σημαίνει αυτόματα πράξη. Η θεωρία της πράξης υποβαθμίστηκε σε πολιτικό πρόγραμμα ανάθεσης και όπως προέβλεψε όλη η παράδοση της θεωρίας της πράξης, έχασε κάθε σημείο ρήξης. Τελικά, οι προσδοκίες καθώς εκφράζονται μέσα από πάσης φύσεως κινηματικές και θεσμικές διαδικασίες προσδοκούν το κράτος να μετατραπεί σε υπεύθυνο και δίκαιο ρυθμιστή μεταξύ αντιμαχόμενων συμφερόντων  και κάπως έτσι, το κράτος μετατρέπεται σε αυτό το όποιο εξύμνησαν οι μικροαστοί, στον ουδέτερο ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής.





Υ.Γ. Κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού, ήρθα αντιμέτωπη με μια μεγάλη ερώτηση. Τι θα γινόταν με αυτή τη ζωή, αν η απόφαση για τη ζωή του βρισκόταν στα χέρια μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; Με άλλα λόγια, είναι κάποιες πτυχές μιας τέτοιας διακυβέρνησης του αστικού κράτους ικανές κριτικής στήριξης και ανοχής; Εμείς όμως δεν είμαστε με τη δημοκρατία τους ούτε τώρα, ούτε τότε, γιατί αυτή είναι που γεννάει και θα γεννάει τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις αυτοκτονίες, τον αγώνα για επιβίωση, τον ατομικό δρόμο που η ζωή λογίζεται με αριθμούς. Τις μέρες που ακουλούθησαν τις 6 Δεκέμβρη, κάποιοι πρότειναν να λήγει σιγά σιγά η αστάθεια και να πάμε σε εκλογές, κάποιοι αναρωτιόντουσαν πώς είναι δυνατόν να πέσει νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση, πολλοί μιλούσαν για υλικές ζημιές και νομιμοποίηση της καταστολής από προβοκάτορες. Αυτοί είναι η κυβέρνησή μας. Κι αυτή τη φορά επέλεξε ως ανώτατη αρχή του τον άνθρωπο που ευθύνεται για τη διαφύλαξη της «δημοκρατίας», όπως είπε η κυρία Κωνσταντοπούλου,  εκείνο το βράδυ που ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έσβησε βίαια στην αγκαλιά του Νίκου Ρωμανού. Μια δημοκρατία που σκοτώνει.



Άννα Β.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Aριστερός πατριωτισμός: τραγωδία ή φάρσα;

Επιτέλους ένα κείμενο που στέκει με το μυαλό στο κεφάλι του... Μέχρι σήμερα κόντευα να πιστέψω πως όλοι οι γύρω μου έχουν πάρει ναρκωτικά.

avanti_maestro


Πηγή:  Μίσος Ταξικό

newego_LARGE_t_1101_54461917
Πίσω στο 2012, σε μια εκδήλωση για την ”άνοδο του φασισμού” και την έκπληξη αρκετών γύρω από αυτό το φαινόμενο, είχε ειπωθεί ανάμεσα στα άλλα πως η αριστερά δεν πρέπει να αφήσει το έθνος στους φασίστες και τους ακροδεξιούς. Και πως το έθνος είναι άλλο ένα σημείο πάλης όπου οι αριστεροί πρέπει να παρέμβουν και να του προσδώσουν διαφορετικό, φιλολαϊκό, νόημα.
Το παραπάνω είναι ενδεικτικό μιας γενικότερης πολιτικής αντίληψης που επικρατεί σε κομμάτια της αριστεράς, ενσωματωμένα πλήρως εδώ και πολλές δεκαετίες στο Κράτος με διάφορους τρόπους. Μια πατριωτική, εθνικιστική αντίληψη που εκπορεύεται (και) μέσα από την ιστορική πρόσδεσή της στους αστικούς θεσμούς. Πως αλλιώς θα αντιλαμβανόταν το έθνος ως κάτι που είναι προς διεκδίκηση από τους φασίστες και τους ακροδεξιούς.
Και αν τότε, αυτή η θέση, αποκρούστηκε από τοποθετήσεις που την αποδόμησαν, σήμερα έρχεται να εισβάλει στην ‘’κεντρική πολιτική ατζέντα’’ και να δικαιωθεί πανηγυρικά.
Η αριστερά που εγκόλπωνε τέτοιες θέσεις είναι πλέον η εξουσία του τόπου και το έθνος απέκτησε την πλατιά αριστερή του νομιμοποίηση.
Έτσι, από τη μια, η ακροδεξιά πατερίτσα των ΑΝΕΛ, ο Καμμένος στο υπουργείο άμυνας και τα στεφάνια στα Ίμια, και από την άλλη οι κυβερνητικές συγκεντρώσεις στήριξης της εθνικής διαπραγμάτευσης.
Η διαδικασία απόσπασης της συναίνεσης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αφεντικών, δεν ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση και το ξεπέρασμα της κρίσης της αντιπροσώπευσης και του τέλους της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία όξυνσης του πατριωτισμού με ‘’αριστερό πρόσημο’’. Σε αυτό το σχέδιο επιστρατεύτηκε τόσο το θέαμα και η αριστοτεχνική μετεκλογική προπαγάνδα της κυβέρνησης όσο η δομημένη από καιρό εθνικιστική ρητορική του ‘’Έθνους υπό νέα γερμανική κατοχή’’ κ.ο.κ.
Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε εθνικό λαϊκό-pop σύμβολο αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές συμπυκνώνοντας θεαματικά την εθνική ονείρωξη των μεσαίων και μικρομεσαίων τάξεων.
Αντίστοιχα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μετατράπηκε σε σύμβολο ‘’λαομίσητο’’ παρουσιαζόμενος ως ναζί που θέλει την καταστροφή της χώρας.
avgi1_3 (1)
Σκίτσο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ”Η Αυγή”
Με αυτό τον τρόπο, τόσο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ‘’διαπραγμάτευση’’ όσο απέκτησε ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση η πολιτική ατζέντα των αφεντικών ενδυόμενη τα εθνικά συμφέροντα.
Η πρώτη φιλοκυβερνητική συγκέντρωση της μεταπολίτευσης που πραγματοποιήθηκε στις 5/2, είχε ως άξονα την κυβερνητική ατζέντα της διαπραγμάτευσης με κεντρικό σύνθημα «Δεν εκβιαζόμαστε, δεν υποκύπτουμε, δεν φοβόμαστε, δεν κάνουμε πίσω, νικάμε». Εννοώντας πως η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός δεν εκβιάζονται αλλά ενωμένοι νικάνε, ως απάντηση στους ‘’εκβιασμούς του τραπεζίτη Ντράγκι’’ και της ΕΚΤ.
Η ουσία, βέβαια, βρίσκεται μακριά από το θέαμα: στον ανταγωνισμό των αφεντικών για πιο πλάνο ανάπτυξης θα επικρατήσει στην Ε.Ε: η συνέχιση της σφιχτής λιτότητας, με κύριο εκφραστή την γερμανική αστική τάξη , που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της ή η φιλανθρωπική ανακούφιση των …λαών από την ‘’ανθρωπιστική κρίση’’ και η χαλάρωση της τόσο σφιχτής λιτότητας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα άλλων αστικών τάξεων στον ανταγωνισμό τους με τη γερμανική -της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης (πάντα στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε).
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής και δεν είναι άλλος από αυτόν της σφοδρής ταξικής υποτίμησης των εργατών πανευρωπαϊκά, έτσι όπως εμείς τη ζήσαμε τα τελευταία χρόνια της εν ελλάδι εκδοχής της καπιταλιστικής κρίσης.
Οπότε είναι απορίας άξιο ποιο ήταν το περιεχόμενο και οι επιδιώξεις των φιλοκυβερνητικών που κατέβηκαν στο σύνταγμα και θα ξανακατέβουν στις 11/2 εφόσον δεν είναι έλληνες (sic) τραπεζίτες.  Είναι δε χαρακτηριστικό πως το κάλεσμα της συγκέντρωσης της 5/2 δημοσιεύτηκε ακόμα και στον καθεστωτικό ηλεκτρονικό τύπο, όπως το έθνος και η ναυτεμπορική.
Η απάντηση είναι πως δεν χρειάζεται να εξεταστεί το καθορισμένο πολιτικό πλαίσιο μιας πράξης και σε τι ακριβώς αυτή προσφέρει υποστήριξη και νομιμοποίηση.
Αρκεί η συναισθηματική επίκληση στις αξίες του έθνους-κράτους, η θυματοποίηση του λαού, η ιστορικιστική αναβίωση των ναζί κατακτητών στα πρόσωπα της γερμανικής κυβέρνησης και βέβαια, το γνήσιο μικροαστικό ένστικτο επιβίωσης, που αγωνιά για την τύχη του ελληνικού κεφάλαιο-κρατικού σχηματισμού και τις προσοδικές κοινωνικές σχέσεις που αυτός εκφράζει και διατηρεί, προκειμένου 7-8 χιλιάδες κόσμου να συγκεντρωθούν έξω από τη βουλή σε μια αναβίωση των αγανακτισμένων. Αυτή τη φόρα, όμως, όχι ενάντια των κακών πολιτικών -μιας και τώρα έχουμε την καλή αριστερή κυβέρνηση, αλλά ενάντια των κακών ξένων δυναστών του έθνους που δεν αφήνουν τις τράπεζές μας να πάρουν ανάσα και υπέρ της κυβέρνησης που προσπαθεί να δώσει τέρμα στα βάσανα του λαού.
Ο Μαρξ έγραψε, συμπληρώνοντας τον Χέγκελ, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία και ύστερα ως φάρσα. Δεν ξέρουμε σε πιο στάδιο επανάληψης της ιστορίας του αριστερού πατριωτισμού είμαστε, αυτό της τραγωδίας ή της φάρσας. Σε κάθε περίπτωση η εποχή για τέτοιου είδους νομιμοποίηση του εθνικισμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Γιατί αν τα ‘’μνημόνια’’, η καταγγελία τους και ο ‘’αντιμνημονιακός αγώνας’’ ήταν το πρώτο μέρος ενός αριστερού πατριωτισμού, η κυβερνητική στήριξη στις εθνικές διαπραγματεύσεις υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και η υπαναχώρηση της ταξικής ανάλυσης έναντι του διαταξικού χυλού, είναι το δεύτερο μέρος. Συμπληρωματικό του πρώτου, σε κάθε περίπτωση.
Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, με βάση την ταξική ανάλυση, η διακηρυγμένη συμμετοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις πατριωτικές συγκεντρώσεις τις 11/2. Εκτός βέβαια και αν τα λαϊκά μέτωπα μπορούν να μεταφραστούν σε πατριωτικά -και κάπως έτσι είναι.
Όπως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η δικαιολόγηση και στήριξη των συγκεντρώσεων αυτών αλλά και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από κάθε είδους και πολιτικής κατεύθυνσης κομματιών του κινήματος.
Από την άλλη, αναρωτιόμαστε που πήγε η περίφημη αριστερή στροφή της κοινωνίας όταν μπροστά στην εθνική διαπραγμάτευσηέφτασαν να συναινούν ακόμα και κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Σαφέστατα, δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια. Αντίθετα βαίνει προς ολοκλήρωση η ιστορική πατριωτική στροφή της αριστεράς. Αναγκαστικά λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στο Κράτος και της ανάληψης καθηκόντων εξυπηρέτησης των συμφερόντων των αφεντικών. Σε καιρούς βέβαια εξαιρετικά επικινδύνους είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε ελλαδικό επίπεδο. Με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά να καλπάζει και την εγχώρια να έχει σταθεροποιήσει την ύπαρξή της εκφραζόμενη στα ποσοστά των ναζί σε αυτά του ποταμιού και της νέας δημοκρατίας. Και σε κάθε περίπτωση στην πολιτική των αφεντικών.
Αντιλαμβανόμαστε έτσι, μετά από τη πρόχειρη σκιαγράφηση του υπάρχοντος πολιτικού πλαισίου, πως οι ευθύνες των επιλογών είναι τέτοιες που δεν γίνεται να λαμβάνονται ελαφρά τη καρδία. Στο όνομα μιας λαϊκής κυριαρχίας ενός λαϊκού μετώπου και μιας εθνικής διαπραγμάτευσης ή μιας οπορτουνιστικής παρέμβασης στα κυβερνητικά πλαίσια των φιλοκυβερνητικών συγκεντρώσεων και ”ζύμωσης” στο χύμα. Το κίνημα των πλατειών δεν ήταν αθώο, πόσο μάλλον η ξεκάθαρη εθνικοπατριωτική αναβίωσή του με κρατική επικύρωση.
Η εργατική τάξη πρέπει να αντιληφθεί την ιστορική παγίδα των αφεντικών και να μην συναινέσει στην πατριωτική διέξοδο από την κρίση προς την ανάπτυξη. Γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την έρημο της σκληρής εκμετάλλευσης και της αβίωτης κοινωνικής συνθήκης για κάθε προλετάριο και προλετάρια.
Το οργανωμένο πολιτικά και συνδικαλιστικά κομμάτι της εργατικής τάξης, πιστό σε μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση οφείλει να καταδείξει τους κινδύνους και τις αντιφάσεις της συγκυρίας και να δουλέψει για την κοινωνική επανάσταση: τη μόνη ρεαλιστική πολιτική.
Μίσος Ταξικό

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ρoζα Λουξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμενα...

Στην Κόκκινη Γωνιά έχουμε ανεβάσει κατα καιρούς εξαιρετικά κείμενα που δανειστήκαμε από φιλικές (ή και όχι) ιστοσελίδες. Λίγα είναι όμως αυτά, που μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια, πως ταυτίζομαι σε τέτοιο βαθμό μαζί τους, που είναι σα να μου έκλεψαν τις λέξεις που έχω σκόρπιες στο κεφάλι μου και τις έβαλαν με τη σωστή σειρά και στον σωστό χρόνο σε ένα πλήρες κείμενο. Τόσο, που το μόνο που έχω να άφησε να πω είναι, ναι Άννα, έτσι είναι τα πράγματα. θα το παλέψουμε.

Το παρακάτω κείμενο είναι από το νέοσύστατο ιστολόγιο
Μια γυναικεία συντροφική δουλειά, που αναβλύζει φρεσκάδα και διαύγεια. Αξίζει να το τιμήσετε, στην καθημερινή σας περιήγηση στο διαδίκτυο.

avanti maestro

 1906-rosa-luxemburg-in-warsaw-prison-iisg-high-res
 
Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά

Καμιά φορά θα έπρεπε, ίσως, να γίνεται πιο ξεκάθαρο, πως οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση σήμερα πραγματοποιείται σε μια εποχή που αλλάζει τον χαρακτήρα της κοινωνίας ραγδαία και οριστικά. Αν μετά τη δεκαετία του ’90 οι γκουρού της οικονομίας κήρυξαν το τέλος της ιστορίας, ήρθε σήμερα η εποχή που καλούνται να απαντήσουν σε μία κρίση που επανορίζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις ως ιστορικές παγιώσεις.
Δεν έχει περάσει πολύ παραπάνω από ένα έτος, όταν τα κράτη προειδοποιήθηκαν πως το τεράστιο εξωτερικό χρέος τους είναι συγκρίσιμο με τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου. Έχουμε, λοιπόν, όλοι επιδοθεί σε ένα αιματηρό αγώνα, όμως τι ακριβώς είναι αυτό που προσπαθούμε να διασωθεί; Ο πραγματισμός όλων των «υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων» έγκειται στην αποδοχή της ύπαρξης μίας συνεχούς διογκούμενης σφαίρας πλασματικού χρήματος (λέγε με ανάπτυξη), ενάντια στην κάλυψη των αναγκών, όπως αυτές διαμορφώνονται έξω από την ανελευθερία της ετερόνομης εργασίας, χωρίς ανταγωνισμό, χωρίς κέρδη, χωρίς παγκόσμιο πόλεμο.
Η αναγνώριση του παραλόγου και αδύνατου της συνεχούς ομαλής συσσώρευσης πλούτου αντιφάσκει με αυτούς που προοιωνίζουν έναν υψηλά ανεπτυγμένο καπιταλισμό άνευ ιμπεριαλιστικών υπερβολών, μια ρυθμισμένη παραγωγή χωρίς διαταραχές πολέμου. Συνεχής διόγκωση δηλαδή, σ’ έναν πεπερασμένο κόσμο, χωρίς καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Οι σοσιαλδημοκράτες συνθηκολόγησαν μπροστά στον καπιταλισμό, τόσο οικονομικά, όσο και ιδεολογικά. Έτσι, προκύπτει η πίστη τους στην αιώνια διάρκεια, στη φυσική ρύθμιση, σε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του ίδιου συστήματος της ετερόνομης εργασίας. Ταυτόχρονα, θέτουν εαυτόν απέναντι στον καπιταλισμό, σε μια ηθική αντίθεση. Αυτή είναι η γνήσια αντίφαση του μικροαστού.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήδη στην πρώτη της πολεμική ενάντια στον Μπερνστάιν, υπογραμμίζει την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας με ολιστική οπτική ή με μονομερή μηχανιστικό αυτισμό. Η πάλη της είναι από τη μία ενάντια στην υλική σκλαβιά από τον καπιταλισμό και από την άλλη ενάντια στην ιδεολογική σκλαβιά της ενσωμάτωσης. Αυτός ο αντίπαλος ήταν για τη Ρόζα εξίσου επικύνδυνος. Ο θάνατός της ήρθε από αυτόν, από το χέρι των πιο αμείλικτων και πραγματικών εχθρών της. Το γεγονός ότι η Ρόζα παρέμενε όρθια παρά την ήττα της εξέγερσης του Γενάρη του 1919, που από χρόνια είχε με διαύγεια προβλεφθεί, είναι το σωστό επακόλουθο της ενότητας θεωρίας και πράξης στη δράση της, η διεισδυτική της ματιά στην ολότητα της ιστορικής διαδικασίας. Είναι, επίσης, η αιτία του θανάσιμου μίσους των δολοφόνων της, των σοσιαλδημοκρατών.
Ο χωρισμός του παραγωγού από την παραγωγική διαδικασία, ο κατατεμαχισμός της εργασιακής διαδικασίας σε μέρη, χωρίς να αποτελεί σημαντικό σημείο ο άνθρωπος ως δημιουργικό υποκείμενο, η εξατομίκευση της κοινωνίας σε ικανές για εργασία μονάδες έπρεπε αναγκαστικά να επιδράσει και πάνω στη φιλοσοφία του καπιταλισμού. Κάπως, έτσι, η κλασική οικονομία αντιμετώπισε την καπιταλιστική ανάπτυξη με την οπτική του μεμονωμένου καπιταλιστή και μπλέχτηκε σε μια σειρά άλυτων αντιφάσεων. Η «συσσώρευση κεφαλαίου» της Ρ.Λ. ξαναπιάνει τη μέθοδο του νεαρού Μαρξ της «Αθλιότητας της Φιλοσοφίας». Έτσι, όπως σ’ αυτό το έργο, αναλύονται οι ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την οικονομία του Ρικάρντο και του Σμιθ. Οι αστοί οικονομολόγοι δεν μπορούν παρά να ταυτίσουν την κοινωνική πραγματικότητα με τους φυσικούς νόμους. Έτσι, και η σοσιαλδημοκρατία, σαν ιδεολογική έκφραση εκείνου του τμήματος της τάξης που έγινε μικροαστικό και συνενδιαφερόταν για την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση του κόσμου, αλλά χωρίς παγκόσμιο πόλεμο, δεν μπορούσε παρά να εννοεί την ανάπτυξη ως η καπιταλιστική συσσώρευση να λαμβάνει χώρα στο κενό μαθηματικών τύπων. Η σοσιαλδημοκρατία έπεσε, έτσι, σε μια πολιτική εκτίμηση πολύ πιο καθυστερημένη και από αυτή των βδελυρών μεγαλοαστών και πήρε τον ρόλο που της αναλογεί: τη θέση του φύλακα της αιωνιότητας της οικονομικής καπιταλιστικής διάταξης.
Υπάρχει κάτι πολύ διακριτό στον μαρξισμό της Λούξεμπουργκ. Πρόκειται για μια πολύ ξεκάθαρη διεθνιστική κομμουνιστική οπτική που εναντιώνεται στην αποικιοκρατία, στην εθνική ανάπτυξη, στον μιλιταρισμό. Στα 1914 ήταν μία από τους πολύ λίγους σοσιαλιστές στη Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, που ξεκάθαρα στο όνομα του διεθνισμού, εναντιώθηκαν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Να γιατί, είδε του Ρώσους επαναστάτες σαν τους ανθρώπους που έσωσαν τη διεθνιστική τιμή του σοσιαλιστικού κινήματος, αφού εναντιώθηκαν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αρνούμενοι να τον συνεχίσουν.
Η ικανότητα να διοχετεύονται οι κρίσεις στην περιφέρεια δημιούργησε από το ’50 και μετά την ψευδαίσθηση στις δυτικές κοινωνίες πως δεν θα ζήσουν ξανά πόλεμο, αφού ο καπιταλισμός αυτοαναπαραγόταν με νεκρούς αλλού στη γη, με καταστροφή άλλων χωρών -για να ανοικοδομηθούν δίνοντας νέα πνοή στην αγορά, με ειδικές οικονομικές ζώνες σε άλλες ηπείρους. Και όσοι δεν έβλεπαν τον πόλεμο στο εξωτερικό,  για κάποιο περίεργο λόγο που υποψιάζομαι πως συνδέεται με αυτό, δεν φαίνοταν να ενοχλούνταν ιδιαίτερα ούτε με τον πόλεμο στο εσωτερικό. Άλλωστε, οι πόλεμοι προϋποθέτουν τη συνοχή της κοινωνίας σε έναν μανιώδη εθνικισμό, που πάντα οδηγεί εθελόδουλα τους εργάτες στα σφαγεία. Με άλλα λόγια, αν επιζητάς την έξοδο από την κρίση, την πιο «ορθολογική» και «ανώδυνη», δε ζητάς παρά την επιλογή ενός τρίτου κοινωνικού παγκοσμίου πολέμου απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1914 δημοσιεύεται η πρώτη δημόσια διακήρυξη από κοινού με τον Καρλ Λήμπνεχτ, τον Φρανς Μέρινγκ και την Κλάρα Τσέτκιν ενάντια στη θέση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας για τον πόλεμο. Από τον Φλεβάρη του 1915 και για έναν χρόνο γράφει στη φυλακή τη μπροσούρα του Γιούνιους. Εκεί, εμφανίζεται για πρώτη φορά το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Εκφράζεται ξεκάθαρα πως αν ο Πλεχάνοφ υποστήριζε πως “Η νίκη του σοσιαλιστικού προγράμματος είναι τόσο σίγουρη όσο η ανατολή του ήλιου την επόμενη μέρα”, η αντίληψη της Ρόζας είναι ένα κάλεσμα για δράση, για παρέμβαση, για οργάνωση, επειδή το μέλλον δεν είναι εγγυημένο, είναι απλώς μια δυνατότητα. Και πάντα υπάρχει η πιθανότητα αυτού πού λέγεται βαρβαρότητα. Η μπροσούρα αυτή είναι η αντίδραση στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην προδοσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στις αρχές του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Οι εξελίξεις που οδήγησαν σε αυτόν τον πόλεμο αποτέλεσαν μια τρομερή τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ήταν ο πρώτος με την πλήρη έννοια της λέξης “ιμπεριαλιστικός” πόλεμος, που διαδραματίστηκε στη βάση του ανεπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού όπου οι μεγάλες δυνάμεις πάλεψαν για την παγκόσμια κυριαρχία. Ακόμη και σε αυτούς που γνωρίζουν την κριτική των Ρώσων μαρξιστών, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει στοιχεία αποφασιστικής σημασίας για την μετέπειτα διαμόρφωση των επαναστατικών κινημάτων. Είναι μοναδικός ο τρόπος που θέτει το ζήτημα των συνεπειών που είχε η στάση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας για ολόκληρο το εργατικό κίνημα και της ριζικής αυτοκριτικής που θα έβγαζε το κίνημα από την κρίση του. Με υποδειγματικό τρόπο, η Ρ. Λ. αναλύει αφιερώνοντας πολλές σελίδες τις εξελίξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, το πέρασμα από την εποχή της belle epoque στην οικονομική κρίση, τους ανταγωνισμούς για αποικίες (λέγε με ειδικές οικονομικές ζώνες), τον ρόλο των εθνικών κρατών. Όμως ο βασικός στόχος της δεν είναι να αναλύσει τις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά να αναδείξει το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση

Η Ρ.Λ. απαντά σε μία σειρά άρθρων με τίτλο «Προβλήματα Σοσιαλισμού» στην επιθεώρηση του Μπερνστάιν και στο έργο του «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας».  Στην περιεκτική της απάντηση αναλύει τις βασικές αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας και τις αντανακλάσεις αυτών στο σοσιαλιστικό κίνημα. Η ανάλυση αυτών των αντιθέσεων, κρατά διακριτές αποστάσεις από τη θεωρία περί ομαλής διάλυσης της αστικής κοινωνίας υπό το βάρος τους και μιλά για τις ιστορικές τάσεις, που ως δυνατότητα υπάρχουν και η πραγμάτωσή τους έγκειται στην ταξική πάλη. Με το έργο αυτό, δεν αντιτίθεται απλώς στην επίσημη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και στους Ρώσους μπολσεβίκους.
Στο πρώτο μέρος, διερωτάται πάνω στην επιλογή του τίτλου της. Μπορεί η μεταρρύθμιση να αντιπαραβάλλεται ως αντιπαραθετικός πόλος στην επανάσταση και το αντίθετο; Αντίθετα, απαντά, η καθημερινή πρακτική εντός της αστικής συνθήκης συνδέεται με τη στρατηγική με μία σχέση μέσου-σκοπού. Σαφής και λιτή, καθιστά ξεκάθαρο το σκοπό του άρθρου της: να καταδείξει ότι ο Εδουάρδος Μπερνστάιν, στη Νέα Εποχή, προτρέπει στην αντικατάσταση του σκοπού από το μέσο, στην αποθέωση, εν τέλει, της υπαρκτής πραγματικότητας ως αιώνιας. Εξοβελίζει την απελευθέρωση από την μισθωτή σκλαβιά της ετερόνομης εργασίας στο πεδίο του μη – πραγματικού και, βιάζοντας τον ιστορικό υλισμό, στο πεδίο του μη – πραγματοποιήσιμου. Ωστόσο, ακριβώς αυτό, η αντίληψη του υπαρκτού ως μόνης νόμιμης συνθήκης για το τώρα, είναι η συστηματική διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και αστικής δημοκρατίας, λέει η Ρ.Λ.. Διαβλέπει τη μετάλλαξη και την ενσωμάτωση του κόμματος εκείνου στο οποίο είχε στρατευτεί. Η διαφωνία της, λέει, δεν αφορά την ορθότητα ή μη της μιας ή της άλλης τακτικής επιλογής, αλλά της ίδιας της ουσίας της αναγκαιότητας ή μη αντίπαλου πολιτικού δέους στην αστική ιδεολογία.
Η Ρ. Λ. στάθηκε στη διεθνοποίηση του καπιταλισμού ως κατάργηση των φραγμών μετακίνησης κεφαλαίων και τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Όσο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης ενεπλάκησαν σε διαδικασίες νομιμοποίησης και αγώνα για εθνική αυτοδιάθεση, η Ρ.Λ. διέβλεπε από τότε ότι η απάντηση πρέπει να αναφέρεται στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο. Για την ίδια, η Πολωνία δεν έπρεπε να παλέψει για την ανεξαρτητοποίησή της από τη Ρωσία, αλλά ενάντια στον καπιταλισμό. Η Ρ. Λ. εξηγεί την αύξηση του μιλιταρισμού σε σύνδεση με την οικονομική συνθήκη και με πύρινους λόγους προτρέπει την εργατική τάξη να μη συμμετέχει σε κανέναν εθνικό πόλεμο.
Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας, έγραφε ο Μαρξ. Για να μπορέσει να ανατρέψει τον καπιταλισμό, το προλεταριάτο χρειάζεται πολιτική εκπαίδευση, ταξική συνείδηση και οργάνωση. Όλα αυτά δε θα αποκτηθούν, έλεγε η Ρ.Λ., φυσικά, με βιβλία και προκηρύξεις, αλλά κύρια με το ζωντανό πολιτικό σχολείο, με την πάλη, μέσα στην πάλη, στην ασταμάτητη πορεία της επανάστασης. Διάκριση οικονομικής και πολιτικής πάλης δεν υπάρχει. Κάθε οικονομική νίκη μπορεί να είναι επαναστατική μόνο όταν θέτει θέμα εξουσίας και αμφισβητεί την πηγή που γεννά την αδικία.
Αντίθετα με την ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατία της Β’ Διεθνούς δεν θεωρούσε την οργάνωση προϊόν επιστημονικοθεωρητικής επίγνωσης ιστορικών κανόνων, αλλά ένα ζωντανό προϊόν της ταξικής πάλης. Θεωρούσε ότι υπάρχει μια διαλεκτική και όχι μια λογική σταδίων που ιεραρχεί πρώτα το κίνημα και την οικονομική πάλη, μετά το κόμμα και τον πολιτικό αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Οτιδήποτε μερικό ήταν για τη Ρ.Λ. σημαντικό μόνο ως μέσο για τον τελικό σκοπό: την ανατροπή του οικονομικού συστήματος που γεννά κάθε βαρβαρότητα. Η σημερινή αυτοαποκαλούμενη επαναστατική αριστερά θεωρεί ότι η τάξη πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί με τον αγώνα στην κατάκτηση μικρών αιτημάτων ή αποκλειστικά οικονομικών αιτημάτων ώστε να ωριμάσει για την κατάκτηση των πολιτικών αιτημάτων αλλά και την ίδια την αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Για μιά ακόμη φορά στο αμείλικτο δίλλημα “μεταρρύθμιση ή επανάσταση”, απαντά με το πρώτο.

Μη με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο

Οι κυβερνήσεις δίνουν τον τόνο των αλλαγών και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα τρέχει ασθμαίνοντας να χωρέσει στη νέα πραγματικότητα. Αν η παραδοσιακή δεξιά αναπαράγει το επίσημο κρατικό δόγμα, η αριστερά στο σύνολό της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αναπαράγει τη γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας.  Κοινός στόχος, παρά τις «αντιπαραθετικές» διακηρύξεις είναι η εφαρμογή μιας «κεντρικής λύσης» ενάντια στην κρίση που το αστικό κράτος θα δώσει, υπό την πίεση του κινήματος. Πρόκειται για μία κοινή πολιτική αντίληψη που μάταια φιλοδοξεί να ξαναμοιράσει λίγο από τον πλούτο χωρίς να αμφισβητεί ούτε λίγο από την αστική εξουσία, χωρίς καν η τελευταία να μυρίσει λίγη επαναστατική απειλή.  Χωρίς δομές εργατικής εξουσίας, αλλά με μορφώματα συνεργασίας και αριστερά βήματα και ελεγκτικές επιτροπές. Καμία φαντασία… Πάλι, μια απ’ τα ίδια με τον γνωστό συνδυασμό που σκοτώνει: αόριστη επαναστατική επίκληση – στόχευση νέο “κοινωνικό συμβόλαιο”.
Η επιλογή της σοσιαλδημοκρατίας για εθνική λύση σήμερα είναι πρακτικά αδύνατη, τόσο αδύνατη όσο η επαναφορά του καπιταλισμού σε παλαιότερο πρότυπο παραγωγής και ανάπτυξης, και ολέθρια, τόσο ολέθρια όσο η εθνικιστική υστερία που την περιβάλλει. Πολλοί για χρόνια μιλούσαν για την ανατροπή ενός συστήματος εκμετάλλευσης που «δεν αντέχει άλλο», αλλά όταν η ιστορία τους συνάντησε, οπισθοχώρησαν αμήχανα. Με  νοσταλγική ανάμνηση του κοινωνικού κράτους, οι υμνητές της ρήξης και της ανυπακοής προσμένουν την υπεύθυνη δύναμη που θα βάλει φρένο στην «καταστροφική λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού» και στο παρασιτικό τραπεζικό κεφάλαιο. Δεν πέρασε πολύς καιρός, άλλωστε, από όταν ψηλάφισαν την πολυπόθητη «γραμμή μαζών» στο ύψωμα της γαλανόλευκης, αφού δείλιασαν μπροστά στα υπαρκτά διλήμματα της κρίσης μιλώντας για συνθήκες ανώριμες και όρους ασυσσώρευτους. Τα τσιτάτα τους, ωστόσο, παραμένουν διφορούμενα κατά τρόπο ύπουλο, αφού τα αντιφατικά επικοινωνιακά μηνύματα κρατούν απασχολημένο το πόπολο.
Αρκετοί συνεχίζουν να ελπίζουν να κουνήσουν το κομματικό τους σημαιάκι, σε μια «θεαματική» εμφάνιση στο «κεντρικό πολιτικό σκηνικό», όπως ονομάζουν το πολιτικό παιχνίδι στα τηλεοπτικά παράθυρα. Υποτάσσονται στην αστική έννοια της πολιτικής διαμεσολάβησης, στο «καθήκον» των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων να «ενοποιήσουν ανώτερα» και να «εκφράσουν συνολικά» τις διάσπαρτες κοινωνικές αντιστάσεις. Αλλά πόυ; Μα, το είπαμε: στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αυτό που στήνεται γύρω από την κάλπη με λίγη γαρνιτούρα από διαδήλωση, αφού μόνο ένας επίσημος πολιτικός φορέας μπορεί να αναδείξει το συνολικό ζήτημα της εξουσίας. Λες και είναι ένα ερώτημα που θα λυθεί κεντρικά, λες και δεν αναβλύζει μέσα από κάθε εργατική μάχη και ειδικά τον καιρό της κρίσης.
Η πολιτική διαμεσολάβηση ή η ενότητα της αριστεράς, ή ότι άλλο, δεν έχει καμία αξία απολύτως, εάν δεν υποτάσσεται στο σχέδιο της γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα, των γενικών συνελεύσεων σε κάθε χώρο. Αν δεν διεκδικούμε σήμερα την εξουσία σε κάθε κοινωνικό χώρο, ποιός άραγε θα μας δώσει τις προϋποθέσεις να πάρουμε την εξουσία σε συνολικό και πανκοινωνικό επίπεδο. Σήμερα, άλλωστε, η κρίση επαναφέρει τη συζήτηση τόσο στη δυνατότητα της επανάστασης από τη μία αλλά και από την άλλη στην αδυναμία οριστικής νίκης χωρίς την ύπαρξη δομών των εργατών που θα μπορούν να δουν πέρα από την ανατροπή μιας κυβέρνησης, που θα πάρουν στα χέρια τους ολόκληρη την κοινωνική οργάνωση. Χρέος μας είναι να δημιουργήσουμε αυτές τις δομές, με αυτή την πολιτική.
…….
Τον Γενάρη του 1919, η Ρόζα που γεννήθηκε τη χρονιά της Παρισινής Κομμούνας,  συμμετέχει στην Κομμούνα του Βερολίνου. Στις 14 Ιανουαρίου γράφει το τελευταίο της άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο». Την επόμενη, 15 Γενάρη του 1919, συλλαμβάνεται και δολοφονείται. Το πτώμα της, όπως και το πτώμα του Καρλ Λήμπνεχτ, ρίχνεται στα κανάλια του Βερολίνου. Την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 1919, σε μια αποβάθρα εντοπίζονται τα πτώματα των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα δεν είχε στηρίξει τα εθνικά οράματα της Γερμανίας μπροστά στον πόλεμο. Η «κόκκινη» Ρόζα προέταξε την αξία του ανθρώπου, ως την αναλλοτρίωτη εκείνη ουσία των χειραφετητικών τάσεων του ανθρώπου, πεπεισμένη ως το τέλος πως το τέλος της κοινωνίας της εκμετάλλευσης δεν περνά από την στρατιωτικού τύπου στράτευση των «μαζών». Η σκέψη της ακολούθησε πιστά την εναντίωση στη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία, τη διεθνιστική πάλη ενάντια στον μιλιταρισμό και την διαλεκτική της επαναστατικής δράσης. Αποχώρησε από το SPD και κάλεσε την εργατική τάξη να μη στρέψει τα όπλα της παρά μόνο στα αφεντικά της. Η εξέγερση του Γενάρη του 1919 πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση των πρώην συντρόφων της και το αίμα της Ρόζας βάφει για πάντα τα χέρια τους. Από εκείνη τη στιγμή, τα κόκκινα νερά του Σπρέε χωρίζουν τις δύο επιλογές.
Άννα Β.
_______________________________________ 
Έγραφε:
«Στη Γερμανία, για τέσσερις δεκαετίες είχαμε μόνο κοινοβουλευτικές “νίκες”. Πρακτικά βαδίζαμε από νίκη σε νίκη. Και όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τη μεγάλη ιστορική δοκιμασία της 4ης Αυγούστου 1914, το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική πολιτική και ηθική ήττα, μια εξοργιστική κατάρρευση και σήψη χωρίς προηγούμενο.Μέχρι στιγμής, οι επαναστάσεις δε  μας έχουν δώσει τίποτα παρά ήττες. Αυτές οι αναπόφευκτες ήττες μας δίνουν σωρεία εγγυήσεων για την τελική νίκη.»
 «Μετά την 4η Αυγούστου [1914] η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είναι ένα πτώμα που βρωμάει», γράφει η Ρόζα. Εκείνη την ημέρα οι βουλευτές του SPD, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, του οποίου η Λούξεμπουργκ ήταν μέλος, υπερψήφισαν μαζί με τα αστικά κόμματα τις πολεμικές δαπάνες παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε ορκίζονταν πως θα αντιστέκονταν «με όλα τα μέσα» σε περίπτωση που ξέσπαγε ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Έπρεπε να το κάνουν στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας», όπως το ίδιο έκανε και η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων της Β’ Διεθνούς στις χώρες τους.
 «Εξατμίστηκε ο πατριωτικός πυρετός από τους δρόμους. Το θέαμα τέλειωσε. Αντηχούν μόνο οι βραχνές κραυγές από τα όρνεα και τις ύαινες. Η τροφή για τα κανόνια που φορτώθηκε στα τρένα έγινε σκόνη στα πεδία των μαχών, πάνω στα οποία τα κέρδη ξεφυτρώνουν σαν τα αγριόχορτα. Οι επιχειρήσεις ευδοκιμούν στα ερείπια. Η αστική κοινωνία παρουσιάζεται τώρα ατιμασμένη, βουτηγμένη στο αίμα. Καμιά σχέση με τις καθώς πρέπει ηθικολογίες με πρόσχημα την κουλτούρα, τη φιλοσοφία, τη δεοντολογία, την τάξη, την ειρήνη και το κράτος δικαίου».
«Σε τι διαφέρουν [οι διακηρύξεις των αστικών κομμάτων] από τη σοσιαλδημοκρατική διακήρυξη; α. Ο πόλεμος επιβάλλεται σε μας από άλλους. β. Τώρα που ο πόλεμος είναι εδώ πρέπει να δράσουμε για αυτοάμυνα. γ. Στον πόλεμο αυτό ο γερμανικός λαός κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Είναι προφανές αναμάσημα της κυβερνητικής διακήρυξης. Με λίγα λόγια, αρχίζοντας από την 4η Αυγούστου μέχρι τη μέρα που θα κηρυχθεί η ειρήνη, η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει την ταξική πάλη σαν να μην υπάρχει. Η πρώτη βροντή των κανονιών του Κρουπ μετέτρεψε τη Γερμανία σε μια φανταστική χώρα διαταξικής αλληλεγγύης και κοινωνικής αρμονίας. Μήπως οι κατέχουσες τάξεις, σε μια διάθεση πατριωτικού ενθουσιασμού, δήλωσαν ότι ενόψει των αναγκών του πολέμου παραχωρούμε τα μέσα παραγωγής, τη γη, τα εργοστάσια και τα εργοτάξια στην κατοχή του λαού; Μήπως απεμπόλησαν το δικαίωμά τους να βγάζουν κέρδος; Μήπως παραμέρισαν όλα τα πολιτικά τους προνόμια; Την ίδια στιγμή που οι άρχουσες τάξεις ήταν πλήρως εξοπλισμένες, η εργατική τάξη κάτω από την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας, παρέδιδε τα δικά της όπλα».
Για τους εχθρούς της ήταν «αιμοσταγής», ενώ οι δημοσιογράφοι και οι γελοιογράφοι την παρουσιάζανε σαν μια μανιακή μέγαιρα. Στα γράμματα που έγραψε από τη φυλακή αναδεικνύεται μια εξαιρετική πολιτική ηθική, μια ηθική που φαινόταν να έρχεται από κάποιον άλλο κόσμο, μια ηθική που οι οπαδοί μιας ευτελούς Realpolitik δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Τον Δεκέμβριο του 1918 έγραφε στη Rote Fahne: «Η επαναστατική ενεργητικότητα, η πιο ανηλεής και ο ανθρωπισμός, ο πιο γενναιόδωρος, αυτά εμπνέουν τον μόνο αληθινό σοσιαλισμό. Έναν κόσμο πρέπει να τον ανατρέψουμε, αλλά κάθε δάκρυ που χύνεται ενώ θα μπορούσε να μη χυθεί είναι μια κατηγορία.»
Γράφει στη Σόνια Λήμπνεχτ στις 2 Μαΐου 1917: «Κάποτε, μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, αλλά ένα πουλί, ή οποιοδήποτε ζώο που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περισσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου η γωνίτσα ενός κήπου, όπως εδώ, ή σε έναν κάμπο ξαπλωμένη στα χόρτα, παρά σε ένα συνέδριο του κόμματος. Σε σένα μπορώ να τα λέω αυτά, αφού δεν θα τρέξεις να με υποψιαστείς ότι προδίδω το σοσιαλισμό. Το ξέρεις ότι παρ’ όλα αυτά ελπίζω να πεθάνω στο πόστο μου: σε μια οδομαχία ή σε ένα κρατητήριο. Όμως, τα φυλλοκάρδια μου το ξέρουν πως ανήκω περισσότερο στα πουλιά παρά στους “συντρόφους” μου».

Αννα Β.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Άκου φασιστάκο...



Το εξώφυλλο του Πρώτου θέματος ήταν στημένο - εδώ και χρόνια

Οι παλιοί αποικιοκράτες συνήθιζαν να κρεμάνε τα κεφάλια των θηραμάτων τους στο σαλόνι του σπιτιού τους. 

Οι δωσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών κυκλοφορούσαν με τα κομμένα κεφάλια των Ελλήνων αντιστασιακών από χωριό σε χωριό.

Ο Θέμος Αναστασιάδης «κρέμασε» το πτώμα του Παύλου Φύσσα στο εξώφυλλο του Πρώτου Θέματος.

Την περίμενε για καιρό αυτή την ημέρα.