Για τη χρήση της μαρξικής θεωρίας
και τις δυσκολίες μιας σύγχρονης ανάγνωσης
του Μίχαελ Χάινριχ
μετάφραση Μιχάλης Μπαρτσίδης
1. Εισαγωγή
Κατά τα τελευταία 120 χρόνια, ο Μαρξ διαβάστηκε και κατανοήθηκε με τρόπους κατά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Στο σοσιαλδημοκρατικό και κομμουνιστικό εργατικό κίνημα θεωρήθηκε ο μεγάλος Οικονομολόγος, που απέδειξε την εκμετάλλευση των εργατών, την αναπόφευκτη πτώση του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης. Αυτού του είδους η «μαρξιστική πολιτική οικονομία» ενσωματώθηκε σε μια μαρξιστική κοσμοθεωρία που έδινε απαντήσεις σε όλα τα προϋπάρχοντα ιστορικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά ερωτήματα.
Αυτού του είδους ο παντογνώστης «μαρξισμός» ήταν αναλυτικά σχεδόν άχρηστος, ήταν, όμως, ο πλέον κατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί ως μέσο προπαγάνδας και ως εργαλείο εξουσίας απέναντι σε εκείνους που αμφισβητούσαν τη γραμμή του κόμματος. Ήδη στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 προέκυψε μια αριστερή κριτική κατά αυτού του μαρξισμού, η οποία όμως φιμώθηκε από το σταλινισμό και το φασισμό και δεν έτυχε προσοχής κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στη δεκαετία του 1960, όταν ο Μαρξ άρχισε να διαβάζεται εκ νέου κατά τη διάρκεια της ακμής του φοιτητικού κινήματος και των διαδηλώσεων κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Μια νέα Αριστερά προέκυψε πέραν του κλασικού εργατικού κινήματος. Αυτή η νέα Αριστερά συγκροτήθηκε απέναντι σε δύο μέτωπα: αφ’ ενός κατά του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αφ’ ετέρου κατά του εξουσιαστικού και δογματικά απολιθωμένου κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο εμφανιζόταν ως μια δύναμη που υποστήριζε την κυριαρχία.
Αυτή η νέα Αριστερά ήταν κάθε άλλο παρά ενιαία. Ως προς την κριτική κατά της μαρξιστικής ορθοδοξίας, μπορεί κανείς να τη διακρίνει (grosso modo βεβαίως) σε δυο διαφορετικές κύριες κατευθύνσεις. Η μία ασκούσε κριτική κατά των συνδικάτων και των αριστερών πολιτικών κομμάτων επειδή αντιμετώπιζαν τους εργάτες ως αντικείμενα διαχειρίσιμα και χειραγωγήσιμα και όχι ως υποκείμενα ικανά για αγώνα και αντίσταση: τα θεωρητικά θεμέλια αυτής της ελεγκτικής, εξουσιαστικής σχέσης με την εργατική τάξη (σύμφωνα με αυτή την κριτική) εντοπίζονται στον αντικειμενισμό και τον οικονομισμό του παραδοσιακού μαρξισμού. Η πάλη των τάξεων, σε αντιδιαστολή προς τους αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους, υπερτονιζόταν ως η αποφασιστική κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης.
Αυτό σήμαινε ότι, σε αυτή τη συγκεκριμένη ανάγνωση του Μαρξ, ο αναγνώστης είτε υποθέτει έναν οικονομισμό στα «πρώιμα» οικονομικά έργα του Μαρξ, είτε δίνει έμφαση σε εκείνες τις παραγράφους που πραγματεύονται την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές τάξεις. Μια ανάγνωση προς αυτή την κατεύθυνση εκπροσωπήθηκε ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1960 από την τάση του ιταλικού εργατισμού, ο οποίος τη δεκαετία του 1970 εξαπλώθηκε και σε άλλες χώρες. Ο Αντόνιο Νέγκρι αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του σε αντιστοιχία με αυτή την τάση, ενώ στη Δυτική Γερμανία ήταν κυρίως ο Καρλ Χάιντς Ροτ (Karl Heinz Roth) και το περιοδικό Autonomie που προσανατολίστηκαν σε αυτή την κατεύθυνση (βλ. Wright 2002 για μια ιστορία του ιταλικού Operaismo? κείμενα του Karl Heinz Roth υπάρχουν στο Frombeloff 1993.)
Ενώ τα διάφορα ρεύματα του εργατισμού ασκούσαν κριτική στη μαρξιστική ορθοδοξία για μια υπερβολή «στρουκτουραλιστικού» και θεωρητικού στοχασμού, η δεύτερη κριτική τάση σκόπευε στην αντίθετη προσέγγιση: κατηγορούσε την ορθοδοξία για έλλειψη θεωρητικού βάθους. Όφειλε κανείς πρώτα να λυτρώσει τις μαρξικές κατηγορίες από τις δογματικές στενώσεις της ορθοδοξίας. Περαιτέρω, η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ έπρεπε, πάνω απ’ όλα, να υποβληθεί σε μια «ανακατασκευή», στην οποία κεντρικό ρόλο θα είχαν τα ζητήματα μεθόδου.
Σημαντικοί εκπρόσωποι αυτής της τάσης, στη Δυτική Γερμανία, ήταν ο Χανς-Γκέοργκ Μπακχάουζ (Hans-Georg Backhaus) και ο Χέλμουτ Ράιχελτ (Helmut Reichelt), οι οποίοι έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή της αξίας (σε αντίθεση με την ουσία της αξίας) και άλλα ζητήματα σχετικά με τη θεωρία της αξίας, η οποία αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον παραδοσιακό μαρξισμό (βλ. Reichelt 1970 και τη συλλογή των άρθρων του Backhaus 1997). Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποστηριζόταν ότι ενώ ο παραδοσιακός μαρξισμός μπορούσε να κατανοεί τον καπιταλισμό ως μια σχέση εκμετάλλευσης, η ιδιαίτερη μορφή αυτής της εκμετάλλευσης που τη διέκρινε απ’ όλους τους προκαπιταλιστικούς τρόπους εκμετάλλευσης παρέμεινε κατά μέγα μέρος στο περιθώριο.
Με σημείο εκκίνησης την ανάλυση των μορφών, ποικίλες δημόσιες συζητήσεις ξεκίνησαν στη Δυτική Γερμανία στη δεκαετία του 1970,όπως η συζήτηση για την «προέλευση του κράτους» (Staatsableitungsdebatte), μια άλλη για την «παγκόσμια αγορά» (στην οποία το αφετηριακό σημείο ήταν οι κατηγορίες της αξίας), καθώς και ποικίλες απόπειρες για μια «πραγματική ανάλυση» της τρέχουσας κίνησης του κεφαλαίου (βλ. περιοδικά όπως τοPROKLA) . Η «κριτική της αξίας» (Wertkritik) που προωθήθηκε από τον Ρόμπερτ Κουρτς (Robert Kurz) και το περιοδικό Krisis από την αρχή της δεκαετίας του 1990, καθώς και η γνωστή μελέτη του Μόις Ποστόουν (Moishe Postone) Time, Labor, and Social Domination [ Χρόνος, εργασία και κοινωνική κυριαρχία ] (1993) έχουν αμφότερες τις ρίζες τους στις ιδέες της δεκαετίας του 1970 που σχετίζονται με την ανάλυση των αξιακών μορφών. Οι συζητήσεις της δεκαετίας του 1970 αναζωογονήθηκαν επίσης από τις διάφορες απόπειρες να εκμοντερνιστεί ο παραδοσιακός μαρξισμός, όπως π.χ. από την απόπειρα του Βόλφγκανγκ Φριτς Χάουγκ (Wolfgang Fritz Haug). Μια σύγχρονη μορφή του παραδοσιακού μαρξισμού που έχει εκμοντερνιστεί ως προς συγκεκριμένες απόψεις βρίσκουμε, παραδείγματος χάριν, στα κείμενα του Άλεξ Καλλίνικος (Alex Callinicos), ο οποίος έχει κάποια απήχηση στο κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
Τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία των δύο κριτικών ρευμάτων (που εδώ σκιαγραφήθηκαν αδρότατα) είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικά. Σε όποια σημεία ο εργατισμός εμφανίζεται είτε να στερείται βάθους σε σχέση με τις μαρξικές κατηγορίες είτε να μη γνωρίζει έννοιες, όπως της αξίας ή του φετιχισμού, είτε να έχει μια μάλλον εξιδανικευμένη άποψη για τη σύγχρονη πάλη, η άλλη τάση, σκάβοντας όλο κι πιο βαθιά στη θεωρία, ερευνώντας τις κατηγορίες, αμελεί σε μεγάλο βαθμό να ερευνήσει τις κοινωνικές τάξεις και τους αγώνες τους. Αυτή η παραμέληση έγινε ιδιαίτερα προβληματική όταν τα όρια στην ανάπτυξη των κατηγοριών αγνοήθηκαν, σε μια απόπειρα να εξηγηθούν όλα τα καθοριστικά στοιχεία του κράτους, της κοινωνίας και της συνείδησης από τις θεμελιακές κατηγορίες της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας.
2. Οι απαιτήσεις μιας σύγχρονης ανάγνωσης του Μαρξ
Το μαρξικό έργο είναι ένα γιγαντιαίο σώμα αποσπασματικών θεωρητικών εργασιών. Όχι μόνο αποτελείται από αδημοσίευτα και μη ολοκληρωμένα έργα, αλλά ακόμη και το πρόγραμμα έρευνας του ίδιου του Μαρξ παρέμεινε κατά μεγάλο μέρος ανολοκλήρωτο. Πάνω απ’ όλα, η θεωρητική εξέλιξη του Μαρξ δεν συνίσταται αποκλειστικά και μόνο από αλληλουχίες, αλλά και από μια σειρά ρήξεων. Γι’ αυτόν το λόγο δεν αντιμετωπίζουμε τον Μαρξ σαν ένα «λατομείο» από το οποίο εξάγουμε εδάφια προς παράθεση, ούτε μπορούμε (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τα συμφραζόμενα) να εκλαμβάνουμε συγκεκριμένα κείμενα ως «τις» θέσεις του Μαρξ. Κι όμως, αυτή ακριβώς είναι η κοινή μέθοδος που χρησιμοποιούν τόσο (πολλοί) μαρξιστές όσο και (πολλοί) κριτικοί του μαρξισμού.
Έτσι, πολλοί κριτικοί του «παραδοσιακού κοσμοθεωρητικού μαρξισμού» έχουν τονίσει ότι δεν είναι δυνατόν να αποσταχθεί μια θεωρία «ιστορικού υλισμού» αποκλειστικά και μόνο από τη μιάμιση σελίδα παρατηρήσεων για τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις που περιέχει η «Εισαγωγή» του 1859 στη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Αλλά και πολλοί «μη δογματικοί» μαρξιστές αντιμετώπισαν με έναν παρόμοιο άκριτο τρόπο τα κείμενα που προτιμούσαν. Οι περίφημες «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» του 1845 (τις οποίες δημοσίευσε για πρώτη φορά ο Ένγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ) θεωρούνται γενικώς το ιδρυτικό κείμενο μιας νέας επιστήμης για την κοινωνία και την ιστορία. Η δε ενδέκατη θέση («Οι φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε ») χρησιμοποιήθηκε με αυταρέσκεια ως το ύστατο επιχείρημα εναντίον κάθε αντιπάλου που έμοιαζε να θεωρητικολογεί πέραν του δέοντος.
Καμία περαιτέρω αναφορά δεν γίνεται στο γεγονός ότι αυτές οι θέσεις ήταν οι πρόχειρες σημειώσεις του Μαρξ εντός του πλαισίου μιας αντιπαράθεσης με συγκεκριμένους φιλοσόφους (τους αποκαλούμενους «νέους χεγκελιανούς») και έκτοτε δεν χρησιμοποίησε ποτέ ξανά αυτές τις σημειώσεις με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης, πρόθυμα (κυρίως στην περίπτωση της ενδέκατης θέσης) λησμονιέται το γεγονός ότι πουθενά αλλού στον Μαρξ δεν βρίσκεται κάποια αντίθεση, και πολύ λιγότερο αμοιβαίος αποκλεισμός, ανάμεσα στην «ερμηνεία» και «την αλλαγή» (βλ. Heinrich 2004 για μια κριτική έρευνα σχετικά με τις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» και τη χρήση που τους επιφυλάχθηκε). Μια ομοίως επιπόλαιη πρακτική μπορεί να παρατηρηθεί σε σχέση με άλλα κείμενα, όπως π.χ. με την περίφημη «Εισαγωγή» του 1857 στα Grundrisse, η οποία συχνά χρησιμοποιείται ως το μεθοδολογικό «κλειδί» για το Κεφάλαιο, που εμφανίζεται δέκα χρόνια αργότερα και σε ένα αρκετά διαφορετικό επίπεδο θεωρητικής συνειδητοποίησης. Μια σοβαρή ανάγνωση του Μαρξ δεν οφείλει μόνο να λαμβάνει υπόψη της το κειμενικό περιβάλλον αλλά πρέπει εξίσου να θέτει σε αμφισβήτηση κάθε (διαμεσολαβημένη από το σχολείο, τα μίντια και τις όποιες σχέσεις με «μαρξιστές») προκατάληψη που αφορά τη Μαρξική θεωρία – αρχής γενομένης από το «[…]ισμός». Σε αντίθεση με την ευρύτατα διαδεδομένη συζήτηση γα ένα «μαρξιστικό σύστημα», ο Μαρξ όχι μόνο δηλώνει κοφτά στον Πωλ Λαφάργκ (Paul Lafargue) ότι δεν είναι μαρξιστής, 2αλλά επιπλέον (στα Μαργκινάλια στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας του Άντολφ Βάγκνερ 3 ) ενίσταται επιπλέον στον ισχυρισμό ότι έχει δημιουργήσει ένα «σοσιαλιστικό σύστημα». Οι μικρόνοιες και οι διαστρεβλώσεις όσων «οικοδομούσαν» το μαρξιστικό σύστημα, κυρίως πολλών «μαρξιστών-λενινιστών», ήταν προφανέστατες. Ως εκ τούτου, σήμερα πολύ σπάνια βρίσκεται μαρξισμός χωρίς κάποιο συνοδευτικό: υπάρχουν «μη δογματικοί», «ανοιχτοί», «πλουραλιστικοί» ή άλλοι παρόμοιοι μαρξισμοί. Αλλά όλοι αυτοί οι ωραίοι χαρακτηρισμοί δεν καλύπτουν το γεγονός ότι η κατασκευή ενός «ισμού» απαιτεί ένα κριτήριο για διαφοροποίηση από τους άλλους «ισμούς», που θα πρέπει είτε να είναι δογματικά παγιωμένο ή τόσο ασαφές και αόριστο ώστε τελικά να μην σημαίνει τίποτε.
Εξίσου προβληματικοί είναι όλοι οι τύποι κατασκευής μιας φιλοσοφίας της ιστορίας. Τέτοιες κατασκευές υποθέτουν ότι οι ιστορικές εξελίξεις παρήγαγαν μια προνομιακή θέση από την οποία μπορούμε να «κατανοήσουμε» ότι όχι μόνο η παρελθούσα εξέλιξη αλλά και η μελλοντική πρόοδος της ιστορίας είναι διαφανής. Για τις μελλοντικές εξελίξεις διατυπώθηκαν έτσι πολλές και διάφορες προβλέψεις (το προλεταριάτο διαρκώς αυξάνεται αριθμητικά, συνειδητοποιείται περισσότερο και κατανικά την αστική τάξη σε μια επαναστατική πράξη, ο καπιταλισμός εισέρχεται σε κρίση και τελικώς καταρρέει, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατασπαράσσουν η μια την άλλη σε πολέμους), οι οποίες πάντοτε παρουσιάζονταν ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα «αντικειμενικών νόμων». Τέτοιου είδους φιλοσοφίες της ιστορίας, παρά τη διαρκή διάψευσή τους, δεν έχουν ακόμη εκλείψει.
Ακόμη και σήμερα μπορούμε να βρούμε θεωρίες «μιας τελικής κατάρρευσης» του καπιταλισμού, μιας αναπόφευκτης εξέλιξης της ιστορίας. Τα προγνωστικά τέτοιου είδους φιλοσοφιών της ιστορίας συνεχώς χάνουν την αξιοπιστία τους. Βασίζονται στην πρόσληψη των σύγχρονων ιστορικών εξελίξεων ως απόλυτων και στη μη συνειδητοποίηση του πόσο πολύ ευέλικτος και ικανός να αφομοιώνει τις εξελίξεις είναι ο αναπτυγμένος καπιταλισμός.
Αν και όταν ο καπιταλισμός φθάσει στο τέλος του, τότε αυτό δεν θα συμβεί ως αποτέλεσμα μιας αυτόματης διαδικασίας, αλλά θα συμβεί μάλλον επειδή οι άνθρωποι βαρέθηκαν από τις απαιτήσεις του και συνειδητά αποφασίζουν να τον τερματίσουν. Κατασκευές φιλοσοφίας της ιστορίας είναι δυνατόν να βρεθούν στον Μαρξ, αλλά κυρίως στα έργα του νεαρού Μαρξ των Παρισινών χειρογράφων και στον Μαρξ της μεσαίας περιόδου του Κομμουνιστικού μανιφέστου. Στο Κεφάλαιο, ωστόσο, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει μόνο κάποια απομεινάρια, αλλά αυτά δεν παίζουν πλέον αποφασιστικό ρόλο για το θεωρητικό σώμα.
3. «Ιδεατός μέσος όρος» και ιστορική εκδήλωση
Όποιος αναλαμβάνει να αναγνώσει το Κεφάλαιο οφείλει πρώτα απ’ όλα να λάβει υπόψη του τι είναι αυτό που ο Μαρξ περιγράφει. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί μεν πολλά παραδείγματα από τον σύγχρονό του αγγλικό καπιταλισμό, αλλά δεν αποτελεί αυτός το αντικείμενο μελέτης, ούτε άλλωστε «ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός του 19ου αιώνα», όπως πρότεινε ο Λένιν (και τον οποίο ο τελευταίος προσπάθησε να συμπληρώσει με μια θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού). Ο Μαρξ προσπαθεί μάλλον να απεικονίσει τις θεμελιώδεις αλληλεξαρτήσεις του καπιταλισμού ή, όπως ο ίδιος το θέτει στο τέλος του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, «τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στον ιδεατό του μέσο όρο» (Κεφάλαιο, τ. 3: 1020). Ο Μαρξ δεν ενδιαφέρεται για έναν συγκεκριμένο, εμπειρικό καπιταλισμό, αλλά για τις δομές που συνιστούν τον πυρήνα κάθε ιδιαίτερου καπιταλισμού.
Ως εκ τούτου, ο Μαρξ επιχειρηματολογεί σε έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό αφαίρεσης, αλλά είναι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο που μπορούμε να βρούμε κάποια χρησιμότητα του Κεφαλαίου σήμερα. Τουλάχιστον στην πρόθεσή της, η Μαρξική ανάλυση δεν ασχολείται αποκλειστικά με τον 19ο αιώνα. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να αποσπάσει κανείς πρώτα τον Μαρξ από τους δεσμούς τους με τον 19ο αιώνα, όπως προτείνουν ο Καρλ Χάιντς Ροτ και πολλοί άλλοι. Από κάποιες απόψεις, μπορεί να πει κανείς ότι το Κεφάλαιοεφαρμόζεται καλύτερα στον 20ό και τον 21ο αιώνα απ’ ό,τι στον 19ο.
Κάποιοι από τους κεντρικούς μηχανισμούς της δυναμικής του καπιταλισμού που αναλύθηκαν από τον Μαρξ έφτασαν στην πλήρη εξέλιξή τους για πρώτη φορά κατά τον 20ό αιώνα, όπως η «παραγωγή της σχετικής υπεραξίας»: η αύξηση της υπεραξίας διά της μείωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης, ως αποτέλεσμα της μείωσης της αξίας των μέσων διαβίωσης. Αυτά μπορούσαν να συμβούν μόνο όταν τα μέσα διαβίωσης παράγονταν σε συνθήκες καπιταλιστικής παραγωγής, πράγμα το οποίο συνέβη για πρώτη φορά κατά τον 20ό αιώνα. Ο έλεγχος της κίνησης της συσσώρευσης διά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον οποίο ο Μαρξ μελετά στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, συμβαίνει σε ένα παγκόσμιο επίπεδο για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του τελευταίου τέταρτου του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, το υψηλό επίπεδο αφαίρεσης στο Κεφάλαιο έχει το τίμημά του. Το ότι ο Μαρξ περιγράφει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στο επίπεδο του ιδεατού του μέσου όρου σημαίνει επίσης ότι δεν είχε την πρόθεση να αναλύσει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στη συγκεκριμένη του εκδήλωση στο χώρο και το χρόνο. Άλλωστε μια τέτοια ανάλυση δεν θα μπορούσε να προκύψει απλώς από τη «συμπλήρωση» των γενικών νόμων με συγκεκριμένα δεδομένα. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν υπάρχει στο επίπεδο ενός «ιδεατού μέσου όρου»? πάντοτε εγγράφεται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό πλέγμα, και πάντοτε διαθέτει έναν ιστορικό χαρακτήρα.
Η διαφορά ανάμεσα στον «ιδεατό μέσο όρο» που έχει αναλύσει ο Μαρξ και στη συγκεκριμένη εκδήλωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής συχνά αποσιωπάται κατά απαράδεκτο τρόπο από μερικούς μαρξιστές, οι οποίοι υποβαθμίζουν τη σημασία της διαφοράς, διαλύοντάς την σε τελικά αμελητέες ιστορικές διαφορές έναντι μιας αμετάβλητης κανονικότητας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ή με την έννοια ότι αποπειρώνται να εξηγήσουν κάθε κοινωνικό φαινόμενο από τις θεμελιώδεις οικονομικές κατηγορίες. Από την άλλη πλευρά, οι πολέμιοι του Μαρξ αρέσκονται να τονίζουν αυτή τη διαφορά (ανάμεσα στον ιδεατό μέσο όρο και τη συγκεκριμένη εκδήλωση) ως επιχείρημα κατά της Μαρξικής θεωρίας: αφού η πραγματικότητα αποκλίνει της θεωρίας, κάτι δεν πάει καλά με τη θεωρία.
Σε ένα σημείο του βιβλίου του, ο Ροτ επίσης επιχειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο, τονίζοντας δηλαδή τη διαφορά. Έτσι, ασκεί κριτική στη Μαρξική έννοια του «διττώς ελεύθερου εργάτη». Οι εργάτες, σύμφωνα με τον Μαρξ, πρέπει να είναι δικαιικώς ελεύθεροι ώστε να μπορούν να πουλούν την εργασιακή τους δύναμη στο κεφάλαιο, αλλά πρέπει να είναι και ελεύθεροι από κάθε ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής και διαβίωσης ώστε νααναγκάζονται να την πουλούν. Ο Ροτ ισχυρίζεται ότι αυτές οι συνθήκες υπάρχουν κυρίως στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, ενώ δεν είναι ποτέ κυρίαρχες στην περιφέρεια, διότι πολλές καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης στην περιφέρεια δεν βασίζονται στην ελεύθερη αλλά στη βιαίως εξαναγκασμένη εργασία.
Αυτό που ο Μαρξ περιγράφει στο Κεφάλαιο είναι οι καπιταλιστικές όψεις του καπιταλισμού, δηλαδή αυτές που διαφοροποιούν αυτό τον τρόπο παραγωγής από όλους τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Μία από αυτές είναι ότι η εκμετάλλευση μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να χρειάζεται να υπάρξει μια άμεση σχέση εξαναγκασμού μεταξύ αυτών που ασκούν και εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση. Η βία περιορίζεται στη «χωρίς υποκείμενο βία» (βλ. Heide Gerstenberger 2006) του αστικού κράτους, το οποίο εξαναγκάζει τόσο την αστική τάξη όσο και το προλεταριάτο να υπακούουν στους ίδιους κανόνες: κάθε άτομο είναι ελεύθερο και ίσο, η ιδιοκτησία είναι εξασφαλισμένη, η συνήθης μορφή κοινωνικής διασύνδεσης είναι το συμβόλαιο και η μη τήρησή του απειλείται με τιμωρία.
Σχέσεις εκμετάλλευσης ανάμεσα σε θεσμικά μη ίσους ανθρώπους και εκμετάλλευση των μη ελευθέρων υπάρχουν σε όλους τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Αλλά η αντίληψη ότι δεν υπάρχει αναγκαστικά αντίφαση ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και τη δικαιική ισότητα αφ’ ενός και την εκμετάλλευση αφ’ ετέρου είναι ριζικά νέα. Όμως, ο ιστορικός καπιταλισμός δεν συμπίπτει με αυτό τον ιδεατό μέσο όρο? αντίθετα, αποτελεί συνάρθρωση καπιταλιστικών και προκαπιταλιστικών στοιχείων Για να αναλύσουμε, όμως, αυτές τις σχέσεις αντί απλώς να τις περιγράφουμε, πρέπει να έχουμε μια ιδέα του τι είναι «καπιταλιστικό».
Αυτές οι σκέψεις δεν σκοπεύουν να αποκλείσουν κάθε κριτική της Μαρξικής θεωρίας. Το ότι ο Μαρξ σκόπευε να αναλύσει τον ιδεατό μέσο όρο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν σημαίνει αυτομάτως ότι κατάφερε και να το πράξει σε όλα τα σημεία. Πρέπει κανείς συνεχώς να ελέγχει αν ο Μαρξ σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το σημείο εξέλαβε κάποιο χρονικά περιορισμένο φαινόμενο ως ουσιώδες στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αυτό συνέβη, π.χ., με τον ισχυρισμό του για την αναγκαία ύπαρξη ενός χρηματικού εμπορεύματος: Σύμφωνα με τον Μαρξ, τέτοια χρηματικά εμπορεύματα δεν είναι απαραίτητο να κυκλοφορούν ως χρήμα, αλλά πάντως πρέπει να χρησιμεύουν ως ένα είδος σημείου αναφοράς για ολόκληρο το νομισματικό και πιστωτικό σύστημα. Αυτό σαφώς δεν συμβαίνει από τη στιγμή που κατέρρευσε το συναλλαγματικό σύστημα του Μπρέτον Γουντς, όπου διάφορα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο και το δολάριο με τη σειρά του ήταν δεμένο στον κανόνα του χρυσού (βλ. Heinrich 1999: 232-240 και 302-305).
4. Εξέλιξη των κατηγοριών
Όποιος διαβάζει το Κεφάλαιο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο το βαθμό αφαίρεσης του κειμένου, αλλά επίσης και την κατασκευή του. Η ακολουθία των κατηγοριών δεν είναι κατά κανένα τρόπο αυθαίρετη ή προσανατολισμένη σύμφωνα με κάποια διδακτική μέριμνα. Ο Μαρξ «εξελίσσει» κατηγορίες, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι προσπαθεί να καταστήσει σαφές ότι οι κατηγορίες σε ένα επίπεδο περιγραφής είναι αναγκαία ατελείς και, ως εκ τούτου, είτε επιτάσσουν περαιτέρω κατηγορίες είτε ότι το επίπεδο στο οποίο είχε ως εκείνο το σημείο επιχειρηματολογήσει πρέπει να εγκαταλειφθεί. Γι’ αυτό και η πρόοδος της ίδιας της παρουσίασης αναπαράγει συγκεκριμένες πληροφορίες που αφορούν αυτό το οποίο περιγράφεται. Αυτή η διαδικασία καθίσταται πλήρης μόνο όταν κάποιος έχει φτάσει στο τέλος όλης της παρουσίασης.
Η ανάλυση την οποία προσφέρει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο δεν μπορεί να καταναλωθεί με όρους «ορεκτικού»: οφείλει κανείς να πάρει όλο το «μενού». Αν κανείς αποσπάσει κομμάτια από την παρουσίαση, τότε έχει κάτι που όχι μόνο είναι ατελές, αλλά και από μόνο του αποτελεί διαστρέβλωση. Οφείλει κανείς να λάβει υπόψη του και τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου εφόσον επιθυμεί να κάνει χρήση του. Γι’ αυτόν το λόγο ο Μαρξ αντιστάθηκε επί μακρόν στην πίεση του Ένγκελς να δημοσιεύσουν τουλάχιστον τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου μολονότι δεν είχε ακόμη τελειώσει με το υπόλοιπο κείμενο. Όταν τελικά συναίνεσε, το έκανε μόνο επειδή πίστευε ότι θα τελείωνε με τους άλλους τόμους εντός ενός έτους – πεποίθηση η οποία, όπως είναι γνωστό, αποδείχθηκε μεγάλο σφάλμα.
Δεν ήταν μόνο οι παραδοσιακοί μαρξιστές που επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Έμοιαζε πως καθετί σημαντικό ήδη βρισκόταν μέσα σε αυτό τον πρώτο τόμο: η εργασιακή θεωρία της αξίας, οι επεξηγήσεις αναφορικά με την εκμετάλλευση, η υπεραξία και η συσσώρευση, και τέλος μια σύντομη (άκρως εικοτολογική) πρόβλεψη ενός επερχόμενου τέλους του καπιταλισμού. Μέχρι σήμερα, η πρόσληψη του όλου έργου μέσω κυρίως του πρώτου τόμου παραμένει δεσπόζουσα. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες.
Στην «εξελισσόμενη» απεικόνιση μια ολόκληρη σειρά θέματα αναδύονται συνεχώς, και μάλιστα σε διαφορετικά επίπεδα επιχειρηματολογίας. Η συσσώρευση, παραδείγματος χάριν, δεν παίζει ρόλο αποκλειστικά και μόνο στον πρώτο τόμο – αναδύεται ξανά, διαφορετικά προσδιορισμένη, στον δεύτερο και τελικά στον τρίτο. Θα πλανηθεί όποιος αποπειραθεί να κατανοήσει τη συσσώρευση αποκλειστικά στο επίπεδο που αυτή ορίζεται στον πρώτο τόμο. Το ίδιο συμβαίνει και με το φετιχισμό, ο οποίος δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στο φετιχισμό του εμπορεύματος του πρώτου κεφαλαίου.
Η εξέταση του φετιχισμού διατρέχει και τους τρεις τόμους και απολήγει τελικά στην «τριαδική φόρμουλα», η οποία αναλύεται στο τέλος του τρίτου τόμου: η φυσιοποίηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής όχι μόνο ως θεμέλιου των δομών της καθημερινής συνείδησης, αλλά και της αστικής οικονομικής επιστήμης.
5. Τάξη και ταξικοί αγώνες
Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανάπτυξη του εννοιολογικού συστήματος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, η Μαρξική θεωρία των τάξεων δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί επαρκώς (βλ. Heinrich 2006, κεφάλαιο 10.3). Στο μεγαλύτερο μέρος του Κεφαλαίου, οι κοινωνικές τάξεις αντιμετωπίζονται μόνο περιστασιακά και όχι συστηματικά Αυτό οδηγεί στην παρεξήγηση ότι οι τάξεις και οι αγώνες τους δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στο Κεφάλαιο, και ότι το πρωταρχικό μέλημα είναι οι δομές και οι αντικειμενικές τάσεις. Ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς αυτή την άποψη (δηλαδή ότι οι τάξεις δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο Κεφάλαιο) , άλλοτε οι τάξεις και η πάλη τους υποβαθμίζονται προς χάριν των αντικειμενικών δομών, άλλοτε τονίζονται μετ’ επιτάσεως τα εδάφια που αναφέρονται σε ταξικούς αγώνες (τους αγώνες που αφορούν το ωράριο, τους αγώνες στα εργοστάσια) με σκοπό να καταστεί σαφές ότι η πάλη των τάξεων είναι επίσης ένα σημαντικό θέμα στο Κεφάλαιο.
Και στις δύο περιπτώσεις, η συνολική κατασκευή των επιχειρημάτων του Μαρξ δεν λαμβάνεται προσεκτικά υπόψη. Στον πρώτο τόμο, ο Μαρξ χρησιμοποιεί έναν πολύ στενό δομικό ορισμό των τάξεων, όπου διακρίνει μόνο ανάμεσα σε αυτούς που διαθέτουν τα μέσα παραγωγής και σε αυτούς που δεν διαθέτουν. Στον παραδοσιακό μαρξισμό, αυτή η απλή κατασκευή χρησιμοποιήθηκε ως επαρκής προσδιορισμός της «μπουρζουαζίας» και του «προλεταριάτου». Μια διαφοροποίηση αυτής της απλής κατασκευής, την οποία έκανε ο Μαρξ στα επόμενα μέρη του Κεφαλαίου, όχι μόνο αγνοήθηκε αλλά επιπλέον συνέβη κάτι ακόμα πιο σημαντικό από θεωρητική άποψη: η ταξική εξουσία συχνά γινόταν κατανοητή σαν την προσωπική, συνειδητή επιβολή της μιας ομάδας επί της άλλης. Με μια τέτοια ανάγνωση το Κεφάλαιοανάγεται στο επίπεδο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ενός κειμένου που γράφτηκε 20 χρόνια νωρίτερα, όταν ο Μαρξ ασκούσε ένα είδος εναλλακτικής εφαρμογής των προϋπαρχουσών κατηγοριών της αστικής οικονομίας, αντί για την κριτική αυτών των κατηγοριών.
Προσωπικές και συνειδητές σχέσεις άσκησης εξουσίας είναι τυπικές σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Αλλά η συγκεκριμένη καπιταλιστική μορφή της κυριαρχίας διαμεσολαβείται από πράγματα. Επειδή οι άνθρωποι σχετίζονται με τα προϊόντα της εργασίας τους ως εμπορεύματα και με τα μέσα παραγωγής ως κεφάλαιο, συστήνουν διά της ίδιας τους της πρακτικής μια ιδιαίτερη αντικειμενική λογική των πραγμάτων (τα εμπορεύματα πρέπει να πουληθούν, το κεφάλαιο πρέπει να παράγει υπεραξία), η οποία εμφανίζεται στους ανθρώπους ως έκφραση ενός αντικειμενικού Λόγου. Η κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης είναι το μη συνειδητό και μη σκοπούμενο αποτέλεσμα αυτής της αντικειμενικής λογικής – πράγμα το οποίο βεβαίως δεν αποκλείει ότι η τάξη αυτή μπορεί να πασχίζει συνειδητά και με πρόθεση για την κυριαρχία, απλώς δεν είναι αυτό το καθοριστικό σημείο.
Έχοντας αυτά κατά νου, η θεωρία περί μονοπωλιακού καπιταλισμού του Λένιν (δεδομένων και των συγκεκριμένων σφαλμάτων της στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας, όπως η σύγχυση της ανάπτυξης σε μέγεθος μεμονωμένων εταιρειών και της μείωσης του αριθμού τους με τη μονοπωλιοποίηση, από την οποία συνάγεται μια θεμελιώδης αλλαγή στη μορφή της οικονομικής διαμεσολάβησης) είναι μια αποφασιστική οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με τη Μαρξική Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας: μη προσωπικές σχέσεις εξουσίας μετασχηματίζονται σε προσωπικές και αντί για το νόμο της αξίας αναδύονται οι «άρχοντες των μονοπωλίων», οι οποίοι υποτίθεται πως επιβάλλουν τη θέλησή τους επί της κοινωνίας, ενώ η αντικειμενική λογική των πραγμάτων δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο. Κάποιες τάσεις του εργατισμού επίσης τείνουν προς το να υποβαθμίζουν την αντικειμενική, διαμεσολαβημένη κυριαρχία σε σκοπούμενη κυριαρχία μιας κοινωνικής τάξης. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν οι εργατιστές παρουσίασαν την «κρίση» ως μια εκ προθέσεως «απάντηση» των καπιταλιστών στους «αγώνες των εργατών».
Στον καπιταλισμό της περιφέρειας, οι προσωπικές και συνειδητές σχέσεις εξουσίας παίζουν σημαντικότερο ρόλο, γεγονός που οφείλεται στην αλληλεπικάλυψη του καπιταλιστικού με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Για να αναλύσει όμως κανείς αυτές τις ανάμεικτες σχέσεις, χρειάζεται μια σαφή έννοια της αποπροσωποποιημένης καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας. Αλλά μια κατηγορική παρουσίαση δεν μπορεί να ξεκινήσει με μια τέτοια αποπροσωποποιημένη έννοια της ταξικής κυριαρχίας: Αυτή η αντίληψη της ταξικής κυριαρχίας δεν μπορεί να προηγείται, θα πρέπει να προκύψει ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης και παρουσίασης των εννοιών της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Εξ αυτού του λόγου, ο Μαρξ σκόπευε να τοποθετήσει το κεφάλαιο για τις τάξεις όχι στην αρχή αλλά μάλλον στο τέλος του Κεφαλαίου.
Η αντικειμενικά διαμεσολαβημένη κυριαρχία συνδέεται με «το φετιχισμό που κολλάει στα προϊόντα εργασίας μόλις αρχίσουν να παράγονται ως εμπορεύματα» (Κεφάλαιο, τ. 1: 86). Ο φετιχισμός εδώ δεν σημαίνει απλώς μια μορφή «σφάλματος» ή έστω χειραγωγούμενης συνείδησης. Το ζήτημα είναι περισσότερο ένας αυθόρμητος τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς μια συγκεκριμένη πρακτική: όταν η δραστηριότητα των φορέων κοινωνικών σχέσεων διαμεσολαβείται μόνο από τα πράγματα, τότε τα πράγματα ενδύονται κοινωνικές ιδιότητες. Όλες οι κοινωνικές τάξεις υπόκεινται σε αυτόν το φετιχισμό που απορρέει από την κοινωνική πρακτική.
Έτσι δεν υφίσταται μια προνομιακή θέση που να επιτρέπει μια διεισδυτική ματιά στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού: ούτε η θέση των καπιταλιστών οι οποίοι ασχολούνται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, ούτε η θέση των εργατών τους οποίους εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο με άμεσο τρόπο επιτρέπει κάτι τέτοιο. Τίποτα δεν κερδίζεται με το να παίρνει κανείς απλώς τη «σκοπιά των εργατών». Η πάλη των τάξεων στις περισσότερες περιπτώσεις έλαβε χώρα στο εσωτερικό του καπιταλιστικού πλαισίου κυριαρχίας. Το πρώτο μέλημα για όσους υφίστανται εκμετάλλευση είναι (αναγκαστικά) να εξασφαλίσουν την υλική και δικαιική τους κατάσταση εντός του πλαισίου εκμετάλλευσης.
Το ότι υπάρχουν αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο δεν σημαίνει αυτομάτως ότι αυτοί οι αγώνες είναι απαραιτήτως και αντικαπιταλιστικοί. Οι αγώνες κατά του καπιταλισμού είναι πάντοτε μια ιστορική εξαίρεση. Η υπερεκτίμηση αυτών των αγώνων είναι μια τάση του εργατισμού (και όχι μόνον). Ο Ροτ, παραδείγματος χάριν, ενώ επιμένει στην άποψη ότι κανείς δεν μπορεί αυτομάτως να συνάγει το συμπέρασμα πως η «παγκόσμια κατώτερη τάξη(underclass) αργά ή γρήγορα θα εξεγερθεί κατά του καπιταλιστικού συστήματος» , από την άλλη γράφει «ότι μπορούμε αναμφίβολα να υποθέσουμε πως για τις ανά την υφήλιο κατώτερες τάξεις, τη συντριπτική δηλαδή πλειονότητα των 6,4 δισ. ανθρώπων, ο καπιταλισμός έχει χάσει τη νομιμότητά του» (Roth 2005: 62).
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η πλειοψηφία μεταξύ των 6,4 δισ. ανθρώπων δεν θέτει κάποιο ερώτημα που να αφορά τον καπιταλισμό αυτόν καθ’ εαυτό αλλά, αντιθέτως, προσπαθεί απλώς και μόνο να επιβιώσει. Αυτοί, ωστόσο, που δεν δέχονται τόσο απλά αυτήν την κατάσταση αλλά εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τις αιτίες της, φτάνουν σε κατά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους συμπεράσματα, τα οποία κυμαίνονται από την άδικη φύση του ανθρώπινου είδους ως την ανικανότητα συγκεκριμένων κυβερνήσεων, την απληστία συγκεκριμένων καπιταλιστών και των τραπεζών ή των Εβραίων (ή σε μερικές ασιατικές χώρες των Κινέζων εμπόρων). Ο καπιταλισμός ο ίδιος μόνο σπανίως θεωρείται υπεύθυνος – αλλά σε αυτή την περίπτωση, π.χ. σε μερικές χώρες του Τρίτου Κόσμου και της Ανατολικής Ευρώπης, μπορούμε να βρούμε αρκετούς ακόμη που να οραματίζονται έναν «καλό» καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό που θα λειτουργεί χωρίς απληστία, χωρίς βία ή διαφθορά.
6. Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα
Συγγραφείς όπως ο Νέγκρι και ο Ροτ σωστά υποθέτουν ότι ο καπιταλισμός πρέπει να αναλυθεί ως ένα παγκόσμιο σύστημα. Ο Μαρξ είχε ήδη αυτή την προοπτική, όταν με επιχειρήματα υποστήριζε στο Κεφάλαιο πως η παγκόσμια αγορά «αποτελεί τη βάση και τη ζωτική ατμόσφαιρα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Κεφάλαιο, 3: 143). Η παρουσίαση της παγκόσμιας αγοράς δεν περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο, όμως ο Μαρξ προγραμμάτιζε βιβλία για το κράτος και την παγκόσμια αγορά, τα οποία θα το ακολουθούσαν. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πώς πρόκειται να αναλύσει κανείς το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Πολλοί μαρξιστές είδαν στοΚεφάλαιο την εικόνα ενός καπιταλισμού περιορισμένου στο πλαίσιο ενός μεμονωμένου εθνικού κράτους, στο οποίο η θεωρία της παγκόσμιας αγοράς θα ήταν απλώς μια προσθήκη. Ως προσθήκη, η ανάπτυξη των εννοιών που θα ακολουθούσε (εφόσον ο Μαρξ προγραμμάτιζε να αναλύσει την παγκόσμια αγορά) θεωρείται μια αλληλουχία εντός του θεωρητικού πεδίου που καλύπτει η ανάλυση.
Αλλά μια εθνική οικονομία έχει ως προϋπόθεση την οριοθέτηση από άλλες εθνικές οικονομίες (διαμεσολαβημένη από το κράτος). Χωρίς την παγκόσμια αγορά, μια εθνική οικονομία δεν μπορεί να αναλυθεί σωστά. Στο Κεφάλαιο, ήδη, δεν συναντάμε την ανάλυση μιας εθνικής οικονομίας, αλλά (με την ανάλυση του ιδεατού μέσου όρου) μάλλον τις εννοιολογικές προϋποθέσεις για να ερευνήσουμε μια εθνική οικονομία και την παγκόσμια αγορά.
Στη μαρξιστική παράδοση, αυτή η θεωρητική τρύπα γεμίζει συχνά από θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, η θεωρία ειδικότερα του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό υπολείπεται πολύ της διορατικότητας της Μαρξικής Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τις ανεπάρκειες της θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού τις υπαινιχθήκαμε ήδη. Συμπληρωματικά μπορούμε να αναφέρουμε στο σημείο αυτό μια οικονομιστικού τύπου απλοποιημένη θεωρία του κράτους, η οποία είναι ακόμη μέχρι σήμερα δημοφιλής σε διάφορες παραλλαγές: το κράτος συρρικνώνεται σε ένα «εργαλείο» των «μονοπωλίων», των οποίων τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα πρέπει να επιβληθούν ή να εξασφαλιστούν. Αυτή η απλή άποψη για το κράτος ως «εργαλείο» συσκοτίζει το γεγονός ότι τα κοινά συμφέροντα των καπιταλιστών (που εκλαμβάνονται ως κάτι διαφορετικό και πιο συγκεκριμένο από το κοινό συμφέρον της διατήρησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής) δεν είναι σε καμία περίπτωση ήδη προϋπάρχοντα, περιμένοντας απλώς την ευκαιρία να προωθηθούν. Αυτά τα συμφέροντα πρέπει να ορισθούν και να εφαρμοστούν, πρέπει να κερδίσουν υποστήριξη, χρειάζονται κοινωνική ηγεμονία – διαδικασίες στις οποίες το κράτος παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο, όχι όμως ως απλό «εργαλείο».
Οφείλει κανείς γρήγορα να εγκαταλείψει τις οικονομικίστικες απλοποιήσεις των κλασικών θεωριών του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, δεν καταφέρνει κάθε απομάκρυνση από τις θεωρίες του ιμπεριαλισμού να υπερβεί αυτές τις αδυναμίες. Στο βιβλίο τους Αυτοκρατορία οι Χαρντ και Νέγκρι, ήδη στον τίτλο, τονίζουν με έμφαση τη διαφοροποίησή τους από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού. Αλλά η μόνη κριτική που ασκούν στις θεωρίες του ιμπεριαλισμού περιορίζεται στη δήλωσή τους ότι αυτές δεν είναι «πλέον» ισχυρές, ότι τα εθνικά κράτη έχασαν τον αποφασιστικό τους ρόλο κατά τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Έτσι δεν ασκούν καμία κριτική στον παραδοσιακό οικονομισμό, αντιθέτως εισάγουν μια ακόμη πιο αμφίβολη ερμηνεία, την οποία περιγράφουν ως νέα κατάσταση πραγμάτων. Έτσι, μια πραγματική κριτική των σφαλμάτων της θεωρίας του ιμπεριαλισμού δεν διατυπώνεται.
Ο Ροτ δίνει έμφαση στον «αρπακτικό» χαρακτήρα της σύγχρονης συσσώρευσης, ο οποίος στοχεύει να πληρώσει την εργατική δύναμη λιγότερο από το κόστος αναπαραγωγής της. Ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ (Harvey 2003) έχει ένα είδος «οικονομικών της κλοπής» σε σχέση με τη θεωρία του «της συσσώρευσης από απαλλοτρίωση», η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στις δυνάμεις της εργασίας, αλλά επίσης χρησιμοποιείται για να εξηγήσει την ιδιοποίηση των πόρων ξένων κρατών, συγκεκριμένες τραπεζικές δραστηριότητες, τα σκάνδαλα των οικονομικών συναλλαγών κλπ.4 Και οι δυο κατηγορούν τον Μαρξ ότι εντοπίζει τέτοιους μηχανισμούς αποκλειστικά στην πρώιμη ιστορία του καπιταλισμού, την «πρωταρχική συσσώρευση», και άρα κατ’ αυτόν τον τρόπο τους υποτιμά, αποδίδοντάς τους προσωρινή σημασία.
Αλλά ο Μαρξ ενδιαφερόταν για τη διαφορά ανάμεσα στην ιστορική συγκρότηση των προϋποθέσεων για την ανάδυση της κεφαλαιακής σχέσης και την αναπαραγωγή αυτών των συνθηκών στο πλαίσιο της ήδη υπάρχουσας κεφαλαιακής σχέσης. Ότι οι «αρπακτικές» τάσεις αναδύονται όταν νέα εδάφη κεφαλαιοποιούνται ή ότι κάθε κρίση θέτει σε αμφισβήτηση το ήδη επιτευχθέν επίπεδο αναπαραγωγής είχε γίνει ήδη αντιληπτό από τον Μαρξ. Αλλά όταν αυτό συμβαίνει υπό ήδη αναπτυγμένες καπιταλιστικές συνθήκες, τότε όποιος δεν επιθυμεί να παραμείνει στο στάδιο της απλής παρατήρησης πρέπει να θέσει το ερώτημα πώς τέτοιες διαδικασίες απαλλοτρίωσης διαμεσολαβούνται από το νόμο της αξίας.
Ο Ροτ και κυρίως ο Νέγκρι είναι μάλλον επιπόλαιοι όταν απομακρύνονται από τη Μαρξική θεωρία της αξίας. Είναι προφανές, κυρίως στους Χαρντ και Νέγκρι, ότι απομακρύνονται διότι ταυτίζουν την «αφηρημένη εργασία» (η οποία συγκροτεί την αξία) με τη χρονικά μετρήσιμη εργασία που δαπανάται στο εργοστάσιο. Καθώς η τελευταία (η εργασία στο εργοστάσιο) μοιάζει να φθίνει, η Μαρξική θεωρία της αξίας φέρεται ως απωλέσασα τη βάση της.
Όμως η έννοια της «αφηρημένης εργασίας» στον Μαρξ δεν είναι καθόλου ταυτόσημη με έναν ορισμένο τύπο δαπάνης εργασίας, αλλά μάλλον με μια κατηγορία κοινωνικής διαμεσολάβησης: σκοπεύει να καταδείξει τον ειδικό κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιωτικώς δαπανούμενης εργασίας η οποία παράγει εμπορεύματα – και είναι αδιάφορο αν το εμπόρευμα αυτό είναι ένα ατσάλινος σωλήνας ή η φροντίδα σε έναν τοκετό, σε μια κλινική η οποία διευθύνεται κατά καπιταλιστικό τρόπο.
Η Μαρξική θεωρία της αξίας πρωταρχικά δεν είναι μια θεωρία για τη διανομή του κοινωνικού πλούτου, αλλά μάλλον μια θεωρία για τη συγκρότηση μιας κοινωνικής ολότητας υπό συνθήκες κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εμπορευμάτων –και ως τέτοια είναι μια θεωρία που, σε αντίθεση με όλους τους αντίθετους ισχυρισμούς οι οποίοι προδίδουν άγνοια, σε καμία περίπτωση δεν είναι ξεπερασμένη.
Βιβλιογραφία
Backhaus Hans Georg (1997), Dialektik der Wertform, Freiburg.
Frombeloff & Roth, Karl Heinz (ed.) (1993), ... und es begann die Zeit der Autonomie, Hamburg.
Gerstenberger Heide (1990), Die subjektlose Gewalt. Theorie der Entstehung burgerlicher Staatsgewalt (2η έκδοση Munster 2006).
Hardt Michael, Negri Antonio (2000), Empire, Boston.
Harvey David (2003), The New Imperialism, Oxford.
Heinrich Michael (1999), Die Wissenschaft vom Wert, Munster.
Heinrich Michael (2004), «Praxis und Fetischismus», στο Christine Kirchhoff et al. (eds), Gesellschaft als Verkehrung, Freiburg: 249-270.
Heinrich Michael (2006), Kritik der politischen Okonomie. Eine Einfuhrung, Stuttgart (4η έκδοση).
Reichelt Helmut (1970), Zur logischen Struktur des Kapitalbegriffs bei Karl Marx (νέα έκδοση Freiburg 2001).
Roth Karl Heinz (2005), Der Zustand der Welt. Gegen-Perspektiven, Hamburg.
Wright Steve (2002), Storming Heaven, London.
1.Το κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση του συγγραφέα στο Σεμινάριο του Κοινωνικού Εργαστηρίου στο Φόρουμ Θεσσαλονίκης με θέμα Αξία, εργασία, ιδιοκτησία, κοινά αγαθά στον ψηφιακό καπιταλισμό, που πραγματοποιήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2006.
2.«Je ne suis pas marxiste», απάντησε ο Μαρξ, όταν ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ του ανέφερε κάτι σχετικά με Γάλλους «μαρξιστές». (Ο Ένγκελς διηγείται αυτό το περιστατικό σε διάφορες επιστολές, βλ. Engels προς Eduard Bernstein, 2/3 Νοεμβρίου 1882, Engels προς Conrad Schmidt, 5 Αυγούστου 1890.)
3Ελληνικά εκδ. Κριτική, Αθήνα 1998 [σ.τ.μ.].
4.Βλ. επίσης την ακόλουθη απόφανση του Τζων Χόλογουεϋ: «Η κυριαρχία είναι πάντα μια διαδικασία ένοπλης ληστείας» (John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία , εκδ. Σαββάλα, Αθήνα 2006, σ. 79) [σ.τ.μ.].
Πηγή : Θέσεις, Τεύχος 98, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2007
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.