Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών - Στρατόπεδα συγκέντρωσης φτώχων

 

του Απόστολου Δεδουσόπουλου

Απόσπασμα από το βιβλίο, Απόστολος Δεδουσόπουλος
Η Κρίση της Αγοράς Εργασίας - Θεωρίες της Ανεργίας, 2000
εκδόσεις Τυπωθήτω - Γ. Δαρδανός


Η πολιτική ζωή υιοθετεί άκριτα την ακροδεξιά ατζέντα. Τα προβλήματα του "Νόμου και της Τάξης" αποκτούν την πρωτοκαθεδρία, εκτοπίζοντας τα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Εύλογη επιλογή του πολιτικού συτστήματος. Μέσα στο συνταγολόγιο, οι επιχειρήσεις "σκούπα" και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Όμως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν προϊστορία. Χρησιμοποιήθηκαν το πρώτον από τους Άγγλους στον πόλεμο με τους Μπόερς στη Νότιο Αφρική, από την τσαρική Ρωσία και τον Στάλιν και τους επιγόνους του, για να ταυτιστούν με την απόλυτη φρίκη των Ναζί.

Εδώ παρουσιάζουμε μια πιο "ελαφρά" εκδοχή, αλλά εξ ίσου απάνθρωπη. Πρόκειται για τις προτάσεις του Booth στο τέλος του 19ου - αρχές 20ου αιώνα για την αντιμετώπιση της φτώχιας στο Λονδίνο. Οι ομοιότητες με το σήμερα μόνο τυχαίες δεν είναι.

Οι κοινωνικές έρευνες για την ανεργία στο τέλος του 19ου αιώνα

Οι κοινωνικές έρευνες για τις συνθήκες ζωής των μισθωτών και των ανέργων, όπως έχουμε δει στο προηγούμενο Κεφάλαιο, προκλήθηκαν από την ανησυχία μήπως η φτώχεια οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή. Μέχρι να ολοκληρωθεί ο 19ος αιώνας, οι έρευνες πεδίου για την φτώχεια συνεχίζονται, αν και ο κίνδυνος για την ανατροπή του συστήματος μοιάζει απόμακρος, χωρίς να έχουν λείψει οι κοινωνικές αναταραχές που προκαλεί η ανεργία και η φτώχεια[1].

Ωστόσο, υπάρχει ένας ακόμη λόγος που προκαλεί την άνθηση των ερευνών για την κατάσταση των μισθωτών και των άνεργων. Η εγκαθίδρυση του βιομηχανικού συστήματος δεν εξάλειψε τη φτώχεια, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που έγιναν στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Η σταθερότητα της απασχόλησης δεν αφορούσε το σύνολο του πληθυσμού, στους δρόμους των αστικών κέντρων η επαιτεία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, όπως και η περιπλάνηση σε αναζήτηση εργασίας. «Η εμμονή της οκνηρίας, της άγνοιας, της εγκληματικότητας και της διαφθοράς σε τέτοιες συνθήκες (δηλαδή σε συνθήκες οικονομικής ευμάρειας) έκανε δυνατό … να θεωρηθούν οι απόκληροι και οι αμαρτωλοί ως υπεύθυνοι για την κατάστασή τους»[2].

Η συνύπαρξη του πλούτου και της πενίας, χωρίς να λαμβάνει τη διαλεκτική σχέση που είχε στον Μαρξ [3], προκάλεσε το ενδιαφέρον ως επικίνδυνο κοινωνικό παράδοξο. Αυτό που περιγράφεται ως η «νέα φιλελεύθερη προσέγγιση», έχοντας απορρίψει «τη γενική απαισιοδοξία της κλασικής οικονομικής σκέψης» για τις δυνατότητες εμφάνισης της στάσιμης οικονομίας και έχοντας πεισθεί για την πραγματικότητα μιας συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, έβλεπε το υπόλειμμα της ευκαιριακής εργασίας να παραμορφώνει αποκρουστικά την εικόνα της προόδου[4]. Εξ άλλου, η κοινή αντίληψη ότι η ατομική φιλανθρωπία και οι Νόμοι για τους Φτωχούς προκαλούν την κατάπτωση του εργασιακού φρονήματος των φτωχών εξακολουθούσε να ισχύει. Η κοινωνική έρευνα στις συνθήκες ζωής των εργαζομένων προσπάθησε να δώσει απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.

«Στις δεκαετίες του 1870 και 1890 έρευνες πεδίου έγιναν στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Αυτές οι έρευνες ποίκιλαν στην ποιότητα και στην αντικειμενικότητα, αλλά στο σύνολό τους έφεραν στο φως τεράστιο υλικό στοιχείων για τα δεινά των φτωχών και ανάπτυξαν νέους τρόπους εξέτασης των κοινωνικών συνθηκών. Στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως στα συμπεράσματα και στις προτάσεις τους αντανακλούσαν τις προκαταλήψεις των ερευνητών που είχαν στόχο να διατηρήσουν τους υπάρχοντες θεσμούς, παρά να τους καταργήσουν. Συνειδητά ή ασυνείδητα, οι ερευνητές έτειναν είτε να μειώνουν το μέγεθος της ανεργίας είτε να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της ανεργίας σαν ένα στοιχείο ενός ευρύτερου προβλήματος – της φτώχειας, της εκπαίδευσης, του αλκοολισμού κλπ.»[5]. 

Το απόσπασμα αυτό από τον Garraty ανακεφαλαιώνει με ακρίβεια την κατεύθυνση και τα συμπεράσματα των ερευνών πεδίου για τη φτώχεια κατά την περίοδο αυτή. Η έρευνα του Booth εμφανίζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις λοιπές έρευνες της εποχής του και θα την παρουσιάσουμε πιο αναλυτικά εδώ.

Η έρευνα που έκανε ο Booth[6] κράτησε αρκετά χρόνια (από το 1886 ως μετά το 1891) και εκδόθηκε σε 17 τόμους με τον πρώτο τόμο να εκδίδεται το 1889 και τον τελευταίο το 1913. Ξεκίνησε την έρευνα με σκοπό να αποδείξει ως εσφαλμένη την αιτίαση μιας σοσιαλιστικής οργάνωσης ότι το ένα τέταρτο των εργατών του Λονδίνου ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Η αντικειμενικότητά του Booth του επέτρεψε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάτω από το όριο της φτώχειας δεν ζει το 25% των εργατών, αλλά σχεδόν το 30%. Τα προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία (δηλαδή η ανεργία και οι χαμηλοί μισθοί, χωρίς να διακρίνει περισσότερο μεταξύ των δύο) θεωρήθηκαν ως τα σημαντικότερα για τη διαμόρφωση των συνθηκών της φτώχειας [7].

Ο Booth ταξινόμησε τους μισθωτούς του Λονδίνου σε οκτώ κοινωνικο-οικονομικές ομάδες, αν και ήταν ιδιαίτερα επιμελής να σημειώσει ότι τα όρια μεταξύ των ομάδων είναι ιδιαίτερα ασαφή.

Η ομάδα Α ήταν η χαμηλότερη στην κλίμακα του Booth. Περιγράφεται ως μια αντικοινωνική ομάδα αδύνατη να υποστεί οποιαδήποτε αναμόρφωση. Είναι μια «άγρια και ημι-εγκληματική» ομάδα που αποτελείται από ευκαιριακούς εργαζόμενους και περιθωριακούς που ζητιανεύουν στους δρόμους. Το μέγεθός της, όμως, είναι μικρό, φθάνει μόλις το 1% του συνολικού πληθυσμού του Λονδίνου.

Η ομάδα Β αποτελείται από τους πολύ φτωχούς. Χαρακτηρίζονται από ασταθή εργασία σε μη τακτικά διαστήματα. Κατά συνέπεια αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα ανεργίας, καθώς τα μέλη της ούτε θέλησαν να βρουν ούτε είναι ικανά να εξασφαλίσουν μια σταθερή εργασία. Η ομάδα αυτή περιγράφεται σαν ένα σύνολο ατόμων που «για πνευματικούς, ηθικούς ή σωματικούς λόγους δεν είναι ικανοί για καλύτερη απασχόληση». Ο αριθμός τους είναι σημαντικός: φθάνει το 8% του συνολικού πληθυσμού, αλλά η βελτίωση της κατάστασής τους μάλλον αδύνατη: «η έλλειψη εργασίας δεν είναι το αίτιο της κατάστασής τους και η προσφορά μιας θέσης απασχόλησης σε άτομα αυτής της ομάδας είναι μια άχρηστη θεραπεία».

Οι ομάδες C και D αριθμούν μαζί το 25% του συνολικού πληθυσμού του Λονδίνου. Τα μέλη των ομάδων αυτών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας εξ αιτίας είτε συχνών διαστημάτων ανεργίας, είτε πολύ χαμηλών μισθών, παρά την τακτική απασχόληση που έχουν εξασφαλίσει. Αυτό είναι και το κριτήριο διαφοροποίησής τους: Όσοι αντιμετωπίζουν συχνά διαστήματα ανεργίας είναι «ανίκανοι να προσαρμοστούν στις συνθήκες της ζωής και δεν δείχνουν πρόνοια για το μέλλον». Αυτοί που έχουν τακτική απασχόληση, αλλά αμείβονται με χαμηλούς μισθούς είναι ανειδίκευτοι ή εργάζονται σε εργασίες που δεν απαιτούν εξυπνάδα. Και οι δύο ομάδες είναι για τον Booth τα πραγματικά θύματα του συστήματος, καθώς είναι άνθρωποι που εργάζονται σκληρά και μεγαλώνουν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια.

Οι υπόλοιπες ομάδες δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα φτώχειας και, κατά συνέπεια, ούτε συχνής ανεργίας. Δεν θα επεκταθούμε λοιπόν στις ομάδες αυτές, αν και ακόμη και τα μέλη της αμέσως ανώτερης ομάδας, της Ε, φέρουν την «κατάρα της (εργασιακής) ανασφάλειας από την οποία δεν είναι εύκολο να προφυλαχθούν όση πρόνοια και αν δείξουν». Προφανώς, τα μέλη αυτής της ομάδας υπόκεινται στην κυκλικότητα της ανεργίας, δηλαδή στις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας, παρά στην αστάθεια της εργασιακής τους ένταξης.

Το πρόβλημα, όπως το τοποθετεί ο Booth, είναι ότι ο ανταγωνισμός για την εργασία που προέρχεται από την ομάδα Β δημιουργεί αστάθεια στην απασχόληση και μειώνει τους μισθούς των ατόμων που ανήκουν στις ομάδες C και D. Αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού είναι τα μέλη αυτών των ομάδων να υποφέρουν από «ανεπαρκή απασχόληση».

Η λύση που πρότεινε ο Booth ήταν εξαιρετικά απλή: ο αποκλεισμός της ομάδας Β από την αγορά εργασίας με κρατική παρέμβαση και ο εγκλεισμός των μελών σε βιομηχανικά ιδρύματα – στρατόπεδα εργασίας – έξω από τα αστικά κέντρα. Για όσους αποδειχθούν ότι δεν μπορούν να προσφέρουν και στις συνθήκες αυτές δεν απέμενε παρά το φτωχοκομείο.

Νωρίτερα από τον Booth ένας Γάλλος βιομήχανος – πού ανέβηκε κοινωνικά από την τάξη των εργατών – ο Denis Poulot[8] είχε παρουσιάσει επίσης μια ταξινόμηση των Γάλλων εργατών σε οκτώ ομάδες. Η ταξινόμηση του Poulot παρομοιάζει με εκείνη του Booth, με τις κατώτερες ομάδες στην ιεράρχηση να χαρακτηρίζονται ως «βρώμικοι, αποκρουστικοί, χυδαίοι, άξεστοι, αδαείς, απερίσκεπτοι και κτηνώδεις», απρόθυμοι να εργασθούν τακτικά. Η τακτικότητα της εργασίας αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο για τον Poulot για να ταξινομήσει τους εργάτες στις διάφορες κατηγορίες[9].

Μπορούμε να προχωρήσουμε πλέον σ’ ένα σχολιασμό της ερευνητικής προσπάθειας του Booth. Πρώτον, είναι σαφές ότι διαβλέπει τις διαφοροποιήσεις που έχουν συμβεί στη συγκρότηση της εργατικής τάξης του Λονδίνου, τις κατατμήσεις που έχουν επέλθει, τις σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ τμημάτων (segments) και απόστασης, ταυτόχρονα, ανάμεσα στα ιεραρχημένα τμήματα.

Ωστόσο, και αυτό είναι απολύτως κατανοητό, το κριτήριο ταξινόμησης και προσδιορισμού των κατατμήσεων δεν είναι οι θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν τα μέλη των διαφόρων ομάδων, αλλά τα χαρακτηριστικά αυτών των ίδιων των εργαζομένων: η φυσική τους κατάσταση, εν μέρει, η ηθική τους και η εργατικότητά τους, πολύ περισσότερο, η σύνεση και η πρόνοια που επιδεικνύουν. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, που ο Booth καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι άνεργοι είναι, σαν τάξη, μια ομάδα άχρηστων (unfit)». Η ανεργία αποδίδεται στους ίδιους τους άνεργους, όπως στον Malthus ο υπερπληθυσμός δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της περιορισμένης ηθικής και της ανύπαρκτης εγκράτειας των μισθωτών. Στο συμπέρασμα αυτό φθάνει ο Booth παρά το γεγονός ότι το εμπειρικό του υλικό δείχνει τη στενή σχέση ανάμεσα στη φτώχεια και την ανεργία[10].

Δεύτερον, ο Booth αποφεύγει να αναφερθεί στην κυκλική ανεργία, αν και τη γνωρίζει ως φαινόμενο. Η ανεργία που προκαλείται από τις περιοδικές υφέσεις της βιομηχανίας, που εκφράζεται με μαζικές απολύσεις εργαζομένων στους «κακούς καιρούς» αναγνωρίζεται με σχόλια που αναφέρονται απλώς με συμπάθεια «στους καλούς εργάτες που περιφέρονται οκνοί» και των οποίων «ο αριθμός λέγεται ότι είναι σήμερα μεγάλος», Η άρνηση του Booth να σχολιάσει τις συνέπειες της ανεργίας που οφείλεται στις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας είναι κοινή σε όλες τις έρευνες που γίνονται και στις λοιπές χώρες κατά την ίδια περίοδο. Ο λόγος της αποσιώπησης αυτής θα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι οι παροδικές περίοδοι ανεργίας θεωρούνται από την οικονομική σκέψη της εποχής ως περίπου φυσικό φαινόμενο, ένα αποτέλεσμα, δυσάρεστο μεν, αλλά αναπόφευκτο και κυρίως κάτι που διορθώνεται αυτόματα από τον μηχανισμό της αγοράς[11]. Ο Booth - όπως και ο Poulot και οι λοιποί ερευνητές της περιόδου - επικαλείται την ανεργία, ή, ορθότερα, την έλλειψη τακτικής εργασίας, για να δείξει ότι αυτή συνδέεται με τα δυσμενή φυσικά και ηθικά χαρακτηριστικά των εργατών.

Τρίτον, ο Booth υποστηρίζει ότι η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας χρειάζεται ένα μέγεθος ανεργίας. Είναι αμφίβολο, όμως, κατά πόσο απέδιδε στην ανεργία τον ρόλο που είχε διαπιστώσει ο Μαρξ με την έννοια «του εφεδρικού στρατού της εργασίας» ή με την έννοια ότι η ανεργία αποτελεί ένα μηχανισμό επιβολής της πειθαρχίας στους εργαζόμενους , όπως υποστηρίζουν οι Shapiro και Stiglitz[12]. Μάλλον η αναφορά του ήταν σε μια δεδομένη πραγματικότητα, μια κατάθεση ενός πραγματολογικού στοιχείου.

Τέλος, η ανεργία δεν αντιμετωπίζεται παρά σε σχέση με διάφορα άλλα προβλήματα που προέρχονται από τα χαρακτηριστικά των ατόμων και της «παθογένειάς» τους. Η αντιμετώπιση αυτή της ανεργίας δεν είναι νέα: την είχαμε ήδη δει σε σχέση με τις προγενέστερες έρευνες που επισκοπήσαμε στο προηγούμενο Κεφάλαιο. Από την οπτική αυτή, η αντιμετώπιση της ανεργίας δεν αφορά την οικονομική πολιτική, με την έννοια ότι απαιτεί την υιοθέτηση οικονομικών μέτρων και παρέμβασης στον οικονομικό μηχανισμό, αλλά προσδιορίζεται ως τμήμα της κοινωνικής πολιτικής.

Με τις κοινωνικές έρευνες πεδίου η έννοια της ανεργίας ενσωματώνεται στο καθημερινό λεξιλόγιο των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που δεν ανήκουν στη ριζοσπαστική εργατική τάξη. Ωστόσο, χρησιμοποιείται ακόμη εναλλακτικά, τουλάχιστον στη Μεγάλη Βρετανία, με λέξεις που είναι δηλωτικές του τρόπου κατανόησης του φαινομένου από τους συγχρόνους: οι όροι μη σταθερή (inconstancy), ευκαιριακή (irregularity), μεταβαλλόμενη (variability) και ασυνεχής (discontinuity) εργασία[13] χρησιμοποιούνται για να δείξουν την συχνή εναλλαγή περιόδων εργασίας που διακόπτονται συστηματικά από περιόδους ανεργίας ποικίλης διάρκειας. Ουσιαστικά με τις κοινωνικές έρευνες για την κατάσταση των μισθωτών και των φτωχών που γίνονται το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο άνεργος συγχέεται, αν δεν ταυτίζεται με τον ευκαιριακά εργαζόμενο, όπου η ευκαιριακή εργασία αποτελεί είτε επιλογή του ίδιου είτε αποτέλεσμα των εργασιακών και ηθικών μειονεκτημάτων του.

Η διατήρηση της ευκαιριακής εργασίας στο Λονδίνο, όπως και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, έχει ερμηνευθεί από τον Stedman Jones [14] ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων για την προμήθεια της κινητήριας δύναμης της εποχής (κάρβουνο) και της συνέπεια αυτού εγκατάστασης της βαριάς βιομηχανίας κοντά στις περιοχές εξόρυξης του κάρβουνου. Στο Λονδίνο έμειναν εγκαταστημένες μικρές βιομηχανίες παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων που αύξαναν τα κέρδη τους με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, παρά με την εφαρμογή μεθόδων βιομηχανικής οργάνωσης. Ένας τρόπος υπερεκμετάλλευσης της εργασίας ήταν η προσαρμογή του όγκου της απασχόλησης στην εποχικότητα της ζήτησης, γεγονός που οδηγούσε στη διατήρηση και εξάπλωση της εποχικής και ευκαιριακής εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κόστος της εποχικότητας στη ζήτηση των προϊόντων μεταφέρθηκε από την επιχείρηση στους εργαζόμενους [15].

Υποσημειώσεις
[1] Για τις κοινωνικές αναταραχές στη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ του 1880 και του 1908 δες N. Ginsbourg, Class, Capital and Social Policy, 1979, Macmillan, σ. 55-6.
[2] J. A. Garraty, Unemployment in History: Economic Thought and Public Policy, 1978. Harper , σ. 103. Επίσης D. Winch, Economics and Policy: A Historical Study, 1972, Fontana, σ. 34.
[3] που αποτυπώθηκε στη γνωστή ρήση του Μαρξ «ο πλούτος του κράτους ταυτίζεται με την αθλιότητα του λαού».
[4] K. Williams, Problematic History, Economy and Society, 1972, Vol. 1, 4, σ. 461-2.
[5] J. A. Garraty, Unemployment in History: Economic Thought and Public Policy, 1978. Harper , σ. 108. Οι έρευνες αυτές επισκοπούνται από τον Garraty στο 6ο Κεφάλαιο του βιβλίου του. Εδώ θα αναφερθούμε κυρίως στην έρευνα του Charles Booth, τόσο για την σημασία της, όσο και γιατί επηρέασε σημαντικά τον τρόπο κατανόησης της ανεργίας από τους οικονομολόγους της εποχής του και μέχρι τον Keynes.
[6] Ch. Booth, Life and Labour of the London Poor, London.
[7] Ο Booth ταξινόμησε τα αίτια της φτώχειας σε τρεις ομάδες: Προβλήματα απασχόλησης, προβλήματα συνήθειας (αλκοολισμός και έλλειψη πρόνοιας) και προβλήματα συνθηκών (ασθένεια, αναπηρία ή πολλά παιδιά).
[8] D. Poulot, Le sublime: ou le travailleur comme il est en 1870 et ce qu’ il peut etre, Paris 1872.
[9] J. A. Garraty, Unemployment in History: Economic Thought and Public Policy, 1978. Harper , σ. 114.
[10] D. Winch, Economics and Policy: A Historical Study, 1972, Fontana, σ. 53.
[11] Δες και D. Winch, Economics and Policy: A Historical Study, 1972, Fontana, σ. 52.
[12] C. Shapiro – J. E. Stiglitz, Equilibrium Unemployment as a Worker Discipline Device, American Economic Review, 1984.
[13] D. Winch, Economics and Policy: A Historical Study, 1972, Fontana, σ. 52.
[14] Stedman Jones, Outcast London: A Study in the Relationship between Classes in Victorian Society, 1971, Oxford Un. Press.
 
[15] J. Tomlinson, Problems of British Economic Policy: 1870 – 1945, 1981, Methuen, σ. 18. Επίσης K. Williams, Problematic History, Economy and Society, 1972, Vol. 1, 4.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.