Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Οι κοινωνικές δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και οι αντιθέσεις τους

του Λέανδρου Μπόλαρη

Παραμονές της 25 Μαρτίου. Πατριωτικές κορώνες από κυβέρνηση-κόμματα κλπ: η “εθνική εορτή” είναι κάτι ιερό που δεν πρέπει να μολύνεται από αποδοκιμασίες, διαμαρτυρίες, γιαουρτώματα. Ολο και κάποιος Παπούλιας θα βρεθεί να μιλήσει για την “εθνική παλιγγενεσία” του PSI...Από την άλλη, και εξίσου προκλητικά, ο εσμός των φασιστοειδών, των χρυσαυγιτών, Καμένων, Καρατζαφερηδων, “πολιτοφυλάκων” στοχικών: “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” (Κολοκοτρώνης) και μπόλικη φουστανέλα. Κι η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της που τους στρώνουν το δρόμο μας σείουν την απειλή των “;άκρων” για να μεινουμε σπίτι.

Ποιανού ειναι λοιπόν το 1821; δικό τους ή δικό μας; Πριν δώσω απάντηση, την δικιά μου απάντηση τέλος πάντων, χρειάζεται να σκύψουμε στην ίδια την Επανάσταση του 1821. Πρώτα απ' όλα, όσο κι αν φαίνεται περιττό, γιατί ήταν επανάσταση. Αν δεν μιλήσει η Αριστερά για επανάσταση -και γι' αυτήν την επανάσταση- τότε ποιος θα μιλήσει;

Αστοί-Εθνος-Κράτος
Το 1924 ο Γιάννης Κορδάτος κυκλοφορεί την πολύκροτη “Κοινωνική Σημασία της Επαναστάσεως του 1821” (οι αναφορές εδώ γίνονται από την πρώτη έκδοση του βιβλίου) προκαλώντας κυριολεκτικά ένα σκάνδαλο. Σ' αυτό το βιβλίο κάνει μια δουλειά που παραμένει αξεπέραστη σε πολύ βασικά “αγκωνάρια” που αν τα ξεφορτωθούμε, χάνουμε το νήμα. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει “τρισχιλιόχρονο ελληνικό έθνος” που κάποια στιγμή αποφάσισε να ξυπνήσει από το “διάλλειμμα της “σκλαβιάς τεσσάρων αιώνων” για να ξαναζωντανέψει τη “Δόξα του Βυζαντίου”.

Και στον ίδιο πρόλογο πετάει περήφανα το γάντι:


Δεύτερον, βάζει την γέννηση του έθνους στα πλαίσια του “μετασχηματισμού” του “περάσματος” από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό με φορέα της μια νέα τάξη, την αστική. Αυτή μαζί με την οικονομική της ευρωστία αγκάλιαζε και τις ιδέες του “Φωτισμού του Γένους”. Ο “Αιώνας των Φώτων” δεν πήρε άδικα την ονομασία του. Εφημερίδες περιοδικά (έξω) σχολεία και σχολές στην “πατρίδα” (κλπ)

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Σεραφείμ Μάξιμος στην “Αυγή του Ελληνικού Καπιταλισμού” θα κατέληγε στα εξής συμπεράσματα:

“Ομαδική εμφάνιση του ελληνικού στοιχείου στην οικονομική ζωή της Ανατολής τέτοια που να μεταβάλλεικαταστάσεις και σχέσεις προϋπάρχουσες και να προσδώσει εθνικό χαρακτήρα τόσο στο εμπόριο όσο και στιςμεταφορές δεν μπορούμε να θεωρήσουμε παρά εκείνη που γνώρισε ο δέκατος όγδοος αιώνας...Στο τέλος τουαιώνα, το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο έπαιρνε μια ξεχωριστή θέση σε όλες τις μεγάλες αγορές της Ανατολής και τιςσυνέδεε με τη λοιπή Μεσόγειο και την Ευρώπη”. (σελ.16)
Κι αφού εξηγεί πως η επιρροή του δυτικού εμπορίου (με τις νέες παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις που το ωθούσαν) λειτούργησε σαν οξύ στην “ασιατοφεουδαλική” Οθ. Αυτοκρατορία, πυροδοτώντας μια σειρά οικονομικές εξελίξεις, καταλήγει:
“Μέσα στη μεγάλη συγκυρία που έτεινε να δημιουργηθεί τα γηγενικά στοιχεία είχανε να παλαίσουν με τον ξένον ανταγωνιστή, με τις τοπικές αρχές, και την κεντρική εξουσία. Ητανε στοιχεία κατά βάση διωκόμενα. Τίποτα λοιπόν το περίεργο αν στο τέλος του αιώνα, ένα από τα στοιχεία αυτά, το ελληνικό, νικηφόρο απέναντι στον ξένο  ανταγωνιστή και στον Τούρκο κυρίαρχο ζητούσε να καρπωθεί πολιτικά οφέλη, από το αποτέλεσμα της οικονομικής του δράσης, ζητούσε μαζί με την οικονομική και την πολιτική του ανεξαρτησία”. (σελ.19)
Εχουμε λοιπόν μια νέα τάξη αστών, εμπόρων και εφοπλιστών (γιατί οι καραβοκύρηδες ήταν και έμποροι και το καράβι ήταν “εταιρεία”). Στις “παροικίες” αλλά και μέσα στην Αυτοκρατορία. Εχουμε τους εμπόρους να διεισδύουν στην χειροτεχνία, να αναπτύσσονται κέντρα “βιομηχανίας” -τα Αμπελάκια είναι το πιο γνωστό- τα ναυπηγεία που φτιάχνουν τα πλοία, ένα “πλήθος” μικρεμπόρων, ναυτών, πραματευτάδων, μαστόρων κλπ από πίσω τους.
Ομως, η Επανάσταση δεν ήταν ένα “αυτόματο”, γραμμικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής της τάξης. Δεν ξύπνησαν ενα πρωί και είπαν, καλά τα πάμε, ας φτιάξουμε ένα κράτος. Χρειάστηκε να υπάρξουν διαδικασίες και εξελίξεις τόσο στο οικονομικό όσο και στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Χρειάζεται να κοιτάξουμε λοιπόν “πάνω”, “δίπλα”, και πιο κάτω”.
Η πορεία προς την Επανάσταση
Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η κρίση της Αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με κάποιες συγκεκριμένες διεθνείς εξελίξεις που θα πυροδοτήσει την εύφλεκτη ύλη και θα οδηγήσει στο 21.
Συνολικά στα Βαλκάνια έχουμε σε εξέλιξη ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα το πέρασμα από τη φεουδαρχία των τιμαρίων στη φεουδαρχία των τσιφλικικών που βάζει μεγάλες πιέσεις στους αγρότες. Κι όχι μόνο σ' αυτούς. Όπως είδαμε από το απόσπασμα του Μάξιμου, τα νέα κοινωνικά στοιχεία είχαν να παλέψουν ενάντια στην οθωμανική εξουσία που γινόταν όλο και πιο ληστρική και αυθαίρετη. Το εμπόριο είχε σημασία για την Πύλη αποκλειστικά είτε μέσω φορολόγησης είτε ως διπλωματικό όπλο.
Δεύτερον το ίδιο το εμπόριο -και ο εφοπλισμός- αρχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα δικά τους από τις αρχές του 19ου αιώνα που κορυφώνονται στις παραμονές της Επανάστασης. Το 1811 για παράδειγμα χρεοκοπεί ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων. Σύμφωνα με τον Β. Κρεμμυδά για (“Διπλό Ταξίδι”, σελ. 93-112) οι δουλειές των καραβοκυραίων μικρών και μεγάλων γνωρίζουν απότομη κάμψη σε Ύδρα, Σπέτσες ιδιαίτερα μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Καράβια ναυπηγούνται, αλλά μένουν άπραγα.
Ο ίδιος αναφέρει: “Ο ελλαδικός αγρότης..συμπιέζεται ανάμεσα στην ανάπτυξη της μεγάλης ιδιοκτησίας, που τον αφήνει ακτήμονα, στην αύξηση του κόστους ζωής με τη μείωση του αγροτικού εισοδήματος, που τον εξαθλιώνει οικονομικά και στη μείωση της ίδιας της παραγωγής που τον καθιστά περιφερόμενο άνεργο. Παράλληλα ο αγροτικός αυτός άνθρωπος είχε να αντιμετωπίσει τον πρώην βιοτεχνικό και ναυτικό άνθρωπο ο οποίος νόμισε ότι ηκαταφυγή στην αγροτική εργασία αποτελούσε τη λύση του οικονομικού του προβλήματος. Η απόρριψη του βιοτέχνηκαι του τεχνίτη στην κατάσταση του κολλίγου ή του ανέργου, όπως δηλαδή συνέβη και με τους ναυτικούς δεν συνιστούσε μόνο οικονομική καταστροφή και κοινωνική υποτίμηση αλλά δημιούργησε και κάποιες νέες κοινωνικές συμμαχίες”.
Οι εξελίξεις έφεραν αέρα στα πανιά της Φιλικής Εταιρείας. Ως γνωστόν είχε ιδρυθεί το 1814 στην Οδησσό και ο αρχικός της πυρήνας ήταν έμποροι, (χαρακτηριστικό ότι και Ξάνθος και ο Σκουφάς ήταν “αποτυχημένοι” έμποροι, ο Τσακάλωφ ήταν φοιτητής γιος φαναριωτών). Οπως κάθε επαναστατική οργάνωση από τότε, τις αρχικές ελπίδες τις διαδέχτηκε μια σκληρή προσαρμογή στην πραγματικότητα. Το 1816 όμως είχε μόλις ...20 μέλη. Ομως, το 1818 μυήθηκαν 210 άτομα και το 1819 164 κλπ (μιλάμε για τις μυήσεις “ιερέων” και όχι “αδελφοποιτών” και “συστημένων” και έχει σημασία: οι δυο τελευταίες βαθμίδες ήταν για τους “αγράμματους” ας πούμε, τους δηλαδή τους φτωχότερους).
Η ραχοκοκαλιά της παρέμεναν οι “εμποροι”. Ομως, όλο και περισσότερο βρίσκουμε στις γραμμές της και Φαναριώτες και προεστούς ακόμα και ανώτερους κληρικούς ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Τι ήταν αυτοί; Προκαταβολικά να πούμε ότι ο Κορδάτος στην “Κοινωνική Σημασία” ανοίγει μια κόντρα με τον Σκληρό (Το Κοινωνικον μας Ζήτημα, 1907) ο οποίος υποστήριζε ότι εξαιτίας της συμμετοχής αυτών, η επανάσταση δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί αστική. [Ο Κορδάτος δινει τη σωστή απάντηση με λάθος τρόπο].
Προεστοί, Φαναριώτες, “Κλέφτες”
Το 1813 ο Λόρδος Μπρούτον, Αγγλος περιηγητής, κατέθετε αυτές τις σκέψεις: “Οποιαδήποτε γενικευμένηεπανάσταση από τη μεριά των Ελλήνων είναι απραγματοποίητη ελλείψει ξένης βοήθειας. Γιατί παρόλο που η μεγάληλαϊκή μάζα όπως άλλωστε και σε κάθε εξέγερση είναι συναισθηματικά και πνευματικά έτοιμη για μια τέτοιααπόπειρα, η πλειοψηφία της ανώτερης τάξης και το σύνολο του κλήρου...μοιάζουν πρόθυμοι να συγκατανεύσουνστην παρούσα κατάσταση.
Ο πατριάρχης και οι πρίγκιπες του Φαναρίου είναι πιστοί στην Υψηλή Πύλη. Οι προεστοί στις μεγάλες πόλεις και οιπιο εύποροι από τους εμπόρους θα απέφευγαν προσεκτικά οποιαδήποτε κίνηση εκτός αν ήταν σίγουροι ότι θαεπωφελούνταν από μια τέτοια αλλαγή...” (Σταυριανός, “Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά”, σελ. 442-443).
Το 1827 ο Αλέξανδρος Σούτσος, δημοσίευε το “Αι Πρώται Σάτυραι”. Για τον ανώτερο κλήρο γράφει:
“Βλέπεις αυτόν που ακουμβά εις μαύρον δεκανίκι/και στον λαόν ως δωρεάς μοιράζει ευλογίας!/ Είναι χονδρόςΑρχιερεύς πάσης Ξηροκαμπίας/ Ως περικεφαλαίαν του το καλυμαύχιν έχει, φορεί αυτό και κακουργών ατιμωρήτωςτρέχει”.
Για τους Φαναριώτες πάλι:
“Τον σβέρκον μου πλέον φαρδύν απ' του βοδιού τον είχα και τώρα μας κατάντησε λιανός ωσάν η τρίχα/ ενα αρνί στηκαθησιά μπορούσα να παστρέψω και μόλις σήμερα μπορώ τρεις κότες να χωνέψω...Στο Γιάσι, τον καλόν καιρόν,όταν εδιοικούσα, τον κόσμον όλον έδερνα και τον τσαλαπατούσα/ Εκεί τους κατσιβέλους μου εγώ κάθ' εβδομάδαστο φάλαγγα τους έστρωνα όλους με την αράδα”.
Το Πατριαρχείο ήταν θεσμός της Αυτοκρατορίας. Υπεύθυνο για τις υποθέσεις των Χριστιανών, για τα δικαστήριά τους, είχε δικαίωμα να συλλέγει φόρους. Εχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι το Πατριαρχείο ήταν υπεύθυνο για όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Η εξουσία του έφτανε σε ΟΛΟΚΛΗΡΑ τα Βαλκάνια. Και η γλώσσα των “ιερών βιβλίων” και της λειτουργίας ήταν η αρχαϊζουσα ελληνική. Ενας φεουδαρχικός θεσμός που κληρονόμησε η Οθ. Αυτοκρατορία από το Βυζαντιο -και που στη διάρκεια του 18ου αιώνα κατάφερε να καταργήσει πχ τα Σέρβικα Πατριαρχεία.
Οι Φαναριώτες ήταν που ξεκίνησαν ως “υπάλληλοι” του Πατριαρχείου για να γίνουν και υπάλληλοι της Αυτοκρατορίας. “Μεγάλοι Δραγουμάνοι” (εξωτερικών) “Δραγουμάνοι του Στόλου” (Πολεμικό Ναυτικό), κυβερνήτες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (εξ' ου κι οι αναφορές του Σούτσου στο “Γιάσι”, το Ιάσιο). Εγιναν όμως και έμποροι, πολύ πλούσιοι έμποροι, και ιδιοκτήτες γης.
Οι προεστοί, κοτζαμπάσηδες, δεν ήταν μόνο “ελληνικό” φαινόμενο βέβαια. Ηταν οι “κνέζοι” στα σερβικά εδάφη, οι “τζορμπατζήδες” εκεί που θα σχηματιζόταν το βουλγάρικο κράτος. Ο ρόλος τους ήταν του “διαμεσολαβητή” με την Αυτοκρατορία, συγκέντρωναν τους φόρους για παράδειγμα. Αλλά στο ελληνικό υπόδειγμα ήταν ΚΑΙ μεγάλοι γαιοκτήμονες με δεσμούς με το εμπόριο. Μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλοκαραβοκύρηδες σε Υδρα Σπέτσες Ψαρά ήταν ΚΑΙ προεστοί των νησιών.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι φυσικά ούτε όλοι οι Φαναριώτες μπήκαν στη Φιλική ή συμμετείχαν στην Επανάσταση, στην πραγματικότητα πολλοί λίγοι αλλά με αυξημένο βάρος, ούτε φυσικά το Πατριαρχείο και ο μηχανισμός του. Ο Πατριάρχης αφόρισε την Επανάσταση (όχι απλά τον Υψηλάντη) είχε διατάξει τους Μητροπολίτες να καταστρέψουν κάθε έργο του Ρήγα.
Η συμμετοχή των προεστών -και ανώτερου κλήρου στην Πελοπόνησο και Στερεά- είναι κάτι πιο περίπλοκο. Προφανώς “σύρθηκαν” στην εξέγερση. Ολόκληρος ο μύθος της Αγίας Λαύρας στήθηκε για να κρύψει την πραγματικότητα: ότι την επανάσταση την ξεκίνησαν οι φτωχοί, οι φτωχότεροι, έμποροι, τεχνίτες, ναυτικοί. Ομως, μήπως και στην ίδια την Γαλλική Επανάσταση, δεν συμμετείχαν στα πρώτα της τουλάχιστον φάσεις “αριστοκράτες”; μήπως και κει οι μεγάλοι έμποροι, δεν “σύρθηκαν” (κάποιοι πήγαν και με το Βασιλιά;)
Και προφανώς, μια επανάσταση χρειάζεται μια ένοπλη δύναμη, και αυτή ήταν οι πυρήνες των “κλεφτών”, “αρματωλών” (πιο πολύ στη Στερεά). Τι ήταν;
Στο βιβλίο του «Οι Κλέφτες του Μωριά» ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει σχετικά με τα αίτια που δημιούργησαν τα φαινόμενο των κλεφτών: «Μέσα στις χώρες η φτώχεια γεννοβολάει το έγκλημα· στην εξοχή κάνει να φυτρώσηπρώτα η ζωοκλοπή, ύστερα η φυγοδικία, και τέλος η ληστεία να θεριέψη. Ο Κλέφτης πρώτα και κύρια ήτανεληστής, κι η ληστεία επάγγελμά του∙ αν τώρα ομορφαίνουμε τις πράξεις του, είναι γιατί η δημόσια αρχή που τονκατέτρεχε ήτανε ξενική κι αλλόπιστη» («Άπαντα Νεοελλήνων Κλασικών», τόμος Δ΄, σελ. 139) Είναι υπερβολική η κρίση αυτή, αλλά σημασία έχει ότι είχαν κάμποσους λογαριασμούς, όχι μόνο με την Αυτοκρατορία αλλά και τους προεστούς.
Το 1806 εξοντώθηκαν οι περισσότεροι. Γενικά, η “εκκαθάρισή” τους πρέπει να έχει να κάνει με τους φόβους που προκάλεσε στην Υψηλή Πύλη η αποκάλυψη της συνωμοτικής δουλειάς του Ρήγα. Ομως, όπως και να χει, κάποια επεισόδια είναι χαρακτηριστικά. Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης (αδελφός του Θεόδωρου που είχε αποφασίσει να καταφύγει στα Επτάνησα) αιχμαλώτισε και λήστεψε τον πρωτοσύγκελο και προεστό της ΚυπαρισσίαςΑδριανόπουλο, που μετέφερε τους υπέρ του πατριαρχείου φόρους στην Τρίπολη. Αυτό προκάλεσε γενική κατακραυγή και τον αφορισμό από το πατριαρχείο των κλεφτών, που έφθασε στην Πελοπόννησο στις αρχές του 1806 μαζί με το σουλτανικό φιρμάνι για την εξόντωσή τους.
Ολες αυτές οι δυνάμεις λοιπόν συμμετέχουν στην Επανάσταση, προσπαθούν να βάλουν τη σφραγίδα τους και στην πορεία έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Προϊον αυτών των συγκρούσεων είναι οι Εμφύλιοι Πόλεμοι του 1823-1825. Με συμμαχίες που αλλάζουν, με “συνθήματα” ρευστά, το επίδικο πάντως είναι το εξής: η ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού κράτους, νέου τύπου, σαν το κράτος που είχε οικοδομήσει η Γαλλική Επανάσταση -ανεξάρτητα πόσο “δημοκρατικό” ήταν στην πράξη, ή πόσο εννοούσαν τις δημοκρατικές ιδέες των Συνταγμάτων του όσοι τις ψήφιζαν.
Αποτέλεσμα
Οσο περίπλοκη λοιπόν κι αν είναι η “τοιχογραφία” της Επανάστασης, το αποτέλεσμά της ήταν η δημιουργία του κράτους των αστών. Η αστική επανάσταση δεν ήρθε με το Γουδί το 1908 -άλλα πράγματα σηματοδότησε εκείνο τοστρατιωτικό κίνημα. Η Επανάσταση άνοιξε το δρόμο για τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Οι αγρότες πήραν τη γη. Οι “εθνικές γαίες” -τα οθωμανικά κτήματα- πέρασαν πρώτα στη νομή των αγροτών -και των κλεφτών- πριν περάσουν, σταδιακά και στην τυπική ιδιοκτησία τους. Ο δεσμός με το Πατριαρχείο έσπασε, ναι, από τον Οθωνα, μοναστήρια έκλεισαν και η γη τους δημεύτηκε, οι προεστοί έχασαν την οικονομική τους δύναμη και έγιναν ανώτεροι υπάλληλοι και κομματάρχες. Αν ψάχνουμε να βρούμε μια “καθάρια” Αστική Επανάσταση δεν θα τη βρούμε ούτε καν στο πρότυπο, στη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση.
Δεν έχουμε λοιπόν μια “αστοτσιφλικάδικη” Ελλάδα, αλλά μια αστική. Ομως, εδώ, χρειάζεται να κάνουμε μια στάση. Πρέπει να εξηγήσουμε κάποια πράγματα. Γιατί έχουμε το Βασίλειο των Ελλήνων υπό την “εγγύηση” των Μεγάλων Δυνάμεων -μια από αυτές η αντιδραστικότατη Τσαρική Αυτοκρατορία. Γιατί από ένα σημείο και μετά η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, με όλες τις διαφορετικές “εκπολιτιστικές” νοηματοδοτήσεις της, έγινε η ιδεολογία της αναβίωσης της φεουδαρχικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την Εκκλησία μπροστά (και με το Πατριαρχείο...). Τι συνέβη;
Βαλκάνια -το βήμα που δεν έγινε
Η εποχή που προετοιμάζεται και ξεσπάει η Επανάσταση του 1821 είναι η εποχή και άλλων εξεγέρσεων στα Βαλκάνια. Η σέρβικη στο Πασαλικι του Βελιγραδίου που ξεκίνησε το 1803 και μετά από πολλές φάσεις έφτασε στην αυτονομία το 1830 (ενδιαφέρον έχει η συγκριση των κοινωνιών που διαμορφώθηκαν στο ελληνικό και το σέρβικο βασίλειο για όποιους έχουν αμφιβολία για την επικράτηση των αστών στο πρώτο). Εχουμε την εξέγερση στη Μολδοβλαχία, τις Ηγεμονίες.
Η επανάσταση του '21 εντάσσεται σε έναν συνολικό βαλκανικό ξεσηκωμό που αλλού στρεφόταν κατά της Πύλης (του Σουλτάνου) και αλλού κατά των ντόπιων αρχόντων που σε πολλές περιπτώσεις μιλούσαν ελληνικά. Το Γενάρη του 1821 για παράδειγμα όταν έχει ξεσπάσει η εξέγερση στις “παραδουνάβιες ηγεμονίες” (στη σημερινή Μολδαβία και Ρουμανία) αυτοί που μπαίνουν στο στόχαστρο είναι κυρίως Έλληνες Φαναριώτες. Ο ηγέτης της εξέγερσης Βλαντιμιρέσκου έκανε την εξής έκκληση πάνω από έθνη και πάνω από θρησκείες: “Αδέρφια που ζείτεστη Βλαχία, σε όποια εθνικότητα και αν ανήκετε, κανένας νόμος δεν απαγορεύει στον άνθρωπο να απαντησει στοκακό με κακό... Ως πότε θα υποφέρουμε τους δράκους που μας τρώνε ζωντανούς, αυτούς που στέκονται απόπάνω μας, τους παπάδες και τους πολιτικούς που μας πίνουν το αίμα; Ως πότε θα είμαστε σκλάβοι;”
Όπως περιγράφει η ιστορικός Μπάρμπαρα Τζέλαβιτς: “Μολονότι ο Βλαντιμιρέσκου επιχείρησε να διαχωρίσει τους'καλούς' βογιάρους, που υποστήριζαν το κίνημά του, από τους άλλους, οι χωρικοί που προσχώρησαν στο κίνημακατά χιλιάδες, δεν έκαναν τέτοιους διαχωρισμούς. Πυρπόλησαν σπίτια και σιταποθήκες και λεηλάτησαν τιςπεριουσίες των βογιάρων. Εκτυλισσόταν μια πραγματική κοινωνική επανάσταση... Ο Βλαντιμιρέσκου είχε ξεκινήσειμια εξέγερση μετά από συμφωνία με την προσωρινή διοίκηση της Βλαχίας και την Εταιρεία. Η έκκλησή του γιαυποστήριξη από τους χωρικούς έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, αλλά οι οπαδοί του είχαν κοινωνικούς παρά εθνικούςή πολιτικούς στόχους”.
Ομως, ξέρουμε ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός της Φιλικής που μπήκε εκεί για να ξεκινήσει την Επανάσταση, έσφαξε τον Βλαντιμηρέσκου. Αυτό σφράγισε τη μοίρα του εγχειρηματός του, αλλά η σημασία είναι γενικότερη.
Εικοσιτρία χρόνια πριν, ο Ρήγας Φεραίος καλούσε σε μια παμβαλκανική εξέγερση. Βάσιζε το πολιτευμά του στα Συντάγματα του 1793 και του 1795. Στη διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφέρει στο άρθρο 34:
"Οταν ένας μόνος κάτοικος του βασιλείου τούτου αδικηθεί, αδικείται ή πολεμείται κάθε πολίτης, διά τούτο δενημπορεί ποτέ κανείς να ειπεί ότι η τάδε χώρα πολεμείται, δε με μέλει, διότι εγώ ησυχάζω εις την ιδικήν μου, αλλ΄εγώ πολεμούμαι, όταν η τάδε χώρα πάσχη ως μέρος του όλου που είμαι, ο Βούλγαρος πρέπει να κινείται ότανπάσχει ο Ελλην, και τούτος πάλι δι΄ εκείνον, και αμφότεροι δια τον Αλβανόν και τον Βλάχον".
Ομως, η γλώσσα της “Ελληνικής Δημοκρατίας” θα ήταν η ελληνική. Είναι αλήθεια ότι ο Ρήγας δεν ξεκαθαρίζει τη μορφή της “αδιαιρέτου” Δημοκρατίας. Είναι μεγάλο άλμα, όμως, η κατηγορία ότι αυτό που οραματιζόταν ήταν μια “ελληνική αυτοκρατορία” (η λέξη αυτοκρατορία ή βασίλειο στα κείμενά του έχει την έννοια του κράτους) ή την αναβίωση της Βυζαντινής (το Βυζάντιο αποκαταστάθηκε στο οπλοστάσιο του εθνικισμού πολλές δεκαετίες αργότερα). Το βασικό που πρέπει να κρατήσουμε είναι τι ήθελε ο Ρήγας: παμβαλκανική εξέγερση, γιατί αντιλαμβανόταν τα Βαλκάνια ως ενιαίο χώρο.
Αυτό το δρόμο δεν τον ακολούθησαν οι ελληνες αστοί. Ο Κορδάτος, καταγράφει μια ενδιαφέρουσα σύγκρουση στη Πέστη του 1790-1791. Για τον έλεγχο των “Ανατολικών” εκκλησιών και σε ποια γλώσσα θα γίνονται οι λειτουργίες. (Ο Ρήγας κλπ, σελ. 33). “τα τσακώματα αυτά δεν ήταν τυχαία, μα αντικαθρέπτιζαν τις πρώτεςαντιθέσεις ανάμεσα στις δυο μπουρζουαζίες, που όσο κι αν δεν πήραν έκταση, εμπόδισαν όμως, την άμεσησυνεργασία και συμμαχία των δυο λαών...”
Ελληνες εμποροι, έλληνες Φαναριώτες, έλληνες παπάδες, σε ένα μωσαϊκό λαών και θρησκειών. Μπορούσαν να εξαπολύσουν ένα γενικευμένο πόλεμο των χωρικών χριστιανών και μουσουλμάνων, βλάχων, σλάβων κλπ; Οι Γάλλοι αστοί (και οι Αγγλοι πριν απ' αυτούς) είχαν πίσω τους αιώνες εξέλιξης οπου τα οικονομικά τους δικτυα ομογενοποίησαν διαφορετικούς πληθυσμούς γλωσσικά για παράδειγμα. Στα Βαλκάνια αυτό δεν υπήρχε. Και οι έλληνες αστοί, οι έμποροι, οι διανοούμενοι, δεν είχαν καμιά όρεξη να ριχτούν στο άγνωστο. Ο δρόμος του Ρήγα παρέμεινε ανεξερεύνητος.
Το αποτέλεσμα ήταν η επιβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια για ένα αιώνα ακόμα και η διαμόρφωση κρατών όπου οι άρχουσες τάξεις με αγκαλιά τις δυναστείες διεκδικούσαν την κυριαρχία ανασταίνοντας τις “δόξες” μακρινών εποχών στηριγμένες στη διπλωματία και τις μηχανοραφίες των μεγάλων δυνάμεων. Το κόστος το περιγράφει ο Τρότσκι στα κείμενά του για τους Βαλκανικούς Πολέμους. Παρεμπόδιση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων -δηλαδή του ίδιου του καπιταλισμού- και ένα λουτρό αίματος με τις εθνοκαθάρσεις. Ο Λένιν είχε δίκιο όταν σχολίαζε ότι το “έργο” των Βαλκανικών Πολέμων θα μπορούσε να το κάνει πολύ φτηνότερα σε αίμα και δάκρυα η εξέγερση από τα κάτω.
Το σοσιαλιστικό κίνημα πήρε αργότερα ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η παράδοση του Ρήγα προβάλλοντας το αίτημα της Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας, της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής αργότερα για τα διεθνιστικά κομμουνιστικά κόμματα στη δεκαετία του '20.
Για μας σήμερα, που θέλουμε να μιλάμε από την οπτική γωνία των ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, το δίδαγμα του 1821 τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο είναι αδιαμφισβήτητο: Οποιος μισοκάνει μια επανάσταση σκάβει το λάκκο του, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα και κανένα υλικό συμφέρον όπως είχαν οι αστοί του 19ου αιώνα όταν έκαναν εκείνες τις επιλογές, να βάλουμε το έθνος πάνω από την τάξη και να “μισοκάνουμε” μια επανάσταση.

*εισήγηση σε εκδήλωση ομάδας ιστορικού προβληματισμού ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 20/3/12

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.