του Carl Schmitt
μετάφραση Δημήτρης Δημούλης
H εθνική δημοκρατία. Παρά τις ιδέες της για την ανθρωπότητα και γενικότερα την αδελφοσύνη όλων των λαών, η γαλλική επανάσταση του 1789 προϋπέθεσε το γαλλικό Έθνος ως ιστορικά δεδομένο μέγεθος. Τα Συντάγματά της αποτελούν συνδυασμούς των αρχών του αστικού κράτους δικαίου με τη δημοκρατική αρχή της συντακτικής εξουσίας του λαού (βλ. πιο πάνω παραγρ. 6, σ. 50)2. Τον 19ο αιώνα η εθνική ιδέα οδήγησε σε νέους πολιτικούς σχηματισμούς και στον εκδημοκρατισμό των κρατών μέσα από την καθολική υποχρέωση στράτευσης και το καθολικό δικαίωμα ψήφου3. Η ουσία της ισότητας, η οποία συναντάται σε όλους αυτούς τους θεσμούς, έγκειται εδώ στο Εθνικόν. Η προϋπόθεση αυτού του είδους δημοκρατίας είναι η εθνική ομοιογένεια.
Σε σχέση με τη γενική έννοια Λαός, το Έθνος δηλώνει έναν Λαό εξατομικευμένο μέσα από την πολιτική συνείδηση ιδιαιτερότητας. Στην ενότητα του Έθνους και στη συνείδηση αυτής της ενότητας μπορούν να συμβάλλουν διάφορα στοιχεία: κοινή γλώσσα, κοινά ιστορικά πεπρωμένα, παραδόσεις και αναμνήσεις, κοινοί πολιτικοί σκοποί και ελπίδες. Η γλώσσα είναι εδώ ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, ο οποίος όμως δεν είναι καθ' εαυτόν καθοριστικός. Αποφασιστικές είναι ομοιότητες της ιστορικής ζωής, συνειδητή επιδίωξη αυτής της ομοιότητας, μεγάλα γεγονότα και σκοποί. Πραγματικές επαναστάσεις και νικηφόροι πόλεμοι μπορούν να επιτρέψουν την υπέρβαση των γλωσσικών αντιθέσεων και να θεμελιώσουν το αίσθημα κοινής εθνικής ένταξης ακόμη και αν δεν μιλιέται η ίδια γλώσσα.
Αν αντιληφθούμε το Έθνος ως την ουσία της δημοκρατικής ισότητας, τότε προκύπτουν πρακτικές συνέπειες ιδιαίτερου τύπου. Ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο βρίσκει στην εθνική ομοιότητα των πολιτών του τις προϋποθέσεις της δημοκρατίας του, ανταποκρίνεται στην λεγόμενη αρχή των εθνοτήτων, σύμφωνα με την οποία ένα Έθνος σχηματίζει ένα Κράτος, ένα Κράτος περιλαμβάνει ένα Έθνος. Ένα εθνικώς ομοιογενές Κράτος εμφανίζεται έτσι ως κάτι φυσιολογικό. Ένα Κράτος που στερείται αυτής της ομοιογένειας έχει κάτι αφύσικο, κάτι που απειλεί την ειρήνη. Η αρχή των εθνοτήτων γίνεται με τον τρόπο αυτόν η προϋπόθεση της ειρήνης και το «θεμέλιο του διεθνούς δικαίου»4.
Εάν στην πολιτική πραγματικότητα δεν υπάρχει η εθνική ομοιογένεια, επειδή ένα Κράτος αποτελείται από διαφορετικά έθνη ή περιλαμβάνει εθνικές μειονότητες, τότε προκύπτουν διάφορες δυνατότητες επίλυσης του προβλήματος. Αρχικά η προσπάθεια ενός ειρηνικού συμβιβασμού. Αυτό σημαίνει όμως στην πραγματικότητα είτε ειρηνική αντιπαράθεση και χωρισμό, είτε σταδιακή, ειρηνική αφομοίωση στο κυρίαρχο Έθνος. Η προβλεπόμενη σήμερα στο διεθνές δίκαιο προστασία των μειονοτήτων (βλ. πιο πάνω σ. 74) επιδιώκει να εξασφαλίσει μια ειρηνική οδό. Η εθνική μειονότητα δεν προστατεύεται όμως από αυτές τις ρυθμίσεις ως Έθνος. Δεν της επιτρέπεται να έχει ως Έθνος πολιτικά δικαιώματα απέναντι στο κυρίαρχο Έθνος, διότι αλλιώς μαζί με την αρχή των εθνοτήτων θα ανατρεπόταν και η δημοκρατική αρχή. Η σημερινή ρύθμιση της προστασίας εθνικών μειονοτήτων στο διεθνές δίκαιο βασίζεται πράγματι στην επιδίωξη προστασίας ατομικών δικαιωμάτων του μεμονωμένου ανθρώπου, στον οποίον παρέχεται ως άτομο η εγγύηση ισότητας, ελευθερίας, ιδιοκτησίας και χρήσης της μητρικής του γλώσσας. Εδώ η ιδέα που εκφράζεται καθαρά είναι να επιτευχθεί δια της ειρηνικής οδού η εθνική ομοιογένεια και έτσι να πληρωθεί η προϋπόθεση της δημοκρατίας. Η άλλη μέθοδος είναι ταχύτερη και βιαιότερη: εξάλειψη του ξένου τμήματος με καταπίεση, μετοικεσία του αλλογενούς πληθυσμού και ανάλογα δραστικά μέτρα. Το σημαντικότερο παράδειγμα γι' αυτές τις μεθόδους βρίσκεται στην ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λοζάννης της 30ης Ιανουαρίου 1923, η οποία - σύμφωνα με το άρθρο 542 της Σύμβασης της Λοζάννης της 24ης Ιουλίου 1923 - τέθηκε σε ισχύ με την επικύρωση της στις 26 Αυγούστου 1923. Με βάση αυτή τη σύμβαση, ο ελληνικός πληθυσμός που ζει σε τουρκικό έδαφος μεταφέρεται στην Ελλάδα και ο τουρκικός πληθυσμός που ζει σε ελληνικό έδαφος μεταφέρεται στην Τουρκία χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψη η βούληση των ανθρώπων, τους οποίους αφορά αυτή η ανταλλαγή.
Σ' αυτές τις μεθόδους εξασφάλισης ή πραγμάτωσης της εθνικής ομοιογένειας προστίθενται οι ακόλουθες συνέπειες της αρχής της εθνικής ομοιογένειας:
1. Έλεγχος της εγκατάστασης ξένων και απαγόρευση εισόδου ανεπιθύμητων ξένων στοιχείων μέσω μιας νομοθεσίας περί υποδοχής μεταναστών, όπως αυτή που έχει θεσπισθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στις αγγλικές κτήσεις, ιδίως στην Αυστραλία και στη Νοτιοαφρικανική Ένωση.
2. Δημιουργία ιδιαίτερων μορφών και μεθόδων κυριαρχίας σε χώρες με αλλογενή πληθυσμό, με σκοπό αφενός να αποτραπεί η ανοιχτή προσάρτηση και αφετέρου να διατηρηθεί ο έλεγχος στις σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις: αποικίες, προτεκτοράτα, εδάφη υπό διεθνή εντολή, σύμφωνα επέμβασης, όπως αυτά που έχουν συνάψει οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κυρίως με λατινοαμερικανικά κράτη (βλ. πιο πάνω σ. 73). Το βασικό σ' αυτές τις μεθόδους είναι ότι η κυριαρχούμενη χώρα παραμένει από πλευράς δημοσίου δικαίου Εξωτερικό και συνεπώς ο πληθυσμός της δεν αποκτά την ιθαγένεια της κυρίαρχης χώρας5.
3. Νόμοι κατά της υπερβολικής επιρροής των ξένων για την προστασία της εθνικής βιομηχανίας, για την προστασία ενάντια στην οικονομική και κοινωνική ισχύ ξένου κεφαλαίου. Τέτοιοι νόμοι θεσπίσθηκαν σε πολλά κράτη μετά τον [πρώτο παγκόσμιο - ΣτΜ] πόλεμο. Ιδιαίτερα γνωστά παραδείγματα είναι οι τουρκικοί νόμοι, με τους οποίους πραγματοποιήθηκε ένας ριζικός εκτουρκισμός της χώρας, καθώς και το άρθρο 27 του μεξικανικού Συντάγματος του 1917, με το οποίο εθνικοποιήθηκε το έδαφος και ο ορυκτός πλούτος6.
4. Η νεώτερη πρακτική του δικαίου της ιθαγένειας, δυνατότητα αφαίρεσης της υπηκοότητας είτε αυτή έχει αποκτηθεί με τη γέννηση είτε με πολιτογράφηση κλπ.
5. Μια αξιοπρόσεκτη μεμονωμένη συνέπεια: Το Σύνταγμα του τσεχοσλοβακικού κράτους της 29ης Φεβρουαρίου 1920 θεσπίσθηκε αποκλειστικά από κομματικούς αντιπροσώπους τσεχικών και σλοβακικών κομμάτων με αποκλεισμό του μη σλαβικού πληθυσμού (βλ. πιο πάνω παραγρ. 8, σ. 87. Επ' αυτού πρβλ. την πλούσια σε διδάγματα απολογητική του F. Weyr, Zeitschrift für öffentliches Recht, Ι, σ. 3 και Jahrbuch des öffentlichen Rechts, XI (1922), σ. 352 επ.).
Τέτοιες συνέπειες της δημοκρατικής ομοιογένειας δείχνουν την αντίθεση της δημοκρατίας ως πολιτικής αρχής οργάνωσης προς τις φιλελεύθερες ιδέες της δημοκρατίας και της ισότητας του ανθρώπου με κάθε άλλον άνθρωπο. Με την συνεπή αναγνώριση της γενικής ισότητας των ανθρώπων στο πεδίο της δημόσιας ζωής και του δημόσιου δικαίου ένα δημοκρατικό κράτος θα έχανε την ουσία του.
e) Μια απόπειρα να αντικατασταθεί η εθνική ομοιογένεια από την ομοιογένεια μιας τάξης - του προλεταριάτου - έκανε η μπολσεβίκικη πολιτική της Σοβιετικής Δημοκρατίας.
Άρθρο 20 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του εργαζόμενου και υπό εκμετάλλευση λαού, μέρος Ι του Συντ. της 10ης Ιουλίου 19187: «Με αφετηρία την αλληλεγγύη των εργαζομένων όλων των εθνών η ρωσική σοσιαλιστική ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία χορηγεί στους αλλοδαπούς που βρίσκονται στο έδαφος της ρωσικής Δημοκρατίας με σκοπό να εργασθούν και οι οποίοι ανήκουν στην εργατική τάξη ή στους αγρότες που δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργασία, όλα τα πολιτικά δικαιώματα του ρώσου πολίτη και παρέχει στα τοπικά σοβιέτ το δικαίωμα να απονέμουν σε αλλοδαπούς αυτών των κατηγοριών χωρίς περίπλοκες διατυπώσεις την ιδιότητα του ρώσου πολίτη». Βλ. Bogolepow, Die Rechtstellung der Ausländer in SowjetRussland, Quellen und Studien des OsteuropaInstituts in Breslau, Abteilung Recht, Neue Folge 4, Berlin 1927, σ. 29, 170 επ.: «Η αλληλεγγύη των εργαζομένων όλων των εθνών καθορίζει την εξίσωση τους ως προς τα πολιτικά δικαιώματα».
Ακόμη και αν αυτή η απόπειρα γνωρίσει επιτυχία και η έννοια του προλεταριάτου κατορθώσει να αντικαταστήσει την ουσία της εθνικής ομοιογένειας με μια ταξική ομοιογένεια, εδώ θα δημιουργείτο και πάλι μια νέα διάκριση, προλετάριοι εναντίον αστών, και η δημοκρατία θα παρέμενε ως πολιτική έννοια αμετάβλητη στη δομή της. Στη θέση των εθνικών αντιθέσεων θα εμφανιζόταν η αντίθεση προλεταριακών και καπιταλιστικών κρατών, οπότε η ομαδοποίηση φίλου και εχθρού θα αποκτούσε μέσω αυτής μια νέα ένταση.
1. Απόσπασμα από το βιβλίο «Verfassungslehre», 1η εκδ. 1928. Πρόκειται για τμήμα της παραγράφου 17: «Η θεωρία της δημοκρατίας, θεμελιώδεις έννοιες». Η μετάφραση έγινε από την 8η ανατύπωση Berlin 1993, σ. 231-234. Η ανατύπωση αυτή είναι η πρώτη που δεν αναπαράγει φωτογραφικά το αρχικό κείμενο και διορθώνει ορισμένα - από τα πολλά - παροράματα της 1ης έκδοσης (ΣτΜ).
2. Όπου ο συγγραφέας παραπέμπει «πιο πάνω», εννοεί σημεία της «Verfassungslehre» που δεν έχουν μεταφρασθεί εδώ (ΣτΜ).
3. Η καθολικότητα αυτή αφορούσε - κάτι που συνήθως θεωρείται «περιττό» να αναφερθεί μόνον το ανδρικό φύλο (ΣτΜ).
4. Στο πρωτότυπο: des Völkerrechts (του δικαίου των λαών), όρος που στα γερμανικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει το διεθνές δίκαιο. Για την διαφορετική εννοιολογική απόχρωση των όρων έθνος και λαός στη γερμανική και την ελληνική γλώσσα βλ. Γ. Μηλιό, Η μαρξιστική θεωρία για το κράτος και ο Carl Schmitt, θέσεις τ. 25, 1988, σ. 88 σημ. 2 (ΣτΜ).
6. Το εδάφιο 1 αυτού του ισχυρά αμφισβητούμενου άρθρου 27 κηρύσσει την ιδιοκτησία γης και υδάτων εντός των συνόρων του μεξικανικού κράτους σε ιδιοκτησία του Έθνους, το οποίο την παραχωρεί στους ιδιώτες ως ατομική ιδιοκτησία. Τμήμα VII: Η δυνατότητα να αποκτηθεί ιδιοκτησία στη γη και τα ύδατα καθορίζεται από τις ακόλουθες διατάξεις: 1. μόνον Μεξικανοί βάσει γεννήσεως ή πολιτογραφήσεως ή μεξικανικές εταιρείες έχουν δικαίωμα να αποκτούν τέτοια ιδιοκτησία ή να τους παραχωρείται η εκμετάλλευση ορυχείων, υδάτινης ενέργειας ή αξιοποιήσιμων ορυκτών. Το κράτος μπορεί να παραχωρήσει το ίδιο δικαίωμα σε ξένους υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσουν στο μεξικανικό Υπουργείο Εξωτερικών δήλωση ότι δέχονται, η ιδιωτική ιδιοκτησία που απέκτησαν με τον τρόπο αυτόν να παραμείνει μεξικανική εθνική ιδιοκτησία και ότι δεν θα ζητήσουν από την κυβέρνηση της χώρας τους να προστατεύσει αυτή την ατομική ιδιοκτησία τους. Αν παραβούν αυτή τη διάταξη τότε χάνουν τα δικαιώματα τους προς όφελος του μεξικανικού Έθνους. Σε μια ζοινη 100 χλμ. από τις ακτές ένας ξένος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποκτήσει αυτή την άμεση ιδιοκτησία γης ή υδάτων.
7. Το παρατιθέμενο από τον Σμιττ άρθρο 20 του σοβιετικού Συντάγματος του 1918 δεν αποτελεί μέρος της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του εργαζόμενου και υπό εκμετάλλευση λαού». Η Διακήρυξη αυτή ψηφίστηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή του 3ου Συνεδρίον των Σοβιέτ στις 3 (16) Ιανουαρίου 1918 και αποτέλεσε αργότερα το μέρος Ι του Συντάγματος του 1918 (άρθρα 18). Το άρθρο 20 που αναφέρει ο Σμιττ ανήκει στο μέρος II του Συντάγματος τον 1918 («Γενικές αρχές»), το οποίο ψήφισε το 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ στις 10 Ιουλίου 1918. Βλ. το κείμενο σε Α. Τάχο, Το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 94 επ. (ΣτΜ).
Πηγή: Θέσεις, Τεύχος 50, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 1995
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.