Η φωτιά μας ψιθυρίζει σύντροφε, την ακούς; Ακούγεται το τρίξιμο από τα κλαράκια που σπάνε παραδομένα στην δύναμη της φωτιάς, αυτά τα κλαράκια που σε λίγο θα γίνουν στάχτη όπως και τα όνειρά μας. Καίει σύντροφε, καίει η φωτιά του χρόνου, δεν μπορώ να δω πια ούτε και ‘γω αν είναι από τον κάδο που στήσαμε οδόφραγμα, από τα ντοκουμέντα που καίμε από εκδίκηση είτε από τα λάστιχα στο μπλόκο, μπορεί να είναι και από τις ενοχές μας. Τώρα καταλαβαίνω την Κατερίνα, έτσι και αυτή εγκλωβισμένη σε μια αριστερά της βιτρίνας που βολευόταν στην καβάτζα της αλλά και στα παιδιά που κύκλωναν το Α που σαν σύγχρονοι γελωτοποιοί συμπλήρωναν το τσίρκο που έπαιζε μπροστά στα μάτια μας. Τόσα χρόνια στριμωγμένοι στην ελπίδα πως κάτι θα γίνει, χτίζαμε και γκρεμίζαμε, λέγαμε και αθετούσαμε, λυσσάγαμε και πέφταμε ύστερα ναρκωμένοι στην βολή της απάθειας και της ηρεμίας γιατί μόνο στα βιβλία ελπίζαμε πως θα πάμε “τρία κλικ αριστερά”. Και τώρα το φάντασμα του 80 επιστρέφει, με σεντόνι μουχλιασμένο που ζέχνει από τα προδομένα όνειρα, τις μεγάλες αφηγήσεις που τώρα μας στοίχειωσαν. Λες και γινήκαμε ορφανά που μας κοίμιζαν με αυτά οι δικοί μας, τώρα τα ακούμε και δακρύζουμε, πότε από αναπόληση, πότε από συγκίνηση, πότε από φόβο μήπως δεν μπορούν πια να διώξουν τον “μπαμπούλα” της πραγματικότητας. Μόνο που ήμασταν όλοι υιοθετημένοι και δεν το χωνέψαμε ποτέ, μας φόβιζε γιατί έπρεπε από παιδιά να σταθούμε στα πόδια μας, να αντέξουμε τις πτώσεις, τις σφαλιάρες, τις ήττες μα πιο πολύ να πιστέψουμε στην νίκη, να την καταφέρουμε, να μην την φοβηθούμε. Δύσκολο να ζεις χωρίς γονείς, με ποιους θα μείνεις μέχρι τα 30; ποιοι θα χρηματοδοτούν τα “ελπιδοφόρα” σχέδια; ποιος θα σου χτυπά την πλάτη όταν κερδίζεις ψίχουλα ή όταν χάνεις ολόκληρα σπίτια; Το εσύ έμοιαζε περισσότερο με θανατική καταδίκη, παρά απελευθέρωση από τον δήμιο που συγκατοικούσε μέσα μας.
Ένα μάτσο σταλινομούλαρα, τελειωμένα φρικιά, παιδιά της σφαλιάρας που μάγκεψαν απότομα, αρχοντοχωριάτες που νόμισαν πως βρήκαν πρόβατα να σαλαγίσουν, ντεμέκ διανοούμενοι που ηδονίζονται με τα βιβλία και την σκέψη ενώ η ζώη χορεύει γυμνή στους δρόμους. Αυτοί είμαστε, αυτοί ήμασταν και τώρα μπροστά στο face control της ιστορίας βρεθήκαμε να “χαλάμε την σούπα”. Άλλοι παιδιά αμούστακα, πιτσιρικαρία που δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα και άλλοι απόγονοι του Δον Κιχώτη που χόρτασαν χυλόπιτα από την Δουλτσινέα και ο Ροσινάντε τους έχει αφήσει χρόνους εδώ και καιρό. Τώρα ο ήχος της φωτιάς δυναμώνει, γιατί ήρθε η ώρα της απόφασης, εκείνης της ρημάδας που σου κόβει τα ήπατα, κάνει τα πόδια σου να τρέμουν και να θέλουν να τρέξουν μαζί. Έχεις και εκείνους τους ηλίθιους που παραφράζοντας τον Σιδηρόπουλο λένε πάλι στον εαυτό τους το “ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα;”, εμ μαλάκες δεν σας έμεινε ούτε στάλα, γιατί τα θησαυροφυλάκια του κόσμου, οι αποφάσεις, οι συσχετισμοί, τα ντοκουμέντα δεν μπορούν να φυλάξουν την αξιοπρέπεια, αυτή η δόλια κρύβεται στον κόρφο, σώζεται μόνο όταν βάζεις τα στήθια σου μπροστά στην μάχη αλλιώς γλιστράει και πέφτει και την πατάς εσύ, ποτέ οι άλλοι. Πάντα υπάρχουν και οι κορδωτοί, που τουρλώνουν τα στήθια τους όπως και τα κωλομέρια τους, λες και η αξιοπρέπεια είναι ζήτημα λούσου και βιτρίνας, σε αυτούς θα την φορέσει η ιστορία χωρίς τακτ και εφέ, αργά, τόσο αργά που το τέλος θα μοιάζει ταυτόχρονα λογικό και ξαφνικό. Μα πιο πολύ μισώ τους μουλωχτούς, αυτούς που κάναν τον Μιακαβέλι ευαγγέλιο, τόσο που κάθε φορά ο Μαρξ την άκουγε από το λιβάνι, ενώ ο Λένιν έκλεινε τα αυτιά του μην και από το τρίξιμο ξυπνήσει. Να ‘ναι καλά και αυτοί που μας γέμισαν την πλάτη με κοψίματα, που έκαναν τα πλευρά μας πέτρα από τις μπηχτές και τις πλάγιες. Στο διάολο να πάνε όμως, γιατί φυτέψανε μέσα μας το ζιζάνιο της καχυποψίας, των σεναρίων συνωμοσίας, θέλοντας να μας βάλουν στην δικιά τους σκέψη που θέλει την ιστορία να είναι μασονική στοά, που στις παρτούζες των αρχόντων της καθορίζονται οι μοίρες και μοιρασιές των υπηκόων, τα έχουν πει καιρό τώρα οι Τρύπες : “Γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της, από αυτήνα αρρωστήσαμε όλοι..”.
Και το μαγαζί ; Στο διάολο και συ ρε μπουρδέλο ! Φάγαμε τα νιάτα μας, τάχατες πως σε παραλάβαμε γιαπί και έπρεπε να σε κάνουμε ουρανοξύστη. Και δώσ’ του μεροκάματα, μαύρα και απλήρωτα πάντα με τίμημα βαρύ. Δεν πήγε όμως τσάμπα, σε αυτό το μπορντέλο γίναμε άντρες, δεν σφίξανε μόνο τα μπράτσα, “πήξανε” και τα μυαλά. Πήραμε master στα “κουμάντα”, ρίξαμε γκόμενες με την διαλεκτική, διαλέξαμε χαρακτήρα από τα κομματικά ντοκουμέντα ενώ μάθαμε και τι εστί ποίηση από τον Μπρεχτ, τον Μαγιακόφσκι, τον Νερούδα και τον Ρίτσο. Μακρύναν τα μαλλιά μας, τα γένια μας θεριέψανε, μεγαλώναμε χωρίς να ωριμάζουμε, μόνο όταν είδαμε την μούχλα και τα σαπίσματα άρχισε να ωριμάζει το “μέσα” μας. Δεν μας πρόδωσες εσύ όμως, εμείς μόνο εμείς προδωθήκαμε γιατί σε κρίναμε όπως και τους εαυτούς μας, λίγο…, σαν κακομαθημένο παιδί σε χαϊδεύαμε, κι όταν γινόταν η μαλακία σαν άλλος Γροθιάς από την Φάρμα των ζώων φωνάζαμε με όλη μας την ψυχή “Θα δουλέψω ακόμη πιο σκληρά – Ο Ναπολέων έχει πάντα δίκιο” . Από Ναπολέωντες αυτό το σπίτι άλλο τίποτα, οριακά όλοι έχουμε περάσει από τον ρόλο του. Έτσι για να καταλαγιάσουμε το γκρινιάρικο εγώ μας που πέρναγε από τον “παράδεισο της ματαιοδοξίας” και δεν κοίταζε ούτε έναν καθρέφτη, δεν έπαιρνε ούτε έναν έπαινο. Την ηθική την πλάθαμε πάντα στα μέτρα μας όπως με τόσο σαδισμό σχεδιάζαμε τον φόνο της και τότε με άλλη τόση μαεστρία γυρνούσαμε στην νεκροφιλία κάνοντας το πραγματικό χυδαίο, χρησιμοποιώντας την ηθική για να πούμε πως έχουμε δίκιο. Δεν γλίτωσα και εγώ, πάλι μιλάω για το παρελθόν μπας και ζεσταθώ αλλά πάει τελείωσε αυτό, ήρθε η ώρα η δύσκολη. Να γυρίσω την πλάτη και να μην κοιτάξω πίσω, να δώσω μια στην πόρτα και να στην φέρω στα μούτρα ρε γαμημένε που θα μου το παίξεις πορτιέρης στην Ιστορία, όχι ρε μάγκα δεν μπορείς! Ποιο μαγαζί ρε αρχίδα ; εδώ ολόκληρο καπιταλισμό θέλω να γκρεμίσω στο αυθαίρετο χαγιάτι σου θα κωλώσω; Χέστηκα που στο αναγνωρίσανε που θα σου βάλουν ρεύμα και νερό, για αντάρτικο ξεκινήσαμε μάγκα και όχι για εξοχικό, κάτσε εκεί να σε φάνε τα λούσα. Όχι δεν θα σου κόψω το ρεύμα, δεν θα σου σπάσω τους σωλήνες, θα σε αφήσω να έχεις τον αργό θάνατο του μικρομεσαίου, του μικροαστού που λένε, αυτού που συνθλίβεται από δύο μεριές και πάντα άγαρμπα, άτσαλα και προπάντων φρικιαστικά και σινιέ ταυτόχρονα.
Σ’ αγαπάω, καργιόλα ακούς ! Το σ’ αγαπώ με -αω και το απαραίτητο μπινελίκι για γαρνιτούρα. Γιατί εσύ είσαι ο έρωτας, ό ένας ο μεγάλος. Για σένα θα κάνω την ζωή μου μπουρδέλο, θα βάλω αμέτρητες φορές το κεφάλι μου στον ντορβά και το μυαλό στα πρόθυρα της τρέλας. Νομίζεις πως θα γλιτώσεις από μένα; Δεν ξέρω μπορεί, μπορεί κάποια μέρα να διαβάζω αυτές τις γραμμές και να γελάω, ή ακόμα χειρότερα να κλαίω γοερά γιατί πέταξα την καρδιά μου στα σκουπίδια μπας και γλιτώσω από την καψούρα σου. Βαρέθηκα όμως τα ερωτηματικά και τα “διακυβεύματα”, τις “προοπτικές” και τις σωστές “τακτικές”, με έχει κουφάνει η φωτιά που καίει, που καίει μέσα μου σύντροφε. Γιατί ναι δεν σε αγάπησα από τα βιβλία, από τα κομματικά ντοκουμέντα, από την αδρεναλίνη των συγκρούσεων, από τις μεγάλες ρητορείες και από τις προσπάθειες να σε πλησιάσω με επαναστατικό τουρισμό είτε του δρόμου είτε του χαρτιού. Σε ερωτεύτηκα σε σκοτεινά δωμάτια με δακρυσμένα μάτια από την μοναξιά της απελπισίας, όταν η εφημερίδα δεν είχε ούτε μια αγγελία, όταν το “σας ευχαριστούμε κύριε, θα σας ειδοποιήσουμε” πήγαινε σύννεφο, όταν τα χρέη με κυνηγούσαν λυσσασμένα ζητώντας αποπληρωμή, όταν τα δανεικά ήταν ο μόνιμος μισθός μου και η αποξένωση-αποκτήνωση η “κοινωνική” μου “πρόνοια”, εκείνες τις στιγμές που τα θέλω και η πραγματικότητα μάχονται σκιάζοντας κάθε ανάγκη που προσπαθούσε να με απελευθερώσει. Σε ερωτεύτηκα όταν γύρναγα στις εργατο-γειτονιές που μέσα στην φτώχεια τους άνθιζαν λουλούδια, γέμιζαν τα ρουθούνια μου μυρωδιές και τα μάτια μου με ανθρώπους λεβέντες που μπροστά στην καρμανιόλα δεν έσκυβαν το κεφάλι αλλά περήφανα κοιτάγανε το απόσπασμα της ζωής και χαμογελούσαν από μια μυστήρια αυτοπεποίθηση που δεν μπορούσα να καταλάβω ποτέ. Όταν μου μίλαγαν οι μετανάστες που περνούσαν τον πόλεμο και την κόλαση για να φτάσουν στον καινούργιο πόλεμο και την καινούργια κόλαση, ήλπιζα να με κολλήσουν λίγη ελπίδα από την μαγκιά τους. Σε πέτυχα πολλές φορές, μέσα σε καπνούς να γνέφεις, είτε στα δακρυσμένα μάτια από τα δακρυγόνα είτε στις φλεγόμενες καρδιές από την εξέγερση. Μου το έσκαγες πάντα από τα σοκάκια, με άφηνες μόνο με τον ψίθυρό σου στο αυτί μου, μου άφηνες μόνο την φλόγα στην ματιά, μου άναβες την φωτιά μέσα μου. Επανάσταση ακούς;! Αυτή την φορά δεν θα την γλιτώσεις! Θα σε βρω, όσο μακρυά κι αν πας, ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνω για να σε φτάσω. Έννοια σου όταν σε πετύχω, θα σε αρπάξω από τα μαλλιά και θα στο σκάσω εκεί στη μέση του δρόμου. Δεν με ενδιαφέρουν οι καπνοί, οι σφαίρες, αν τα μάτια μου έχουν τυφλωθεί από τα δακρυγόνα είτε τα ντοκουμέντα, αν τα ρούχα μου είναι βουτηγμένα στο αίμα, αν τα χέρια μου βρωμάνε βενζίνα, τα ακούς δεν με ενδιαφέρει! Γιατί ακόμα κι αν τα μαλλιά μου έχουν γίνει άσπρα, θα τα αφήσω μακριά να ανεμίζουν, είτε τα γένια μου είναι πυκνά ή ατροφικά, θα στο σκάσω με όλο μου το πάθος και την δύναμη, θα σε αρπάξω γερά να μην φύγεις ποτέ, αλλά ακόμα και έτσι, ακόμα κι αν με χαστουκίσεις και εξαφανιστείς θα σε ξανακυνηγήσω. Όχι γιατί θα λησμονώ το φιλί σου αλλά γιατί και εγώ και συ έχουμε Ιστορία να γράψουμε, όχι γιατί γουστάρω που είσαι γκόμενα αλανιάρα, αλλά γιατί το μούλικο που λέμε κόσμο σήμερα πρέπει να πάρει πόδι και στην γη να περπατήσει η δικιά μας κόρη, η άλλη κοινωνία. Τι παιδί θα βγει τώρα από μένα και σένα, ποιος ξέρει ; Και μόνο η διαδικασία μου φτάνει να ονειρεύομαι. Έτσι είναι όμως τα παιδιά πρέπει να μην μοιάζουν με τους γονείς τους να γίνονται το καινούργιο και να είναι πάντα το μέλλον. Το δικό μου και το δικό σου!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.