Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και «η αλλαγή της εκλογικής ατζέντας»



του Κ. Ρουσίτη

Μπροστά στο αίσχος των στρατοπέδων συγκέντρωσης η αριστερά στο σύνολό της επέδειξε καταρχήν υγιή αντανακλαστικά. Ο Ριζοσπάστης και η Αυγή τουλάχιστον, την επόμενη μέρα ανέδειξαν το ζήτημα σε πρώτο θέμα. Οπωσδήποτε σημαντική παρέμβαση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, γιατί θα πρέπει εδώ να προσμετρήσουμε πως πολλές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν θεώρησαν προφανώς το θέμα αρκετά σοβαρό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με εξαίρεση το ΣΕΚ, δεν έκανε την παραμικρή ανακοίνωση. Η ΚΟΕ το ίδιο. Όπως και να χει, το ΚΚΕ, η γύρω από τον ΣΥΝ αριστερά και ένα τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής, επέδειξαν καταρχήν κάποια βασικά ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά. Στοιχειώδη μεν, καθόλου αυτονόητα όμως, αφού και τα βασικά ακόμα στις μέρες μας έχουν γίνει ζητούμενα. 

Όμως, στη βάση της ρητορείας τους βρίσκεται η λανθασμένη εκτίμηση πως η κυβερνητική ρατσιστική καμπάνια αποτελεί μόνο μια ντρίμπλα των «δυνάμεων του μνημονίου» για να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τα πραγματικά του προβλήματα που είναι η ανεργία και η φτώχια. Μια προσπάθειά τους για να αλλάξουν την προεκλογική ατζέντα. Μάλιστα, συνοδεύεται συνήθως με την πρόγνωση – ευχή πως δεν θα τσιμπήσει ο κόσμος.

Καταρχήν να σημειώσουμε εδώ πως τη ρατσιστική καμπάνια δεν στηρίζουν μόνο οι «δυνάμεις του μνημονίου», αλλά και η αντιμνημονιακή δεξιά, η ακροδεξιά και η μισομνημονιακή ΔημΑρ. Δηλαδή, την ρατσιστική καμπάνια καλύπτουν πολιτικά όλες εκείνες οι δυνάμεις που με τον ένα ή άλλο τρόπο, με ευρώ ή με δραχμή, θεωρούν χρέος τους να στηρίξουν το καπιταλιστικό σύστημα. Συνολικά το φάσμα του ρατσισμού, δεν αφορά μόνο τον κόσμο που στηρίζει τα δυο μνημονιακά κόμματα, αλλά και εκείνο το «αγανακτισμένο» τμήμα με το οποίο ορισμένοι επιδιώκουν να χτίσουν το πλατύ αντιμνημονιακό μέτωπο και το νέο ΕΑΜ. Αλλά σε αυτό θα επεκταθούμε αργότερα.

Η διαπίστωση πως η ρατσιστική καμπάνια γίνεται αποκλειστικά για προεκλογικούς λόγους με στόχο τη συρρίκνωση της αριστεράς μπορεί να σημαίνει την παραδοχή μόνο δύο πραγμάτων: Είτε 1) ότι ο ελληνικός λαός είναι βαθειά ρατσιστής, και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε μπροστά στο «πρόβλημα» των μεταναστών να ξεχνά τα πραγματικά του προβλήματα, την φτώχια, την ανεργία, κλπ, είτε 2) πως από τη στιγμή που παραδέχεται κανείς ότι «οι μετανάστες αποτελούν πρόβλημα» τότε η πολιτική της αριστεράς αποδεικνύεται λιγότερο αποτελεσματική από των ρατσιστών για να το λύσουν. Αν δεν συμβαίνει τίποτε από τα δύο, τότε δεν θα έπρεπε να είχε πρόβλημα η αριστερά με την μετατόπιση της εκλογικής ατζέντας στο ζήτημα των μεταναστών. Βεβαίως έχει πρόβλημα, γιατί στην πραγματικότητα ισχύουν και οι δυο παραπάνω λόγοι.

1) Είναι οι έλληνες ρατσιστές;

Η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά ποτισμένη με το ρατσιστικό δηλητήριο. Πριν το μνημόνιο, τις «καλές» εποχές, η ελληνική κοινωνία δεν έδειξε να εξοργίζεται με τα σκλαβοπάζαρα της φράουλας στην Αμαλιάδα. Μια συμπεριφορά που η εργατική τάξη δεν έδειξε να διαφοροποιείται. Ούτε όταν οι κανακάρηδες των καλών οικογενειών στην Αμάρυνθο βίαζαν ομαδικά τη Βουλγάρα με την κάλυψη των γονιών τους. Ούτε όταν στην Ηγουμενίτσα βγήκαν οι κυνηγοί μεταναστών. Αντίθετα, ένοιωθε ψυχικά κοντά σε όσους έβαλαν στη θέση τους τους αλβανούς που τόλμησαν να πανηγυρίσουν την νίκη της εθνικής τους στο ποδόσφαιρο (Σεπτέμβριος 2004) ενάντια στην εθνική Ελλάδος. Κι αν το πογκρόμ των ελληναράδων τότε στοίχησε τη ζωή ενός αλβανού ποιος το θυμάται;

Μπορεί να υποθέσει κανείς πως τώρα, μετά τα μνημόνια, ο ελληνικός λαός έγινε λιγότερο ρατσιστής; Φυσικά, οι πολιτικές του μνημονίου έχουν διαλύσει την καθημερινή ζωή του ελληνικού λαού. Όμως, αυτό δεν τον κάνει αυτόματα αλληλέγγυο με τους απόκληρους μετανάστες. Στα χώρια της Κοζάνης δεν σκέφτηκαν να διαδηλώσουν για τίποτα επί δύο χρόνια της λαίλαπας του μνημονίου. Ούτε για τις περικοπές, ούτε για τη φτώχια, ούτε για την ανεργία. Όμως κινητοποιήθηκαν αμέσως στην προοπτική να γίνει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά τους, επειδή δεν θέλουν τους μετανάστες δίπλα τους. Και ευτυχώς που βρέθηκε ένας ανθρωπιστής επίσκοπος και έσωσε την τιμή του ρατσιστικού ποιμνίου του. Άλλωστε, για να θυμηθούμε και τον Ευριπίδη «…οἱ δυστυχεῖς γὰρ τοῖσιν δυστυχεστέροις αὐτοὶ κακῶς πράξαντες οὐ φρονοῦσιν εὖ». (Όταν οι δυστυχείς κακοπάθουν δυσανασχετούν με τους πιο δυστυχισμένους).

Βέβαια, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν συνάδει καθόλου με την εικόνα του «αγνού λαού» με την οποία θέλει η αριστερά να αποκοιμίζει τον εαυτό της και τον ίδιο τον λαό. Πολύ περισσότερο, που τμήματα της αριστεράς έχουν ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση, καθώς όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν με ρατσιστικές συμπεριφορές, όταν αυτές παρουσιάζονταν, αλλά τις συγκάλυπταν με την αδιαφορία τους. Αλλά και το τμήμα εκείνο της αριστεράς που στεκόταν αλληλέγγυο στους μετανάστες όλα αυτά τα χρόνια ακολουθούσε μια απολογητική ταχτική που μπορεί να συνοψισθεί στο «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν προβλήματα». Ποτέ δεν μίλησε ανοιχτά για τα αυτονόητα. Πως οι μετανάστες αποτελούν ευλογία για μια κοινωνία, αφού χωρίς να έχει ξοδέψει ούτε ένα ευρώ για την εκπαίδευσή τους και για την περίθαλψή τους, τους δέχεται σε μια εργασιακά ώριμη ηλικία για να τους ξεζουμίσει. Πως δεν είναι δυνατόν τα σύνορα να είναι ανοιχτά για τα εμπορεύματα, για το κεφάλαιο και για τους πλούσιους και να είναι κλειστά μόνο για τους φτωχούς. Αντ’ αυτού ασκούνταν σε μια λογική «ρεαλιστικών προτάσεων». Να «συζητήσουμε» πόσοι χωράνε, να «συζητήσουμε» τι θα κάνουμε με όλους αυτούς που βρίσκονται στην χώρα «μας», «να συζητήσουμε» μέτρα για να μην φεύγει ο κόσμος από τις χώρες του, κλπ, κλπ. Ήδη αποδέχθηκε να παίζει στο γήπεδο του αντιπάλου. Έτσι, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση αποξαρχής, όταν η συσσώρευση των μεταναστών και η διαχείρισή τους από ένα ρατσιστικό κράτος και μια ρατσιστική κοινωνία, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.

2) Είναι οι μετανάστες πρόβλημα;

Η κατάσταση είναι πραγματικά δύσκολη σε πολλές γειτονιές της Αθήνας, σε μερικές περιοχές μάλιστα είναι αφόρητη και απαιτεί άμεσα μέτρα. Και εδώ για μια ακόμη φορά η αριστερά το ρίχνει στην κοινωνική ανάλυση αντί να υιοθετήσει μια επιθετική πολιτική. Η κοινωνιολογική ανάλυση που φωτίζει τα βαθύτερα αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι χρήσιμη στην πολιτική μόνο στο βαθμό που οδηγεί σε ορθά πολιτικά συμπεράσματα και δράση. Φυσικά είναι σωστό πως η πολιτική των κυβερνήσεων είναι αυτή που δημιούργησε τα γκέτο στο κέντρο της Αθήνας. Φυσικά είναι σωστό πως η κρίση και η φτωχοποίηση έχει διογκώσει το πρόβλημα. Σύμφωνοι. Και από κει και πέρα τι; Αυτό που λείπει από την αριστερά δεν είναι η ανάλυση του ζητήματος, αλλά μια πολιτική πρόταση και δράση που να αντιστοιχεί στο πρόβλημα.

Το πρόβλημα της έξαρσης της εγκληματικότητας μικρής και μεγάλης είναι πραγματικά μεγάλο. Όταν αποχωρεί η αστυνομία από κάποιες γειτονιές δεν δημιουργείται μια «ζώνη ανομίας» αλλά ένα γκέτο που κάποιοι άλλοι επιβάλλουν την ΤΑΞΗ τους. Μπορεί να είναι οι πρεζέμποροι και οι σωματέμποροι (ασχέτως εθνικότητας) επιβάλλοντας το νόμο της μαφίας. Στη γειτονιά που υποφέρει από αυτή την κατάσταση οι συμμορίες της χρυσής αυγής μπορούν, με τη συναίνεση των νοικοκυραίων, να πάρουν το νόμο στα χέρια τους επιβάλλοντας τη δική τους τάξη, την τάξη του φασισμού, όπως ήδη συμβαίνει στον Αγ. Παντελεήμονα. Η απουσία της αριστεράς είναι κραυγαλέα.

Απέναντι στην αύξηση της εγκληματικότητας και τη γενικότερη υποβάθμιση των γειτονιών της Αθήνας, η αριστερά θα πρέπει να καλέσει και να πρωτοστατήσει στην οργάνωση λαϊκών πολιτοφυλακών. Λαϊκές πολιτοφυλακές που θα τις συγκροτήσουν έλληνες και μετανάστες από κοινού, καταρχήν για την υπεράσπιση της γειτονιάς τους. Για να την προστατέψουν από την «τάξη» της αστυνομίας του Χρυσοβορίδη, των φασιστών, αλλά και από τις συμμορίες (ελλήνων και ξένων). Αφού η αριστερά εμπιστεύεται τον λαό για να φρενάρει το μνημόνιο και να υπερασπίσει τα κεκτημένα του και τον καλεί επιπλέον «να πάρει και την υπόθεση στα χέρια του», γιατί δεν έχει την ίδια λογική και στο ζήτημα της ασφάλειας; Γιατί δεν τον καλεί να πάρει στα χέρια του και την ασφάλεια της γειτονιάς του ενάντια στην εγκληματικότητα, παρά μόνο καλεί την αστυνομία «να κάνει το καθήκον της»; Γιατί οι πολυδιαφημισμένες λαϊκές συνελεύσεις είναι καλές για να οργανώνουν το εμπόριο της πατάτας, αλλά όχι και την ασφάλεια της συνοικίας οργανώνοντας λαϊκές πολιτοφυλακές;
Και εδώ είναι η ίδια αιτία. Η προσπάθεια της αριστεράς όχι μόνο να αποφύγει τη σύγκρουση, αλλά να μην έρθει καν σε επαφή με τον αντίπαλο. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τώρα είναι ο αντίπαλος που προσπαθεί να συγκρουστεί με την αριστερά, να την υποτάξει ή να την εξαλείψει. Και η αριστερά διαπιστώνει στο σπασμένο κεφάλι της πως δεν έχει καν τη δυνατότητα να αμυνθεί. Γιατί, ακόμη κι αν η αριστερά παριστάνει ότι δεν το βλέπει, το ρατσιστικό αίσχος των ημερών πάει πολύ πιο βαθιά από την «αλλαγή της εκλογικής ατζέντας».

Προετοιμασίες εμφυλίου πολέμου

Με την ρατσιστική καμπάνια το αστικό κράτος συγκροτεί το στρατόπεδό του. Ο αστισμός χτίζει μια νέα κοινωνική συμμαχία στον άξονα της τάξης και της ασφάλειας. Τα επιχειρήματα των μιντιαρχώνκαι των παρατρεχάμενων του μνημονίου είναι βεβαίως προκλητικά γελοία: Οι αρχιεγκληματίες μιλούν για εγκληματικότητα. Η υγειονομική βόμβα που λέγεται Λοβέρδος, που έχει ήδη διαλύσει κάθε σύστημα υγείας, μιλά για τις αρρώστιες που φέρνουν οι μετανάστες. Οι επαγγελματίες – επιστήμονες της καλλιέργειας του φόβου και του πανικού μιλάν για τον φόβο που δήθεν προκαλούν οι μετανάστες στους νοικοκυραίους. Μην ψάξει κανείς να βρει λογική, άδικος κόπος. Δεν τους ενδιαφέρει να πείσουν λογικούς ανθρώπους, αλλά να φανατίσουν το στρατό τους, γι’ αυτό και απευθύνονται στα πιο ποταπά ανθρώπινα ένστικτα. Μην μας διαφεύγει πως η ρατσιστική καμπάνια συνοδεύεται από μια χυδαία επίθεση στην αριστερά και το συνδικαλισμό (πρωτοφανή από την μεταπολίτευση) που την κατηγορεί πως είναι υπεύθυνη που ήρθε η χώρα σε αυτό το σημείο. Η αριστερά που νομίζει ότι το επίδικο είναι να «πειστεί και να καταλάβει» ο λαός έχει ήδη φάει γκολ από τα αποδυτήρια. Γιατί το ζητούμενο για τους καπιταλιστές και τους κολαούζους τους από όλη αυτή την καμπάνια δεν είναι να πείσουν κανέναν, αλλά να οργανώσουν το στρατόπεδό τους. Και πραγματικά, οργανωτικά αυτή η καμπάνια πηγαίνει χέρι – χέρι με την οικοδόμηση των φασιστικών και ακροδεξιών πολιτοφυλακών και με την αναγγελία πρόσληψης εκατοντάδων, (ή και χιλιάδων) μπάτσων. Νομικά, συμπληρώνεται με την πρόταση της αστυνομίας για νέο νόμο για τις αντιασφυξιογόνες μάσκες στις διαδηλώσεις, με το σχέδιο νόμου του Καμίνη της ΔημΑρ για την απαγόρευση των διαδηλώσεων στην Αθήνα, κλπ, κλπ. Όλα ετούτα ξεπερνούν κατά πολύ την προεκλογική περίοδο.

Και ορίστε τα αποτελέσματα. Την ίδια μέρα που ο Τσίπρας σε συνέντευξη τύπου ανακοίνωνε το εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο αντίπαλος έκανε και αυτός τις δικές του κινήσεις. Ο Χρυσοαυγίδης σε συνεχείς συσκέψεις με μπάτσους και στρατό οργανώνει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αστυνομία ξεκινάει το ίδιο απόγευμα την επιχείρηση «σκούπα» στο κέντρο της Αθήνας και οι πρώτοι μετανάστες χωρίς χαρτιά αρχίζουν να στοιβάζονται στο μεταγωγών. Οι φασίστες επιτίθονται σε φοιτητές μέσα στην παν/πολη και τραυματίζουν αρκετούς. Ο Σαμαράς δηλώνει πως μόλις βγει στη εξουσία «θα ανακαταλάβει τις πόλεις». Και ενώ οι καπιταλιστές και το κράτος τους κάνουν ετοιμασίες εμφυλίου πολέμου, η αριστερά τους κατηγορεί ότι… επιχειρούν να αλλάξουν την εκλογική ατζέντα. Αλλά τι να λέμε τώρα; Εδώ βγήκε ο Γιομπαζολιάς και είπε να στείλουμε τους μετανάστες στα ξερονήσια και οι σύντροφοί του στην ΔημΑρ (τουλάχιστον όσοι πέρασαν από τη Μακρόνησο και το Παρθένι) αντί να τον πάρουν με τις κλωτσιές, κάθονται και καμαρώνουν τον υποψήφιό τους.

Αυτή η στάση δεν οφείλεται μόνο στην λατρεία της αστικής δημοκρατίας που αισθάνεται μεγάλο τμήμα της αριστεράς. Οφείλεται περισσότερο σε μια εντελώς λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας. Μετά από απανωτές ήττες του κινήματος που δεν κατάφεραν να ανακόψουν τη μνημονιακή λαίλαπα, την ώρα που η ακροδεξιά βγαίνει πιο δυναμωμένη από ποτέ, η αριστερά χαρακτηρίζει την προσδοκόμενη αύξηση των ποσοστών της σαν «ιστορική ευκαιρία».

Ο ρατσισμός και η δεξιά στροφή

Στη βάση της έξαρσης του ρατσισμού βρίσκεται η ήττα του κινήματος τα δυο τελευταία χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα. Ο λαός παρά τις σκληρές μάχες, παρά τις πολλές απεργίες, παρά τις αδιάλειπτες κινητοποιήσεις δεν κατάφερε να ανακόψει τον αντίπαλο. Η παραδοχή αυτής της απλής αλήθειας δεν φαίνεται να απασχολεί την αριστερά στο σύνολό της (ίσως γιατί θα έπρεπε να αναζητήσει και τις όποιες δικές της ευθύνες για αυτό το αποτέλεσμα). Στην χειρότερη περίπτωση μιλά για «ιστορική ευκαιρία» για την αριστερά, στην καλύτερη για «αγώνα διαρκείας». Συνεπώς, κάθε συζήτηση για το πώς προχωράμε από δω και πέρα ξεκινάει από λάθος βάση, από μια εξιδανικευμένη ανάγνωση της πραγματικότητας. Κι όμως είναι μια πάρα πολύ απλή αλήθεια πως όταν δύο δίνουν μια μάχη και ο ένας χάνει ο άλλος κερδίζει. Και αυτό που βλέπουμε τώρα είναι η προσπάθεια του αστισμού να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη του στο χτίσιμο μιας νέας κοινωνικής ισορροπίας στη θέση της προηγούμενης μεταπολιτευτικής που διαλύθηκε ανεπιστρεπτί. Φυσικά, δεν είναι μια τελειωμένη υπόθεση, αλλά όσο η αριστερά συνεχίζει να στρουθοκαμηλίζει δεν βοηθά ούτε τον λαό, ούτε τον εαυτό της.




Στη βάση της κοινωνικής ήττας, αποτέλεσμα και συνεπικουρία της, είναι και η πραγματικότητα πως τον αντιμνημονιακό αγώνα τον κέρδισε η δεξιά. Ή για να ακριβολογούμε, τα κέρδη της αριστεράς από τη διάλυση της δικομματικής κοινωνικής ισορροπίας είναι πολύ λιγότερα από της δεξιάς. Εκτός κι αν θεωρεί κανείς αριστερούς τον Καμένο, την Κατσέλη και τον Κουβέλη των ισοδύναμων. Για να μην μιλήσουμε για τη διάλυση του ΛΑΟΣ προς όφελος των ναζιστών. Και εδώ βέβαια η αριστερά έχει τεράστιες ευθύνες. Προτίμησε να υποκλιθεί στις αυταπάτες και τις ιδεοληψίες του «κόσμου της αγανάκτησης» αντί να συγκρουστεί με αυτές προβάλλοντας το δικό της πρόταγμα. Ο κόσμος που όταν κατέβαινε με τις γαλανόλευκες στο Σύνταγμα το καλοκαίρι (και χτυπούσε και κανένα μετανάστη παρεμπιπτόντως) η αριστερά αυτή τον εκθείαζε, και αλίμονο σε όποιον τολμούσε να κριτικάρει τον οπορτουνισμό της. Ήταν ο «αγνός λαός του νέου ΕΑΜ» και η αριστερά θεωρούσε καθήκον της να τον γλύφει. Φυσικά, και θα μπορούσε αυτός ο κόσμος να κερδηθεί από την αριστερά, και ίσως να μπορεί και ακόμη. Αλλά όχι γλύφοντας τις πατριωτικές και απολίτικες αυταπάτες του, αλλά πολεμώντας τις. Όχι κρύβοντας τις σημαίες μας αλλά ξεδιπλώνοντάς τις.

Ακόμη περισσότερο, η αριστερά θεωρώντας δεδομένο τον κόσμο της, τον άφησε έκθετο στον διάχυτο εθνικοπατριωτισμό της αγανάκτησης. Έκθετο στις «παρελάσεις του λαού», στην «νέα κατοχή», στην «νέα εθνική αναγέννηση». Για να διαπιστώσει σε λίγο καιρό πως ούτε οι δικές τις γραμμές έχουν αντισώματα στο ρατσιστικό δηλητήριο. Και ο λόγος είναι πως ο εθνικοπατριωτισμός βρίσκεται πιο κοντά στο ρατσιστικό ιδεώδες παρά στο κομμουνιστικό.

Ίσως δεν είναι αργά ακόμη. Όμως για μια αλλαγή του ζοφερού κλίματος του ρατσισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, θα πρέπει να αλλάξει και η στάση της αριστεράς. Τα αναμφισβήτητα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά που έδειξε να μετατραπούν σε τολμηρή πολιτική δράση. Και κυρίως να μην διστάσει να έρθει σε σύγκρουση με το ρατσισμό του «αγνού λαού» ακόμη κι αν αυτό πρόσκαιρα θα την φέρει σε σύγκρουση μαζί του. Είναι όμως ο μόνος τρόπος για να συγκροτήσουμε το δικό μας στρατόπεδο μπροστά στις μάχες που θα δοθούν αύριο.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.