Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ο «άλλος» αέρας που φυσάει στην Ευρώπη και η δυσωδία των φασιστικών πογκρόμ

του Άκη Τζάρα

Οι εξελίξεις συνεχίζουν να ρέουν με καταιγιστικό ρυθμό, καθώς απομένουν τρεις εβδομάδες από το ημερολογιακό ορόσημο των εκλογών που θεωρητικά-από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς- θα σημάνει την απαρχή μιας νέας φάσης, για αυτό που συνοπτικά αποκαλείται Κρίση. Ως τότε όλα η πραγματικότητα θα αποτελείται από τις σκηνές της προηγούμενης εβδομάδας: σύσσωμη η Ευρώπη κι όλοι οι υπερεθνικοί καπιταλιστικοί μηχανισμοί από τους G8 μέχρι τις αγορές και τους περίφημους οίκους τους απαιτούν να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα για να συνεχιστεί η «διάσωση». 

Το ελληνικό κεφάλαιο παρατηρεί με οργή την ανεπάρκεια του πολιτικού του προσωπικού και των δημοσιογράφων του και προσδοκά πλέον πως η αναγέννηση της δεξιάς στη βάση του νόμου και της τάξης με ολίγη από επαναδιαπραγμάτευση θα μπορέσει να αποτελέσει μια νέα μορφή κοινωνικής συμμαχίας, που θα διασώσει την ευρωπαϊκή του φυσιογνωμία και που παράγει όμως και τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. 

Ταυτόχρονα η ταξική κι ιδεολογική πόλωση είναι πλέον μόνιμο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ισορροπίας, μια πόλωση που υπερβαίνει κατά πολύ την τρέχουσα πολιτική της έκφραση που είναι ο Σύριζα ή το δεξιό μέτωπο. Επιπλέον κι ανεξάρτητα από τις λογής διαβεβαιώσεις δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα πιστωτικό γεγονός και μια ελεγχόμενη (;) κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών που θα έχει σκοπό να συνετιστεί ο ελληνικός λαός, αλλά μπορεί να αποτελέσει το πρελούδιο της συνεχώς αναβαλλόμενης χρεοκοπίας. 

Σύνοδος κορυφής, ευρωομόλογο, ντόμινο κι άλλες ιστορίες… 

Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ ανέδειξε πράγματι τις υπαρκτές αντιθέσεις στους κόλπους της, αντιθέσεις που σχηματικά εκφράστηκαν από τη Γερμανία (και τους δορυφόρους της) με το σχέδιο της μονομερούς λιτότητας και της δημοσιονομικής ένωσης από τη μια και το μπλοκ γύρω από τον Ολάντ (Ιταλία κι Ισπανία) που επιθυμεί κι ένα αναπτυξιακό σχέδιο με εργαλεία τα ευρωομόλογα και τον απευθείας δανεισμό κρατών-άρα κι εκτύπωση χρήματος- από την ΕΚΤ. 

Οι αντιθέσεις αυτές εκφράζουν επιπλέον τη συνειδητοποίηση τμημάτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου γύρω από το αδιέξοδο του γερμανικού σχεδίου που ευνοεί τελικά μόνο το ίδιο, παρά κάποια ουσιαστική αλλαγή πολιτικής και στροφή προς τον κεϊνσιανισμό, όπως ισχυρίζονται αριστεροί και μη αναλυτές. 

Είναι δεδομένο πια πως η γερμανική πρόταση λιτότητας και τα «μνημόνια» είχε ως στόχο αφενός να θωρακίσει το γερμανικό κεφάλαιο από ενδεχόμενο κρατικών χρεοκοπιών και να προσφέρει ευκαιρίες άμεσου κέρδους στις «αγορές», αφετέρου να αποτελέσει και μια πρόταση μελλοντικής ανάπτυξης, μειώνοντας την αξία της εργατικής δύναμης κι αυξάνοντας έτσι την απόλυτη υπεραξία στα ερείπια του κράτους πρόνοιας. Το πρώτο σκέλος πέτυχε σε βάρος όμως των εταίρων επαναφέροντας τους δήθεν ξεπερασμένους εθνικούς ανταγωνισμούς, το δεύτερο σκέλος δεν έχει αποδώσει ακόμα καρπούς, ακριβώς γιατί η κρίση είναι ακόμα στα μισά, άρα δεν έχει “ανάπτυξη” το μενού για τα επόμενα χρόνια. 

Την ίδια στιγμή, ο γερμανικός καπιταλισμός, έχοντας φροντίσει να τσακίσει προ κρίσης τα κεκτημένα της δικής του εργατικής τάξης (ατζέντα Σρέντερ) κι επωφελούμενος από το φτηνό -σε σχέση με το μάρκο- ευρώ έχει το πλεονέκτημα κι επιθυμεί να επιβεβαιώσει την ηγεμονία του στο χώρο της Ευρώπης που του προσφέρει το ζωτικό χώρο που έχει προφανώς ανάγκη. 

Με αυτή την έννοια, οι προτάσεις Ολάντ είναι περισσότερο μέρος μιας επαναδιαπραγμάτευσης της θέσης και του ρόλου του γαλλικού κεφαλαίου, στην Ευρώπη που αλλάζει, με αυτόν που ηγεμονεύει κι όχι μια διαφορετική στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης. Ουσιαστικά ζητά από το Βερολίνο να επωμιστεί πραγματικά το κόστος του κοινού νομίσματος και να προωθήσει μια ισότιμη (sic) οικονομική ένωση, που θα περιορίσει τις κραυγαλέες αντιθέσεις που ναρκοθετούν την αντιδραστική ουτοπία της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ειδικά όταν στο Παρίσι ξέρουν καλά πως από Σεπτέμβριο η γαλλική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με το φάντασμα μιας βαθιάς ύφεσης, αλλά και με την αρπακτικότητα των «αόρατων» αγορών. Ως εκ τούτου είναι λογικό να ζητούν έναν περιορισμό της ασυδοσίας της αριστοκρατίας του χρήματος και μια κάποια αυτονομία της πολιτικής απέναντι του. Ευσεβείς αστικοί πόθοι εν μέσω της Κρίσης της εποχής μας. 

Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: η λιτότητα δεν είναι ιδεολογική αστοχία ή εμμονή, είναι η κυρίαρχη αστική πολιτική την περίοδο της κρίσης, γιατί εκκινεί από το υλικό γεγονός της ανάγκης να προασπίσει μόνο τα δικαιώματα του κεφαλαίου κι ειδικότερα της χρηματικής του αριστοκρατίας, χωρίς να (φαίνεται πως) συμπεριλαμβάνει σε αυτά τα συμφέροντα άλλων κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούσαν το μπλοκ εξουσίας της αναπτυξιακής περιόδου. Με αυτό ως δεδομένο δε θεωρούμε πως ο καπιταλισμός και τα επιτελεία της άρχουσας τάξης διαθέτει κάποιο ορθολογικό σχέδιο που τον εμποδίζει να αποβάλλει για πχ την Ελλάδα φοβούμενος το ντόμινο, μιας και οι συνταγές σωτηρίας, ουκ ολίγες φορές έχουν αποδειχτεί συνταγές καταστροφής. 

Θεωρούμε πως ακόμα κι αν η Γερμανία τελικά δεχτεί τα ευρωομόλογα κι άρα να βάλει το χέρι στην τσέπη, αυτό πρώτον θα το πράξει μόνο αφού λάβει τα απαραίτητα ανταλλάγματα που συνίσταται στην αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας της και στη συνέχιση της πολιτικής διάλυσης των δικαιωμάτων του προλεταριάτου, στην οποία εξάλλου δε διαφωνεί και κανείς στην ΕΕ. Δεύτερον ακόμα κι η εκτύπωση χρήματος, ακόμα κι η πολιτική ενοποίηση, θα είναι κατά τη γνώμη μας τα τελευταία επεισόδια πριν τη διάλυση της ευρωζώνης και της ΕΕ κι όχι η αρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τρίτον κι αυτό αφορά άμεσα την Ελλάδα, όσο κι αν οι αντιθέσεις αυτές είναι υπαρκτές, δεν είναι βέβαιο πως ο συμβιβασμός τους θα περιλαμβάνει την Ελλάδα, αφού και ο «κεινσιανιστής» Ολάντ είπε το αυτονόητο: υλοποίηση των συμφωνηθέντων, αλλιώς χρεοκοπία 

Το κυριότερο όμως κι αυτό αφορά όσους προσδοκούν πως η ρητορική του Ολάντ (ο οποίος εξάλλου μπροστά στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιούνη θέλει «αριστερό προφίλ») σε συνδυασμό με την πιθανή νίκη του Σύριζα στις προσεχείς εκλογές θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του ευρωπαϊκού πλαισίου είναι το εξής: αν είναι μια φορά λάθος να μην υπολογίζει κανείς τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, ανάμεσα σε κράτη ή μεμονωμένα αφεντικά, είναι δέκα φορές λάθος να προβάλει σε αυτές τις επιθυμίες ή τις προσδοκίες του. 

Μια ελληνική έξοδος από το ευρώ μπορεί να προκαλέσει χάος και να διαλύσει όλο το οικοδόμημα ισχυρίζονται όσοι θεωρούν πως είναι εφικτή μια άλλη πολιτική στο πλαίσιο του ευρώ και αυτό το επιχείρημα είναι η βασική θέση του Σύριζα. Κατά τη γνώμη μας η θέση παίρνει ως δεδομένο ένα βαθμό ορθολογισμού του συστήματος, αλλά και δεν αντιλαμβάνεται πως και μια ριζοσπαστική -για το πλαίσιο που συζητάμε- πολιτική, εκλαμβάνεται εξίσου από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και τις αγορές ως απειλή για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αν τώρα κανείς θεωρεί πως μπορεί να επιβάλει αλλαγές στην Ευρώπη των αγορών μόνο με το φόβητρο του ντόμινου και με όπλο την ψήφο του ελληνικού λαού, προκύπτει εύλογο το ερώτημα γιατί να σταματήσει εκεί και να μην ολοκληρώσει τη ρήξη μετασχηματίζοντας όλη την Ευρώπη; 

Αν δεν αντιληφθούμε τους συσχετισμούς και τη σοβαρότητα αυτών που παίζονται σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια τεραστίων διαστάσεων ήττα, είτε αυτή πάρει και τα χαρακτηριστικά των ανοιχτών διώξεων είτε όχι. 

Συνοψίζοντας λοιπόν μπορούμε να πούμε πως σαν τακτική η εκμετάλλευση των ενδοαστικών αντιθέσεων έχει νόημα, αρκεί να είναι ξεκάθαρο σε όσους την επικαλούνται, το όριό της. Αντίστοιχα φυσικά και οι «επαναστάτες ή οι μεταρρυθμιστές» της δραχμής ας έχουν υπόψη τους πως αυτή αποτελεί μια εναλλακτική και μάλιστα ανοιχτά δικτατορική του ελληνικού καπιταλισμού. 

Η κρίση προς λύπη των χαζοχαρούμενων ευρωπαϊστών που ταυτίζουν την Ευρώπη με την ΕΕ, οδηγεί πια στη συντριβή των όποιων αστικοδημοκρατικών θεσμών της, ως το πολιτικό επακόλουθο της λογικής των οικονομικών μονοδρόμων. Πόσο αλήθεια καταρρέει ο μύθος της ενωμένης και δημοκρατικής Ευρώπης, όταν επίσημα πια διακηρύττεται η ωμή αλήθεια: «δεν υπάρχει κανένα περιθώριο άλλης πολιτικής που να αμφισβητεί έστω και λίγο, έστω και ως ρητορεία τα συμφέροντα των αγορών, είμαστε το πολιτικό τους προσωπικό και όσο και να ψηφίζετε ενάντια στις πολιτικές μας, όπως ο ήλιος λάμπει, έτσι θα ισχύει και ο φυσικός νόμος μας: νυν υπέρ πάντων το κεφάλαιο, ακόμα κι αν αυτό οδηγήσει στη διάλυση και στον πόλεμο όλων εναντίον όλων». 
Φασιστικό πογκρόμ και αφωνία της αριστεράς 

Την ίδια στιγμή που στις Βρυξέλλες επεξεργάζονται σχέδια εξόδου για την Ελλάδα, την ίδια στιγμή που ο Σύριζα βγαίνει πρώτος στα γκάλοπ και ετοιμάζεται είτε να διαψεύσει με παταγώδη τρόπο τις προσδοκίες εκατομμυρίων, συμβιβαζόμενος ή ηττημένος, είτε να βρεθεί να ηγείται ακούσια μιας πρωτοφανούς, στην πρόσφατη ιστορία, ταξικής σύγκρουσης, η δεξιά από την κοινοβουλευτική της έκφραση, μέχρι τις παρακρατικές συμορίες παίρνει θέσεις μάχης. Εκμεταλλευόμενοι χυδαία το φόνο ενός 29 χρόνου στην Πάτρα με φερόμενο ως δράστη έναν 17χρονο Αφγανό, οι ναζιστές επαναλαμβάνουν το πογκρόμ του περασμένου Μαϊου στην Αθήνα. Μάλιστα είτε λόγω της ανεξέλεγκτης ανθρώπινης σκόνης, είτε με στόχο ένα «ριζοσπαστικό» προφίλ, στην προσπάθειά τους να λιντσάρουν εισβάλλοντας στο χώρο διαμονής των μεταναστών, «συγκρούστηκαν» με τους μπάτσους. 

Από κοντά τα τοπικά ρουφιανοκάναλα, και φυσικά η ΝΔ που απέδωσε ευθύνες για την κατάσταση στο Σύριζα. Ο ρατσισμός κι ο φασισμός που καλλιεργήθηκε συστηματικά από την αστική τάξη και τα φερέφωνά της, που επιβάλλεται με την τρομοκρατία των ναζιστικών συμμοριών και όχι με την αντιπαράθεση ιδεών, όπως νομίζει στην πλειοψηφία της η αριστερά, είναι το απόλυτο όπλο όχι για να αλλάξει η ατζέντα, αλλά για την επόμενη μέρα. Σε όλα αυτά, εκτός από το ότι αφήνονται απροστάτευτοι οι πραγματικοί απόκληροι στις επιθέσεις των φασισταριών, εκτός από το ότι δεν έγιναν προσπάθειες για δίκτυα στέγασης και σίτισης των μεταναστών κόντρα στη μαφία και το παρακράτος, επικρατεί -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- υποτίμηση ή ακόμα χειρότερα διάθεση «να καταλάβουμε» την οργή του κόσμου. 

Και αυτό το σιωπητήριο απέναντι στο φασιστικό εσμό, εκτός από την αξιακή του διάσταση, έχει και θα έχει πρακτικές συνέπειες ακόμα και για όσους θεωρούν πως θα ξεφουσκώσει ή δεν τους αφορά. Κι αυτό αφορά τόσο το Σύριζα που μεθά από την αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη και την αριστερή κυβέρνηση που θα καταγγείλει πολιτικά το μνημόνιο (κάτι που από μόνο δε σημαίνει τίποτα), όσο και το ΚΚΕ με την αντιφασιστική του απουσία και την Ανταρσύα που δεν υπερασπίζεται ούτε τη συνιστώσα της το ΣΕΚ, που δέχτηκε χθες επίθεση στα γραφεία του από ορδές μπάτσων και φασιστών. 

Όσο και να ισχυρίζεται κανείς πως οι ψηφοφόροι των ναζιστών δεν ήξεραν-δε ρώτησαν, όσο και αν θεωρεί πως μπροστά στην άνοδο της αριστεράς αυτά είναι λεπτομέρειες, δεν μπορεί να αγνοήσει πως η άνοδος του φασισμού υπερβαίνει καταρχήν την εκλογική απήχηση των αυγών, των οποιών τα στελέχη είναι καλεσμένα από τα μεσημεριανάδικα μέχρι τις σοβαρές εκπομπές σε ένα πλυντήριο από αυτά που ξέρουν να στήνουν τα κανάλια, όταν ετοιμάζουν τις εφεδρείες των αφεντικών τους. Η μεταγραφή στη ΝΔ των «σκληρών» του Λάος, η επαναφορά του φασίστα γέρου Πλεύρη στο Λάος, η συνεχής προώθηση των «μαύρων» πασόκων Λοβέρδου-Χρυσαυγίδη, ο υπηρεσιακός υπουργός άμυνας, στρατηγός των εφέδρων, υπερασπιστής των Οϋκάδων και των ακροδεξιών πολιτοφυλακών, πιστοποιούν τη βαθιά αναδιάταξη των κρατικών μηχανισμών εν όψει μιας πραγματικά υπαρξιακής ταξικής σύγκρουσης. 

Ακόμα κι αν ο Σύριζα δεν είναι ένα φόβητρο για την αστική εξουσία, ακόμα κι αν δεν είναι το Λαϊκό Μέτωπο του 1936, αλλά όπως ισχυρίζονται ΚΚΕ κι ένα μέρος της Ανταρσύα, αριστερό ανάχωμα, η άνοδός του επιταχύνει τις εξελίξεις στους μηχανισμούς του βαθέως κράτους. Ας είναι ξεκάθαρο: οποιοδήποτε αναμέτρηση με το μνημόνιο ή τις πολιτικές λιτότητας, είναι κι αναμέτρηση όχι μόνο με το κράτος αλλά και με τις φασιστικές συμμορίες. Είναι σίγουρο πως μετά τις εκλογές, οι φασίστες θα συνεχίσουν πιο αναβαθμισμένα να συμπληρώνουν το έργο της ένστολης βίας, είτε ως αντιπολίτευση δρόμου σε μια αριστερή κυβέρνηση, είτε ως βοηθητικά τάγματα εφόδου μιας δεξιάς, είτε σε ένα όχι και τόσο απίθανο σενάριο χρεοκοπίας, ως ακροδεξιές πολιτοφυλακές ενός μίνι εμφυλίου. Όλα αυτά δεν ειπώνονται γιατί χάνουμε τη γενικότερη εικόνα που είναι δήθεν ο πανικός και το υπαρκτό όμως αδιέξοδο των αστών. Θεωρούμε πως η φασιστική ρητορική και πρακτική, με αποκορύφωμα τη δυσωδία των πογκρόμ είναι συστατικό κομμάτι της γενικότερης εικόνας και για να αντιμετωπιστούν δεν αρκεί ούτε η επίκληση στο λαό ή την εργατική τάξη, ούτε φυσικά η ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά ένας τολμηρός συνδυασμός αμείλικτης ιδεολογικής πάλης, πρακτικών λύσεων σε κοινωνικά προβλήματα σε γειτονιές και πάνω απ’ όλα οργανωμένη αυτοάμυνα. 

Σε κάθε περίπτωση οδεύουμε προς εκλογάς, η πόλωση δυναμώνει και η αντιπαράθεση των στρατοπέδων δεν περιορίζεται στην εκλογική μάχη, ακριβώς όπως οι εκλογές αυτές θα αποτελέσουν ένα σημείο μετάβασης σε μια καινούρια ισορροπία, που όψεις της φάνηκαν ήδη. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, οφείλουμε να θεωρούμε δεδομένα όλα όσα μπορούν να μας χαροποίησαν σε πρώτη φάση: την κρίση της αστικής ηγεμονίας, την άνοδο της αριστεράς, ακόμα και τις εσωτερικές κόντρες στην ευρωζώνη. Όλα αυτά, παράγωγα όχι μηχανιστικά της Κρίσης, δεν αποτελούν νίκες όπως ισχυρίζονται όσοι από αφέλεια, κούραση ή πολιτικαντισμό εμμένουν σε μια απλοϊκή ερμηνεία της πραγματικότητας. Αντίθετα για μας είναι ενδείξεις πως η ανισορροπία του συστήματος οδεύει σε μια κλιμάκωση, που αντιστοιχεί σε μια όξυνση της πάλης των τάξεων και των πολιτικών τους επιτελείων κι επαναφέρει με νέα ίσως μορφή τα παλιά και ξεχασμένα ζητούμενα: ποιος είναι ο δρόμος για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ποιος κάνει τις επαναστάσεις, με ποια τακτική και στρατηγική, πως αντιμετωπίζεται η καπιταλιστική αντίδραση που για να διασωθεί το σύστημα δε θα σεβαστεί την αστική της νομιμότητα; Πέρα από εύκολους πανηγυρισμούς, πέρα από ηττοπάθειες ανοίγει ο δύσκολος δρόμος της συνειδητής πάλης, ακούγεται το κάλεσμα για μια ακόμη ιστορική απόπειρα μήπως και σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος που καταδικάζει την ανθρωπότητα στη βαρβαρότητα. Δεν έχουμε παρά να ανταποκριθούμε! 


Πηγή : Avantgarde

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.