Στο πλαίσιο της θεωρητικής αναζήτησης και του διαλόγου αναδημοσιεύουμε το σχέδιο προγράμματος της πολιτικής ομάδας "Διεθνιστής"
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Προχωράμε στην έκδοση του σχεδίου προγράμματός μας έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια παρουσίας μας στην πολιτική και κινηματική πάλη. Ένα χρονικό διάστημα, απίστευτα πλούσιο και ταυτόχρονα πρωτότυπο, σε ότι αφορά όχι μόνο τις πολιτικές προκλήσεις από τη μεριά της αστικής τάξης, αλλά και από τις διακυμάνσεις και τη ζωτικότητα του ίδιου του κινήματος.
Αυτό το σχέδιο προγράμματος, είναι προϊόν θεωρητικής αναζήτησης, παρέμβασης στα σημαντικότερα, κεντρικά αλλά και καθημερινά ζητήματα του εργατικού κινήματος, ανυποχώρητης προσπάθειας για διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων. Μια πορεία σημαντικών παρεμβάσεων, πειραματισμών και πάντα αυτοκριτικής.
Το σχέδιο αυτό, περιέχει όλες τις βασικές πλευρές της φυσιογνωμίας μας. Προτάσεις πάνω στις αναγκαίες διεκδικήσεις. Αναλύσεις πάνω στην εποχή μας, τον ελληνικό καπιταλισμό. Επιχειρούμε να διατυπώσουμε μια διαφορετική στρατηγική πρόταση για το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Πάνω σε όλα αυτά θα συνομιλήσουμε ανοιχτά, με συντρόφους και συναγωνιστές.
Το σχέδιο αυτό, ως στοιχεία που αναπτύσσουν, ή συμπληρώνουν την προγραμματική μας φυσιογνωμία, συνοδεύεται από ένα παράρτημα αρθρογραφίας ή κειμένων, που πιστεύουμε πως η θέση τους σε αυτή την έκδοση είναι απαραίτητη.
Αυτό το σχέδιο προγράμματος, είναι ιστορικά καθορισμένο, είναι διαμορφωμένο επιχειρώντας να απαντήσει στις αντιθέσεις και ρα αιτούμενα της εποχής μας, τουλάχιστον όπως εμείς τα προσεγγίζουμε. Και από αυτή την άποψη, δεν είναι οδηγός για πάντα και για τα πάντα. Άλλωστε, η τάση οι επαναστάτες, να περιγράφουν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, στο πως θα ήθελαν τα πράγματα να γίνουν, τους οδηγούσε σε ουτοπικές προτάσεις, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιστορική πρωτοτυπία που η εργατική τάξη καταθέτει στις στιγμές του επαναστατικού μεγαλείου της.
Από τη μεριά μας, προσπαθήσουμε να οριοθετήσουμε τα πολιτικά χαρακτηριστικά και τη θεώρηση μας, σχετικά με την επαναστατική πάλη. Προσπαθώντας να ορίσουμε εντός του εργατικού και επαναστατικού κινήματος μια ευδιάκριτη τάση, η οποία θα επιδιώκει να δείχνει έμπρακτα πως η επαναστατική πολιτική είναι πολιτική του παρόντος.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, πολύ γρήγορα μάθαμε πως οι όροι που προγραμματίζαμε τη ζωή μας, που δημιουργούσαμε, που κάναμε πολιτική απέναντι στο κεφάλαιο, θα άλλαζαν ραγδαία.
Το κεφάλαιο και οι πολιτικοί διαχειριστές των συμφερόντων του, σάλπισαν μια άνευ όρων επίθεση σε ότι συνιστούσε το πλαίσιο κίνησης των κοινωνιών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και αυτό ήδη από την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Κράτος πρόνοιας, μόνιμη εργασία, αστική δημοκρατία, δικαιώματα, πήραν ένα καινούργιο νόημα. Η ανάγκη να αντιρροπηθεί η πτώση των κερδών της προηγούμενης περιόδου σε συνδυασμό με την αδυναμία του αστικού κράτους να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή με αδιατάρακτη την πορεία της κερδοφορίας του κεφαλαίου, οδήγησε σε μια ιστορικού χαρακτήρα αλλαγή των όρων ζωής και πολιτικής πάλης.
Η δίνη των κινητοποιήσεων των απεργιών και των εξεγέρσεων, από την Ουάσινγκτον έως το Κάιρο, και από το Λονδίνο μέχρι την Αθήνα, χωρίς να είναι φυσικά τα ίδια ακριβώς γεγονότα, ενοποιούνται στη βάση δύο πολύ κρίσιμων αιτημάτων των «κάτω», όπως και αν αυτά εκφράζονται, με όποιους όρους και αν εμφανίζονται στις διάφορες κοινωνίες. Το ένα είναι πως δεν μπορούμε να ζούμε πλέον με κοινό παρονομαστή το κέρδος, την εκμετάλλευση, τη ληστεία στα εισοδήματα και τα όνειρα μας, εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Οι κοινωνίες ασφυκτιούν υπό τους νόμους της αγοράς, των μικρών και μεγάλων αφεντικών, των χρηματιστηρίων και των τραπεζών, των εθνικών καπιταλιστικών συμφερόντων που ξαναανακαλύπτονται, όταν τα εθνικά κεφάλαια έχουν δυσκολίες, και διεκδικούν μεγαλύτερο κομμάτι για λογαριασμό τους, από τον παραγόμενο από τους εργαζόμενους πλούτο, στο πλαίσιο φυσικά των ενδοσυστημικών ανταγωνισμών. Παρόλο που σε αντίθεση από διάφορες αστικές κοσμοπολίτικες θεωρήσεις, περί του νέου τέλους της ιστορίας που είχαν ανακαλύψει, αυτό της παγκοσμιοποίησης, ποτέ δεν εγκατέλειψαν το αστικό κράτος, εφαλτήριο εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, και ταυτόχρονα «κελί» ιδεολογικής ομηρίας στη βάση του πατριωτισμού ή του εθνικισμού. Το δεύτερο είναι, πως η σύγχρονη αστική δημοκρατία, εκεί που έχει μακρόχρονη παράδοση στο «τιμόνι» των κοινωνιών, δείχνει πλέον να μην υπολογίζει κανένα κοινωνικό συμβόλαιο, γαντζώνεται με μανία στα βαθύτερα ιδεολογικά της θεμέλια (ατομική ευκαιρία για πλουτισμό, ατομική ευθύνη για την αποτυχία, η έννοια του έθνους και της ανάγκης ενότητάς του απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης της πολιτικής τους, πως η κοινωνική ανέλιξη είναι αποτέλεσμα της προσωπικής ικανότητας, το κυνήγι του κέρδους είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση), για να μπορέσει χωρίς ενδοιασμούς να προχωρήσει εύκολα στην ισοπέδωση κάθε όρου πάλης απέναντί του.
Από την άλλη στις κοινωνίες που πρόσφατα βγήκαν από στρατιωτικά καθεστώτα επενδεδυμένα με επίφαση δημοκρατίας, πολύ γρήγορα συνειδητοποιούν, για αυτό και συνεχίζουν την πάλη τους με απίστευτο φόρο αίματος, πως η αστική δημοκρατία, όπου και αν προκύψει, για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της αγοράς, και φυσικά ευρύτερες γεωπολιτικές ανάγκες, είναι υποχρεωμένη να μοιάζει με τα «προηγμένα» αστικά καθεστώτα, που έχουν την «τεχνογνωσία» της εκμετάλλευσης και των καπιταλιστικών ανταγωνισμών.
Στην Ελλάδα οι βεβαιότητες και το θράσος των «ικανότερων πρωθυπουργών», η Ε.Ε. και η αφθονία του ευρώ, ο ίλιγγος του χρηματιστηρίου, η Ολυμπιάδα του 2004, η ανάπτυξη πάνω στα κορμιά νεκρών μεταναστών και γηγενών εκμεταλλευόμενων ελαστικά εργαζόμενων, ή και μέχρι δεκάωρου, έσκασαν σα φούσκα από τη σφαίρα που δέχτηκε στο στήθος του ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, το Δεκέμβρη του 2008. Από κει και πέρα, σηκώνοντας κεφάλι και ξαναπέφτοντας, «μασώντας» αστικά ιδεολογήματα ή και αλλού αρνούμενοι, οι εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα απονομιμοποιούν το πολιτικό σύστημα, αναζητούν να ανασυστήσουν δίκτυα επικοινωνίας, θέτουν στην ατζέντα τους μορφές πάλης που άλλες εποχές θα χαρακτηρίζονταν το λιγότερο ακραίες.
Δεν «διαβάζουμε» μονόπλευρα την πραγματικότητα. Βλέπουμε τις δυσκολίες. Δεν τάζουμε σε κανέναν υγιεινούς περίπατους και βέβαιες νίκες. Άλλωστε αυτό δεν το κάνει η ίδια η πραγματικότητα.
Από την άλλη όμως, σίγουρα δεν σαστίζουμε μπροστά στα στοιχήματα και τις δυνατότητες αυτής της εποχής, που αν δεν απαντηθεί επαναστατικά, θα γεννήσει πιο πολύ πόνο.
Η αριστερά στην Ελλάδα δείχνει να αρκείται στην κοινοβουλευτική μάχη και επιβεβαίωση. Την ώρα που το κεφάλαιο αφήνει σαν «αδειανά πουκάμισα» κάθε μορφή συλλογικότητας που έδινε την αυταπάτη μιας σιγουριάς, αδυνατεί να θέσει στόχους και σχέδια, έξω από την προοπτική και την πραγματικότητα της ηγεμονίας του κεφαλαίου. Φαίνεται να ζητά το δικό της χώρο, αναπολώντας δικαιώματα μιας άλλης εποχής.
Με αυτό το σχέδιο προγράμματος αναζητάμε να ξαναθέσουμε το ζήτημα της επαναστατικής απάντησης. Ως ζήτημα τακτικής των ίδιων των εργαζομένων. Να ερμηνεύσουμε επαναστατικά υλιστικά τον καπιταλισμό.
Κυρίως όμως επιχειρούμε να ανοίξουμε τη συζήτηση και την πράξη, για την επανίδρυση της επαναστατικής πάλης για μια αταξική κοινωνία. Να επιχειρήσουμε να ξαναθέσουμε τον κομμουνισμό ως πολιτική πρόταση, και όχι ως «επετειακό» συμπλήρωμα συνεδρίων, εκλογών ή αφυδατωμένων από την πραγματικότητα θεωρητικών συζητήσεων. 30 χρόνια μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τα αδιέξοδα του «υπαρκτού καπιταλισμού», ξαναβάζουν στην ημερήσια διάταξη τους όρους που θα ζουν οι ανθρώπινες κοινωνίες.
Μια που το τέλος της ιστορίας δεν ήρθε ποτέ…..
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΣΗΜΕΡΑ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Ο καπιταλισμός είναι αντιδραστικός, η επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου, έχει ως όρο την κατανάλωση, τη φθορά και την αποξένωση. Είναι ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα χωρίς ιστορικό θετικό ορίζοντα και αυτό γιατί: α) Η ουσιαστική υπαγωγή στο κεφάλαιο, η «χαρτογράφηση» όλων των περιοχών του κόσμου σε αυτό, η πιο ουσιαστική διαδικασία ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, καθιστά ολόκληρες περιοχές σε ερήμους, καθορίζει την κατεύθυνση και το περιεχόμενο των παραγωγικών δυνάμεων των διαφόρων χωρών, πάντα φυσικά υπέρ του κεφαλαίου, δεσμεύοντας ή αχρηστεύοντας κοινωνικές δυνάμεις, την κατεύθυνση και το περιεχόμενο της ίδιας της εργασίας. Είναι εκείνο το σύστημα στο οποίο οι αντιθέσεις φτάνουν σε ένα όριο, που πέρα απ' αυτό οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μετατρέπονται από προωθητική δύναμη σε τροχοπέδη της ανάπτυξης και των χρήσιμων για την κοινωνία παραγωγικών δυνάμεων, ενώ αναπτύσσουν άλλες, επιζήμιες για την ίδια τη βιολογική και την ψυχική υγεία, την εξουθένωση της εργατικής δύναμης, ικανοποιώντας ανάγκες που είναι παράγωγες της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης.
Στο πεδίο των ιδεών και των αντιλήψεων, προσδένεται σε ότι επιτέθηκε με σφοδρότητα για να επικρατήσει. Επιδιώκοντας, και ειδικά στο πεδίο της κρίσης, μια κοινωνία ατομικού ανταγωνισμού και εξουθένωσης, σπρώχνει στη «σιγουριά» της οικογένειας, που μπαίνοντας στην παραγωγή είναι η πιο ανοιχτή στις κοινωνικές κρίσεις, φθαρμένη η ίδια. Στην άγνοια των «ωκεανών» των άγνωστων χρηματοοικονομικών παραγώγων, της κίνησης του χρήματος, της κλεμμένης υπερεργασίας, σπρώχνει στις θρησκείες, δόγματα ή new age ανορθολογισμούς, δεμένους με ένα υποτιθέμενο life style. Όπως γράφει και ο Μαρξ, ο καπιταλισμός με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, διαμορφώνει κοσμοπολιτικά την παραγωγή και την κατανάλωση σε όλες τις χώρες. Συγκροτείται σε καπιταλιστικές υπερεθνικές συμμαχίες, όπου ανεξάρτητα από τη θέση της δεδομένης αστικής τάξης, χαμηλότερο ή υψηλότερο στην καπιταλιστική ιεραρχία, οι όροι επιβολής του «συστήματος της κλεμμένης δουλειάς», έχουν την ίδια λογική. Αυτή η διαδικασία, είναι τομή στο ίδιο το σύστημα, που με έναν τρόπο, υπερβαίνει τα εθνικά όρια της ύπαρξής του, για να τα επιβεβαιώσει ακόμα σκληρότερα, «γυρνώντας με άλλα ρούχα», ως πιο δυνατές αστικές τάξεις, ενάντια στην εργατική τάξη. Αφυδατώνει τις περίφημες ευκαιρίες, ακόμα και όταν τις ήθελε να είναι ίσες για όλους. Τα δικαιώματα επανανοηματοδοτούνται ως αποτελέσματα της προσωπικής αξιοσύνης. Αν έχεις τις «ικανότητες», θα έχεις ίσως κάποιους όρους αξιοπρεπούς ζωής. Η άρνηση ενός προγραμματικού στοιχείου του καπιταλισμού, και η ταυτόχρονη ισχυροποίηση ενός άλλου γονιδιακού χαρακτηριστικού. Τα πολιτικά δικαιώματα ιδιαίτερα, εμφανίζονται ως δευτερεύουσες ή τριτεύουσες πλευρές του αστικού συνταγματικού οπλοστασίου, τα πολιτικά τους συστήματα είναι ο σιδερένιος φράχτης περιφρούρησης της παραγωγής υπεραξίας και της κυκλοφορίας της.
Ο καπιταλισμός λοιπόν όσο εξελίσσεται γίνεται πιο αυταρχικός. Και ένα τέτοιο σύστημα που περιγράψαμε, στην ιστορική καμπή της τωρινής κρίσης του, δεν θέλει, δεν έχει ανάγκη να εκφράσει έστω και δευτερευόντως, συνολικότερα συμφέροντα πέρα από τα αυστηρά αστικά. Δεν επιδιώκει την είσοδο στο προσκήνιο της εργατικής τάξης για την παγίωσή του, όπως επιδίωξε, στην ανάδυσή του ή μέσα στον 20ο αιώνα. Ο καπιταλισμός είναι ο «δολοφόνος» του διαφωτισμού που τον ξεγέννησε. Τα ιδεώδη του τώρα χρησιμοποιούνται μόνο όπου αυτό βοηθά και διευκολύνει την αναπαραγωγή του, λαμβάνοντας ένα άλλο περιεχόμενο όταν πρέπει να επιτεθεί στο κεφάλαιο.
Από αυτή την άποψη, κλείνει και μια ολόκληρη εποχή, για το ίδιο το εργατικό και επαναστατικό κίνημα, όλες τις πολιτικές συνιστώσες της αριστεράς, στο βαθμό που για να απαντήσουν στις κατακλυσμιαίες αλλαγές της εποχής μας, εγκαλούν την αστική τάξη στην τρέλα της εφηβείας της, όπου για να επιβληθεί έδινε πεδίο και στους ταξικούς αντιπάλους της. Η απάντηση σε αυτό το σύστημα μπορεί να είναι η διατύπωση ενός νέου επαναστατικού διεθνισμού για την αταξική κοινωνία. Στηριγμένου στην εργατική τάξη και στην ανάγκη να εκφραστούν πολιτικά τα σύγχρονα και στρατηγικά συμφέροντά της.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ. ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Τα τελευταία χρόνια, και στο φως της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης από τη μια, αλλά και από τα απανωτά μέτρα που παίρνει ο ελληνικός καπιταλισμός, με τη συνεργασία, ή ακόμα και για κομμάτια της αριστεράς, με εκχώρηση εθνικών δικαιωμάτων, έχουν ξαναφουντώσει οι συζητήσεις για τον εξαρτημένο, μεταπρατικό, καθυστερημένο ελληνικό καπιταλισμό. Για άλλη μια φορά, η κρίση σημαίνει και εξάρτηση, καθυστέρηση για την αριστερά. Όμως ποιος είναι ο ελληνικός καπιταλισμός που γνωρίζει κρίση;
Ο ελληνικός καπιταλισμός κατέχει την 22η θέση στον κόσμο στη λίστα των πιο πλούσιων χωρών.
Η δυναμική του ακόμα και στα μέσα του 2010, όταν τα πρώτα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης του έχουν ανακοινωθεί βασίζεται με βάση στοιχεία που σχετικά πρόσφατα ανακοίνωσε το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, αλλά και μια σχετική εργασία του Δ. Λιβιεράτου, στα εξής: 1. Ο ελληνικός εφοπλιστικός στόλος είναι ο δεύτερος στον κόσμο μαζί με τα ξένης σημαίας πλοία τα οποία έχει, ενώ τα πλοία με ελληνική σημαία τον καθιστούν πέμπτο στον κόσμο. Όμως, αν συνυπολογιστεί ότι ελέγχει και το στόλο άλλων, μικρότερων πλοιοκτητών, φτάνουμε στο 20% περίπου του παγκόσμιου στόλου! Οι Έλληνες εφοπλιστές είναι επιχειρηματικά παρόντες, με εμφανή τη συμμετοχή τους σε τουριστικές εγκαταστάσεις, ναυτικές συγκοινωνίες εσωτερικού και εξωτερικού, αεροπορία, τράπεζες και άλλους τομείς όπου η συμμετοχή τους είναι λιγότερο ή και καθόλου γνωστή.
2. Στα μέσα του 2010, λειτουργούσαν περίπου 3.500 υποκαταστήματα των ελληνικών τραπεζών στις χώρες της Βαλκανικής. Ταχύτατη είναι επίσης η επέκταση των ελληνικών τραπεζών στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια. Να σημειώσουμε επίσης ότι στην αρχή αυτής της περιόδου οι ελληνικές τράπεζες αποσύρθηκαν τελείως από τις δυτικές αγορές, πουλώντας τα καταστήματα που είχαν σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ρίχνοντας το βάρος τους σε πιο παρθένες αγορές.
Τα καθαρά κέρδη των ελληνικών τραπεζών από τα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό ήταν μεγάλα. Για την Εθνική, το 45% του συνόλου των κερδών της οφείλεται στα κέρδη από τα καταστήματά της στην Τουρκία. Για την Alpha Bank ήταν το 24% του συνόλου των κερδών της. για την EGNATIA το 33% και για την Πειραιώς το 41%. Σημειώνουμε ότι στην τραπεζική κρίση που ξέσπασε από το 2008 στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν σημειώθηκε ούτε μία χρεοκοπία ελληνικής τράπεζας - έστω και μικρής. Φυσικά στηρίχτηκαν από το Δημόσιο με 28 δισ. ευρώ και τελευταία με άλλα 10 δισ. ευρώ από το "πακέτο" του Μνημονίου, αλλά στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες είχαμε χρεοκοπίες τραπεζών παρά τη στήριξη του τραπεζικού τομέα.
3. Έχει χιλιάδες επιχειρήσεις με παρουσία στις Βαλκανικές χώρες, την Ανατολική Ευρώπη, τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Τουρκία, την Αίγυπτο κ.λπ.
Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια πόσες - ίσως χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν εγκατασταθεί σ' αυτές τις χώρες και τις εκμεταλλεύονται, επωφελούμενες από τα χαμηλά μεροκάματα, την απουσία ισχυρών συνδικάτων, την απουσία πλαισίων προστασίας της εργασίας, την απουσία περιβαλλοντικών δεσμεύσεων για την επιχειρηματική δραστηριότητα, τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος που ευνοεί την εξαγορά κυβερνητικών αξιωματούχων κ.λπ. κ.λπ. Ανάμεσα σ' αυτές τις χιλιάδες επιχειρήσεις είναι και πολλές που έκλεισαν τα εργοστάσιά τους στην Ελλάδα και μετεγκαταστάθηκαν σ' αυτές τις χώρες. Πολλές από αυτές είχαν πάρει στο μεταξύ κρατικές επιδοτήσεις με βάση τον αναπτυξιακό νόμο...
Να σημειώσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος αποτελούν 480 ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, με εργοστάσια, εμπορικές και παντός άλλου τύπου αντιπροσωπείες, συνεργαζόμενες πολλές φορές με Τούρκους επιχειρηματίες. Το σύνολο των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία είναι περίπου 6 δισ. δολάρια. Η σημαντικότερη απ' αυτές ήταν η εξαγορά της τουρκικής τράπεζας FINANS BANK από την Εθνική το 2009 με 4,5 δισ. δολάρια. Ειδικά το 2009, έτος οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα, επενδύθηκαν στην Τουρκία από Έλληνες καπιταλιστές 780 εκατ. δολάρια. Για να κάνουμε τις συγκρίσεις, ο τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα αντιπροσωπεύονται από 10 επιχειρήσεις με συνολική επένδυση 30 εκατ. ευρώ.
4. Ελληνικές κατασκευαστικές κατασκευάζουν από διυλιστήρια στη Σ. Αραβία, αυτοκινητόδρομους στην Πολωνία, οικιστικά συγκροτήματα στη Ρωσία, κάθε λογής δημόσια και ιδιωτικά έργα σε όλη την έκταση των Βαλκανίων.
5. Από την Ελλάδα ενεργούν ή είναι εγκατεστημένες 216 ελληνικές πολυεθνικές! Ο κατάλογος που δίνει η "Ναυτεμπορική" δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένος - υπάρχουν και άλλες. Αυτές όλες ενεργούν σε όλο τον κόσμο με έδρα την Ελλάδα. Να σημειώσουμε ότι σ' αυτές δεν περιλαμβάνονται τραπεζικές και ναυτιλιακές εταιρείες.
6. Υπεράκτιες (off shore) εταιρείες: Υπερχώριες τις αποκαλούν μερικοί και είναι εκατοντάδες. Ένας ολόκληρος ανεξέλεγκτος κόσμος επιχειρήσεων, όπως φάνηκε από τα σκάνδαλα της τελευταίας περιόδου. Δρουν ασύδοτα, με την ανοχή ή και κάλυψη των κυβερνήσεων και του καθεστώτος, προστατεύοντας τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τη φορολόγηση, ξεπλένοντας "βρόμικο" χρήμα από τομείς μαφιόζικης καπιταλιστικής δραστηριότητας (ναρκωτικά, όπλα, trafficing κ.λπ.). Ένας μισθωτός που κάνει μια φορολογική παρατυπία ή ένας μικρομαγαζάτορας που δεν έχει τακτοποιημένα χαρτιά μπορούν να οδηγηθούν στη φυλακή ή στη χρεοκοπία, αλλά για τις αποδεδειγμένα πέραν των νόμων δραστηριότητες των πολυεθνικών υπάρχει ασυλία.
7. Μερικά χτυπητά παραδείγματα ελληνικών επιχειρήσεων μεγάλης εμβέλειας: Στην Ελλάδα εδρεύει η INTRALOT, δεύτερη εταιρεία στον κόσμο στον τομέα τυχερών παιχνιδιών. Όλα της τα τερματικά και άλλα μηχανήματα, αλλά και το λογισμικό, είναι ελληνικής τεχνολογίας και παράγονται από την INTRACOM των 2.500 εργαζομένων. Η 3Ε COCA COLA είναι η δεύτερη σε κύκλο εργασιών μετά την πρώτη στις ΗΠΑ. Ελληνικής ιδιοκτησίας και με εργοστάσια σε πάνω από 30 χώρες, με πάνω από 30 εταιρείες σε χώρες με συνολικό πληθυσμό περίπου 500 εκατ. ανθρώπων.
8.Οι ελληνικές χαλυβουργίες παράγουν πάνω από 2,5 εκατ. τόνους χάλυβα το χρόνο, καλύπτοντας τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς αλλά και εξάγοντας στο εξωτερικό. Αναφέρουμε το συγκρότημα της ΒΙΟΧΑΛΚΟ με 90 εταιρείες σε πολλές χώρες. Η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ βρίσκεται σε πολλές χώρες, μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ, παράγοντας τσιμέντο από 7 εργοστάσια. Αλλά και επιχειρήσεις με ισχυρή μετοχική συμμετοχή του Δημοσίου δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες και κατέχουν δεκάδες άλλες επιχειρήσεις. Αναφέρουμε τον ΟΤΕ (κατέχει πολλές εταιρείες τηλεπικοινωνιών - τηλεφωνίας σε όλα τα Βαλκάνια), τα ΕΛΠΕ κ.λπ. Πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία του ενεργειακού κλάδου, με την παρουσία της ΔΕΗ, της ΔΕΠΑ, της ΔΕΣΦΑ κ.λπ., αλλά και με τη συμμετοχή σε σημαντικά ενεργειακά δίκτυα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε και με άλλα σοβαρά μεγέθη στη βιομηχανία, το εμπόριο, την τεχνογνωσία, τον τουρισμό κ.λπ. Αλλά όσα αναφέραμε δειγματοληπτικά αρκούν για να δώσουν μια πρώτη εικόνα για το δυναμισμό του ελληνικού καπιταλισμού, ιδιωτικού και δημόσιου. Δεν τα αναφέρουμε προφανώς για να δοξάσουμε τον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά για να πούμε ότι η ελληνική εργατική τάξη αλλά ακόμη περισσότερο οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα δεν έχουν πάρει ποτέ το μερίδιο που δικαιούνται από την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι και το 2008 και για 14 συνεχόμενα χρόνια η αύξηση του ελληνικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ήταν από 3 έως 5,6% σε ετήσια βάση. Από τους ταχύτερους και διαρκέστερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο. Μια πραγματική εποποιία για τον ελληνικό καπιταλισμό, μια εποποιία κερδών και επέκτασης. Ωστόσο, οι Έλληνες εργαζόμενοι και οι εργαζόμενοι μετανάστες δεν πήραν παρά ψίχουλα από αυτή την ανάπτυξη, ενώ η φτώχεια σταθεροποιήθηκε στο 20% και πάνω και ο επίσημος δείκτης της ανεργίας (που κρύβει μεγάλο μέρος της πραγματικής ανεργίας) βρίσκεται πλέον κοντά στο 20%.
Είναι μερικά μόνο στοιχεία της δυναμικής του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτός ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση. Η υποτίμησή του όμως, από τη μια από το ίδιο το αστικό πολιτικό προσωπικό (μην ξεχνάμε πως είναι πρώτοι οι Παπανδρέου, Βενιζέλος και Σαμαράς, που υπερτονίζουν την απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων), βολεύει, εξυπηρετεί την αέναη επίθεση στη ζωή των εργαζομένων, καταδεικνύοντας εδώ και αρκετό καιρό, πως ο βασικός στόχος ήταν τα ίδια τα εργατικά δικαιώματα. Και μάλιστα ακριβώς επειδή ο ελληνικός καπιταλισμός, με το δικό του τρόπο, αποτελεί οργανικό τμήμα του σύγχρονου καπιταλισμού, μπορεί να ρυθμίζει τα βήματά του και στο πολιτικό επίπεδο, με την αυταρχική και τρομοκρατική κρατική πολιτική, δεσμοφύλακα και προστάτη του κέρδους και των όρων παραγωγής του.
Από την άλλη, όλη η ελληνική αριστερά, επιμένει να τονίζει και αυτή, χαρίζοντας του όπως επίθετα καθυστερημένος, εξαρτημένος, μεταπρατικός κ.λπ. συμμετέχει στο παιχνίδι της συσκότισης για το ρόλο του ελληνικού καπιταλισμού, ενός καπιταλισμού από τους πιο δραστήριους, σύγχρονους αλλά και σκληρούς καπιταλισμούς του κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής διανόησης και μάλιστα της Αριστερής έχει αποδεχτεί τη θεωρία της "Ψωροκώσταινας". Με μια τέτοια ανατομία του ελληνικού καπιταλισμού, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου καταφέρνουν να πείθουν την εργατική τάξη ότι δεν πρέπει να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από έναν καθυστερημένο και εξαρτημένο καπιταλισμό. Αντί να διεκδικεί απ' αυτόν δικαιώματα, καλά θα κάνει να αγωνιστεί εναντίον των ξένων "αφεντικών" του ελληνικού καπιταλισμού, που δεν τον αφήνουν να προοδεύσει και να ανοίξει τα φτερά του Φυσικά, από την αριστερά, και ανεξαρτήτως προθέσεων, στην προέκταση μιας τέτοιας στάσης έρχεται και η συνεχής αναζήτηση για τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση, με προγράμματα "εξυγίανσης" της ελληνικής οικονομίας, η οποία βρίσκεται όχι από το 2008 αλλά ...γενικώς σε διαρκή κρίση. Η τέτοια στάση της αριστεράς, διαχειριστικής ρεφορμιστικής ή και αυτοπροσδιοριζόμενης αντικαπιταλιστικής, την οδηγεί να προτείνει άμεσα κυβερνητικά προγράμματα εξόδου από την κρίση, να ζητά παραγωγική ανασυγκρότηση, να εστιάζει στη μάχη για τη μερική ή ολική διαγραφή των χρεών του αστικού κράτους και του κεφαλαίου
Το ζήτημα έχει και κάποιες άλλες πλευρές. Για εμάς ο ελληνικός καπιταλισμός είναι οργανικά ενταγμένος στις καπιταλιστικές υπερεθνικές συμμαχίες, συμμετέχοντας ενεργά στην οικονομική και στρατιωτική εκμετάλλευση ξένων λαών. Η τέτοια συμμετοχή του, και όχι η καθυστέρησή του, τον κατέστησε ευάλωτο στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Για εμάς πράγματι όλες οι εργατικές τάξεις μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς με τις δικές τους δυνάμεις, με τελικό και καθοριστικό στοιχείο όμως τη διεθνιστική συνεργασία των εργαζομένων, και τα κοινά τους βήματα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, για τον κομμουνισμό. Όλο όσοι αναζητούν αυτόνομες και αποκλειστικά αυτάρκεις εθνικές κοινωνίες, απόψεις του οποίου είναι δέσμια όλη η αριστερά, όχι μόνο παίζουν στο γήπεδο ακόμα και των πιο σκληρών δεξιών πολιτικών δυνάμεων της «εθνικής περηφάνιας», αλλά πολύ περισσότερο αναπαράγουν την ουτοπία ενός καλύτερου, πιο δίκαιου, πιο δημοκρατικού εθνικού κράτους πρόνοιας, με ισόρροπα ανεπτυγμένους τον πρωτογενή, το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα παραγωγής.
Τελικά, η σε μεγάλο βαθμό ενσωμάτωση της αριστερής διανόησης, ο κυβερνητισμός στην Αριστερά, η έλλειψη ταξικής προσέγγισης κ.λπ. έχουν ευθεία σχέση με την άρνηση της Αριστεράς να αναγνωρίσει τον αντίπαλό της, τον ελληνικό καπιταλισμό, και να τον στοχοποιήσει χωρίς περιστροφές. Για να αναγνωρίσουμε πως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι επιπέδου Γερμανίας ή Η.Π.Α., δεν είναι απαραίτητο να γλιστράμε σε λογικές υποτέλειας, δοσίλογων κ.τ.λ.
Η στάση μας στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, με το δεδομένο πως η πολεμική βία είναι πάντα συστατικό στοιχείο των διακρατικών σχέσεων στον καπιταλισμό, όπως επίσης και το ότι σε περιόδους κρίσης, όταν οι αντιθέσεις οξύνονται και η πάλη για αγορές, εμπορικές συμφωνίες και πρώτες ύλες διεξάγεται με μεγαλύτερη ένταση, το ενδεχόμενο πολέμου γίνεται πιθανότερο. Η κλιμάκωση της έντασης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο μετά τις αλλαγές στα καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής αλλά και της Μέσης Ανατολής, οι ανοιχτοί λογαριασμοί που υπάρχουν εκεί και με εμπλοκή του ελληνικού καπιταλισμού, ταυτόχρονα με την έναρξη έρευνας για φυσικό αέριο από την Κύπρο και το Ισραήλ έχει διαμορφώσει σκηνικό έντασης στο οποίο εμπλέκεται η ελληνική αστική τάξη, με άγνωστη έκβαση.
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση και ανεξάρτητα από το ποιος θα ξεκινήσει τον πόλεμο, θα είναι από τη μεριά της Ελλάδας ένας ιμπεριαλιστικός, ληστρικός, επεκτατικός στην ουσία του πόλεμος. Η στάση μας απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να είναι στάση άρνησης συμμετοχής στον πόλεμο. Αυτή η γραμμή όμως κρίνεται από τώρα και για τώρα. Το Δεν πολεμάμε- δεν παράγουμε- δεν πληρώνουμε για τον αστικό πόλεμο είναι η γραμμή του παρόντος, διαλεκτικά δεμένη με τη μετατροπή του εθνικού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε ταξικό εμφύλιο, τη στιγμή της κήρυξής του, και με βάση την κατάσταση της τάξης, και το επίπεδο προετοιμασίας του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Για τον ελληνικό καπιταλισμό δεν τίθεται θέμα εθνικής ανεξαρτησίας και υπεράσπισης.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Το κοινωνικό υποκείμενο για την επαναστατική πάλη, με βάση τη λογική μας, και σε αντίθεση με τις λεγόμενες μεταβιομηχανικές θεωρίες, (για το ρόλο τους ως προνομιακά κοινωνικά υποκείμενα της ανατροπής δηλαδή, «το πλήθος», τους εκμεταλλευόμενους γενικά, τον εργάτη μάζα, τους άνεργους γενικά και συνολικά το περιθωριοποιημένο κοινωνικό κομμάτι ανεξαρτήτως προέλευσης), προκρίνουμε τους εργαζόμενους, με κριτήριο τη θέση τους σε σχέση με τα μέσα παραγωγής (αλλοτριωμένοι και σε απόσταση από αυτά), το ρόλο στην παραγωγή (σχεδίαση και επιτήρηση του καπιταλιστικού σχεδίου για την παραγωγή και κυκλοφορία του κεφαλαίου), που ο μισθός από την εργασία είναι το καθοριστικό στοιχείο επιβίωσης, ανεξάρτητα από άλλα παράλληλα εισοδήματα. Αυτοί οι εργαζόμενοι περνάνε από διάφορες φάσεις ανάπτυξης. Η πάλη τους ενάντια στην αστική τάξη αρχίζει από τη στιγμή της ύπαρξής τους.
Η ενότητά τους, όμως δεν είναι αυτόματη, δεν προκύπτει αντανακλαστικά από τη συγκέντρωση της παραγωγής. Το βασικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής, ακόμα και στις πλέον συγκεντρωμένες μονάδες και κλάδους της, είναι η διάσπαση και ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ της τάξης. Άρα το ζήτημα της ενοποίησης πάνω στα στρατηγικά συμφέροντα είναι ζήτημα πολιτικής, μιας αντίληψης και θεωρίας για αυτήν. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μέσα στην πάλη αντιλαμβάνονται αυτό το καθήκον, μέσα από τις ήττες τους, τη σχέση τους με τη θεωρία. Η επαναστατική συγκρότηση ενυπάρχει μέσα στην τάξη ως τάση. Από εκεί η δυνατότητα και η ανάγκη δημιουργίας επαναστατικών κομμάτων.
Από αυτή τη σκοπιά δεν υπάρχει για εμάς μια προδιαγεγραμμένη ιστορική αποστολή για τους εργαζόμενους.
Η εργατική τάξη, είναι για εμάς το μόνο εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο, και πιο συγκεκριμένα η συγκροτημένη επαναστατική του τάση, γιατί μόνο αυτή η τάξη, είναι το αναγκαίο και μόνιμο προϊόν της καπιταλιστικής παραγωγής, για την ύπαρξη και αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως σχέση εκμετάλλευσης.
Η ουσιαστική υπαγωγή κάθε πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης στο κεφάλαιο, με βάση την εργατική εκμετάλλευση (άλλωστε δεν βιώνουν με τον ίδιο τρόπο οι κοινωνικές τάξεις την αλλοτρίωση), θέτει και το ζήτημα της σημασίας της αξιακής πάλης, της πάλης για ένα διαφορετικό πρότυπο ζωής. Πάντα με βάση την άμεση εκμετάλλευση για την απογείωση της κλεμμένης υπεραξίας, και κατά συνέπεια του κέρδους. Νέες «βιομηχανίες» (νέες ιστορικά, μακροσκοπικά στην ζωή του καπιταλισμού), όπως η διαφήμιση, οι μεταφορές, ο τουρισμός, η εκπαίδευση, ή και παλιότερες όπως η παραγωγή όπλων, θέτουν ευθέως το ζήτημα, πως ο κομμουνισμός της δικιάς μας εποχής, δεν μπορεί να στηριχτεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην αύξηση του παραγόμενου πλούτου, αλλά με διαφορετική τάξη στο τιμόνι της κοινωνίας, την εργατική, να προσδιορίσει ξανά τις ίδιες τις δυνάμεις του, τεχνικές και επιστημονικές με τις οποίες διαμορφώνει τους όρους της ζωής.
Προκύπτουν δύο ζητήματα. Από τη μια, η ουσιαστικότερη, στραμμένη στις εργατικές ανάγκες χρήση των δυνάμεων παραγωγής και συνολικά της τεχνολογίας, θέτει το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων. Δηλαδή αν απαντά έμπρακτα στα ερωτήματα, τι παράγεται και κυκλοφορεί, με ποιον τρόπο παράγεται, ποιες ανάγκες εκπληρώνει, ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της παραγωγικής διαδικασίας συνολικά στην ανθρώπινη ζωή και στο περιβάλλον. Και φυσικά ποια τάξη και με ποια στρατηγική τα διαχειρίζεται.
Και όχι μόνο αυτό. Από αυτά τα ερωτήματα προκύπτει η ανάγκη της εκτίμησης της κατάργησης ή του αναπροσανατολισμού παραγωγικών δυνάμεων. Η επαναστατική κομμουνιστική προσπάθεια της εποχής μας, δεν θα αλλάξει από χέρι σε χέρι ότι βρει από την κοινωνία του κεφαλαίου. Διαφορετικός σκοπός υποβάλλει και διαφορετικά μέσα.
Η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών δεν θα είναι όμως αποτέλεσμα μιας έστω και τέτοιας δράσης των εργαζομένων και ιδιαίτερα της επαναστατικής τους μερίδας. Ο διαφορετικός τρόπος, ο επαναστατικός τρόπος που μπορούν να οργανωθούν οι ανθρώπινες κοινωνίες δε θα γίνει κρυφά από το κράτος και την εξουσία. Οι θεωρίες των επαναστατών γύρω από την εξουσία και το κράτος έχει κομβική σημασία. Είναι το πρόγραμμα των προγραμμάτων που καθορίζει την επαναστατική πολιτική στο παρόν, είναι το πεδίο που κρίνεται η σχέση του κοινωνικού με το πολιτικό. Τελικά καθορίζει τους όρους εμφάνισης μιας επανάστασης, καθώς και τις δυνατότητες νίκης, στερέωσης και διεθνοποίησης της.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ. ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΗ ΚΡΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Το αστικό κράτος είναι μηχανισμός υπεράσπισης και ανάπτυξης της κυριαρχίας του, οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά. Από αυτή την άποψη για εμάς δεν είναι ένα ουδέτερο «εργαλείο» πάλης για την ηγεμονία όπως υπερασπίζει η κλασσική σοσιαλδημοκρατία του 20ου αιώνα. Κατά συνέπεια ούτε και ένα πεδίο πάλης για το συσχετισμό, όπως υπερασπίζει το ιστορικό ευρωκομμουνιστικό ρεύμα (Πουλατζάς). Πολύ περισσότερο για εμάς είναι το ιστορικό αναγκαίο γέννημα της αστικής τάξης για να οργανώνει τις κοινωνίες, βασισμένη πάντα στα σύνορα και την έννοια του εθνικού κράτους, ιδέα που επιδιώκει να εξασφαλίζει την ηγεμονία της, ανεξάρτητα από τον πολιτικό διαχειριστή. Είναι η έκφραση στο πολιτικό επίπεδο των κοινωνιών του κέρδους και της άντλησης απόσπασης υπεραξίας, του οργανωμένου σε κράτη καπιταλισμού. Για αυτό επειδή είναι κοινωνίες εκμεταλλευτικές είναι αναγκαίος ο στρατός, η αστυνομία, η υπαλληλία και η γραφειοκρατία, προκειμένου να επιτηρούν τον αστικό νόμο και την τάξη. Είναι οι «ασπίδες» των ηγεμονικών αστικών στρωμάτων. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξης της, την καπιταλιστική όπως γράφει και ο Μαρξ. Πολύ περισσότερο, εμφανίζεται όταν οι ταξικές αντιθέσεις δε μπορούν να συμφιλιωθούν, όπως γράφει, ή να το πούμε καλύτερα, ακριβώς επειδή η αστική τάξη δεν θέλει μια αταξική «συμφιλίωση», για αυτό και θέλει το κράτος. Από την άλλη, το ίδιο το κράτος, κυρίως στις προυντονικές αντιλήψεις, αλλά και στο Μπακούνιν, εμφανίζεται ως ένα μόρφωμα αποκομμένο από την κοινωνία, ένας αποκομμένος καρπός όπως λέει χαρακτηριστικά ο Προυντόν που αρκεί να τον κάνουμε να μαραζώσει. Το κράτος εμφανίζεται ως ένας μηχανισμός κυριαρχίας ανεξάρτητος από ταξικές σχέσεις, σαν να επικρατεί μόνο με τη βία. Εξαφανίζεται δηλαδή η πλευρά της συναίνεσης των βασικών τάξεων της κοινωνίας, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά, η οποία αναπαράγει την κρατική υπόσταση. Οι κλασσικές αναρχικές θεωρήσεις, απορρίπτουν οποιαδήποτε έννοια εξουσίας, ακόμη και μεταβατικής, από μια οπτική, η οποία εκτιμά πως η εξουσία είναι αντικειμενικά ένα στοιχείο διαφθοράς, το οποίο μπορεί να είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο σε μεγάλο βαθμό, από την άλλη όμως αφήνει ανοιχτό το ερώτημα αν υπάρχουν λόγοι που αφορούν την ίδια την κοινωνική κίνηση, που οδηγούν σε μια μεταβατική κοινωνία. Το παράδειγμα και της Κομμούνας, αλλά και της Ισπανίας του 1936, είναι αρκετά διαφωτιστικό. Τείνει επίσης να παρουσιάζει τη ροπή για εξουσία ως σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση χαρακτηριστικό, πράγμα που θεωρητικά τον φέρνει σε επικοινωνία με κλασσικές αντιλήψεις του φιλελευθερισμού, που βλέπουν έναν άνθρωπο «λύκο», ατομική μονάδα εναντίον του συνόλου, γεννώντας ερωτηματικά για το πώς από μια κοινωνία εκμετάλλευσης και εξουσίας, θα περάσουμε σε μια ακρατική μη ταξική. Δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος χωρίς διέξοδο.
Απορρίπτουμε και την αντίληψη της αντικαπιταλιστικής και κλασσικής κομμουνιστικής αριστεράς περί εργατικού, λαϊκού, εργατοαγροτικού ή όποιου άλλου κράτους. Αν το κράτος, είναι ένα πολιτικό «όπλο» της αστικής τάξης, ανταποκρινόμενο σε συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις, διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων, υπεράσπιση της κυρίαρχης τάξης, στον καθορισμό μιας συλλογικής οντότητας με καθοριστικό το στοιχείο του εθνικού καθορισμού, τότε θα πρέπει να βρεθούμε ενάντιοι σε οποιαδήποτε πλευρά υπεράσπισης ή διεκδίκησης του κράτους με ένα άλλο χαρακτήρα.
Αναγκαία από τη μεριά μας, η μετάβαση προς την αταξική κοινωνία. Ποιοι οι λόγοι για αυτό. Μια μετάβαση μετά από επανάσταση, εάν πράγματι οδηγείται προς την κατάργηση των τάξεων, τότε μας δίνει την άμβλυνση των ταξικών ανταγωνισμών. Το αντίθετο που υποστήριξε όλη η ιστορική κομμουνιστική αριστερά, υπό το βάρος των ρωσικών ιδιομορφιών, αλλά και στο φως των αγκυλώσεων γύρω από την αναγκαιότητα ενός εργατικού κράτους, οδηγεί σε μια κρατική υπόσταση, όπου αν έχουμε ένταση και όξυνση των ταξικών ανταγωνισμών, τότε υπάρχει παγίωση νέων εκμεταλλευτικών τάξεων και στρωμάτων, οι οποίες υπερασπίζουν τα νέα προνόμια που προκύπτουν από την παραγωγή υπεραξίας, και την υπεράσπιση άδικης και ταξικής διανομής του παραγόμενου πλούτου. Φαύλος κύκλος. Τότε είναι αναγκαίες οι νέες αστυνομίες, στρατοί, γραφειοκρατίες κ.τ.λ. Ο ίδιος ο Μαρξ άλλωστε, όπου και όταν μιλάει για κράτος, το συνδέει κυρίως με το γεγονός πως το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής του, δεν είναι τέτοιο που να μπορεί να άρει τον καταμερισμό της εργασίας, ο αγώνας για την επιβίωση συνεχίζεται, και για αυτό προκύπτει ανάγκη κάποιου εργατικού κράτους. Στο φόντο της σημερινής κατάστασης, είναι πρόδηλο πως προκύπτει κυρίως ζήτημα παραγωγικών σχέσεων, και παρέμβασής τους στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις. Άλλωστε, και αυτό είναι ένα βασικό ζήτημα, η κυριαρχία των κομμουνιστικών-αταξικών τάσεων δεν είναι εγγυημένες από την κίνηση της οικονομίας. Από κει φαίνεται ακόμα καθαρότερα το λάθος της επιμονής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία αντικειμενικά θα οδηγήσει στο ξεπέρασμα της σπάνης. Η θέση του ζητήματος είναι η ακριβώς αντίστροφη. Ο χαρακτήρας της οικονομίας, το αν αυτή κινείται στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, με τις αντίστοιχες παραγωγικές σχέσεις, κρίνεται από τον ίδιο το χαρακτήρα της εξουσίας, από τη σχέση των παραγωγών του πλούτου, τόσο με τα μέσα που τον παράγουν, όσο και με το παραγόμενο προϊόν. Σε αντίθεση με κομμάτι της κλασσικής λενινικής σκέψης, σε κάποιες εκφράσεις της, όπως και του τροτσκισμού, και του μαοϊσμού, δεν πιστεύουμε πως ο μαρξισμός ξεκινά από την τεχνική να οικοδομεί το κομμουνιστικό πρόγραμμα, πάνω στη δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων. Αναγωγισμοί που βρίσκονται στα όρια να χαρακτηρίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις και την τεχνολογία ένα εργαλείο έξω από κάθε κοινωνική και παραγωγική σχέση, όπου αυτό που αρκεί είναι το τιμόνι της κοινωνίας να βρίσκεται στα σωστά χέρια. Άλλωστε και αυτό είναι ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, η απαλλοτρίωση της αστικής τάξης, δεν εγγυάται και την εξαφάνισή της, ή την αναγέννησή της από νέα κοινωνικά στρώματα που πριν ήταν σε θέση εκμετάλλευσης.
Προτάσσουμε μια οργάνωση της κοινωνίας βασισμένης σε κομμούνες, ταυτόχρονα με έναν κεντρικό συντονισμό και χάραξη πολιτικής. Δεν ταυτιζόμαστε με την Κομμούνα του 1871. Είναι λάθος για εμάς η ταύτιση με συγκεκριμένο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας, που μπορεί να επιδίωξε οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα. Άλλωστε πιστεύουμε πως οι ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες, καθώς και οι ιστορικές, δεν καθιστούν κανένα επαναστατικό εγχείρημα υπέρτατο παράδειγμα πολιτικής. Η Κομμούνα για εμάς, είναι το σύντομο χρονικό διάστημα μιας δυαδικής εξουσίας (Παρίσι-υπόλοιπηη αγροτική χώρα), το δίλημμα της οποίας και υπό το βάρος του πολέμου λύθηκε σε βάρος των δυνάμεων της χειραφέτησης. Η τέτοια οργάνωση της κοινωνίας όπως προτείνουμε, δεν είναι μόνο αναγκαία και ρεαλιστική σε εθνικοκρατικό επίπεδο, αλλά πιστεύουμε πως ανταποκρίνεται και στην υπαρκτή τάση διεθνοποίησης των πολιτικών και της καθημερινής ζωής, είναι ο μόνος τρόπος αυτοκυβέρνησης των εργαζομένων σε διεθνιστική βάση, δίνει τη δυνατότητα της εθελοντικής συνένωσης, με κύριο κριτήριο τους υλικούς όρους της ζωής, και το βαθμό που μπορούν πάνω σε αυτόν να πορεύονται μαζί ολόκληρες κοινωνίες, ξεπερνώντας από την κίνησή τους, το εθνικό σύνορο ως κριτήριο κοινής οργάνωσης μιας κοινωνίας. Μιλάμε δηλαδή για μια θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος, όχι πλέον με κριτήριο το αίμα, τον πολιτισμό, τις συνήθειες, ή όποιο άλλο κριτήριο θέτει η αστική σκέψη, ή παραλλαγές της αριστεράς, αλλά μια θεληματική συνένωση με βάση το αναδημιουργούμενο παρόν, την πάλη για την αλλαγή των όρων ζωής, την κατάργηση των τάξεων. Η αναγκαία προγραμματική τομή που καλούμαστε να κάνουμε για αυτή τη διαφορετική οπτική υπέρβασης-άρνησης του κράτους, οδηγεί και σε μια διαφορετική σχέση των ίδιων των εργαζομένων με την εξουσία τους και τις προϋποθέσεις αυτοκυβέρνησης. Είναι η αναγκαία τομή-υπέρβαση σε σχέση με την έννοια των δικαιωμάτων. Το δικαίωμα ως έννοια αποδέχεται ως αναγκαίο κακό στην καλύτερη περίπτωση την ανισότητα, και προσπαθεί με μια φαινομενική ισότιμη αντιμετώπιση, να εξομαλύνει τις καταστάσεις. Οι επαναστάτες κομμουνιστές του σήμερα, θα πρέπει να προτάξουν στην ισότητα των δικαιωμάτων, την ισότητα των καθηκόντων, που με βάση αυτήν θα μπορεί ο καθένας να δίνει σύμφωνα με τις δυνάμεις του, και να παίρνει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Είναι μια λογική με πολιτική απόληξη, την επιθετική πολιτική διεκδίκηση από μέρους του προλεταριάτου, ισότητας καθηκόντων, που ξεπερνά τους ειδικούς, μαζί και τους ειδικούς της επανάστασης, της οικονομίας, της πολιτικής, του εμφυλίου πολέμου ως ανώτερη έκφραση της ταξικής αντιπαράθεσης. Ανοίγει μέτωπο με την τυπική ισότητα δικαιωμάτων του διαφωτισμού, εντός του οποίου βρίσκεται ακόμα το σύνολο της αριστερής σκέψης.
Η μετάβαση και τα κριτήρια που πρέπει ένα επαναστατικό κομμουνιστικό εγχείρημα να την εκτιμά είναι για εμάς εξαιρετικά κρίσιμα. Αντιστρέφουμε την κλασσική σταδιοποίηση των φάσεων της επανάστασης, όπου η μετάβαση είναι μια νέα μακρά περίοδος, ξεχωριστή πάντα, σε βάρος των προλετάριων και των εργαζομένων ευρύτερα. Η επανάσταση, η νίκη της εργατικής τάξης, οι απαιτήσεις και η φυσιογνωμία αυτής της νίκης, κρίνεται από ένα ενιαίο ιστορικό συνεχές, όπου τα όργανα πάλης της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής ηγεμονίας της τάξης, με καθοριστικό κριτήριο την οργάνωση της δικής της βίας στο χρονικό διάστημα πριν το επαναστατικό άλμα, συνδέεται, είναι ουσιαστικά μια ενιαία εποχή, με τα πρώτα μέτρα επαναστατικής οργάνωσης της κοινωνίας, πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση, τσακίσματος του αστικού κράτους. Τα κριτήρια εκτίμησης αυτής της μετάβασης, για τη δυνατότητα να είναι σύντομη, ακρατική, μετάβαση αυτοκυβέρνησης, είναι α) η ουσιαστική, όχι νομική, όχι τυπική, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, και το πέρασμα της στα όργανα δυαδικής εξουσίας, εργατικής αυτοκυβέρνησης και εξουσίας, στην πόλη και την ύπαιθρο β) Η επανάσταση στις σχέσεις παραγωγής, ποιοι καθορίζουν την κίνησή τους (των μέσων παραγωγής), το περιεχόμενό τους, αξιολογούν το ποιες πρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν, το αν αυτή η επανάσταση στις σχέσεις παραγωγής, καθορίζει και μια αντίστοιχη διαρκή επανάσταση στην φυσιογνωμία της μεταβατικής εργατικής εξουσίας και αυτοκυβέρνησης γ) Η πάλη για το ανέβασμα του επιπέδου συνείδησης, με καθοριστική τη συλλογική στάση, την ανοιχτή ενημέρωση και γνώση κάθε πτυχής της ζωής δ) Το προχώρημα της ικανότητας αυτοδιοίκησης των εργαζομένων, και πως αυτή η κίνησή τους, μπορεί να εκφράζεται σε μια κεντρική πανεθνική έκφραση εξουσίας ε) Η επανάσταση στις συνήθειες, τα ήθη και τον πολιτισμό, στοιχείο μιας κοινωνίας, όχι δευτερεύον, όχι πολυτέλεια, αλλά δείκτης, του αν όπως λέει και ο Μαρξ, μέσα από τη δύναμη της συνήθειας, παγιώνεται μια νέα κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Η συνήθεια όμως συνεπάγεται για να δημιουργηθεί, επαναλαμβανόμενες παραστάσεις, εγχειρήματα στον τομέα του πολιτισμού της καθημερινότητας στ) Η κατεύθυνση της ενοποίησης των συνθηκών ζωής, το σπάσιμο δηλαδή της αλλοτρίωσης, των διαφορετικών προσώπων των ανθρώπων μέσα στην εργασία και έξω από αυτήν, όπου όλα τα άλλα εκτός εργασίας είναι χόμπι, που μάλιστα πολλά από αυτά γίνονται και πολυτέλεια. Η ενοποίηση των συνθηκών ζωής μέσα και έξω από την οικογένεια, μέσα και έξω από τις ανθρώπινες σχέσεις. Το πώς θα νικήσει η εργατική τάξη, η φυσιογνωμία οργάνωσης της κοινωνίας και της μεταβατικής εξουσίας της, η συντομία αυτής της μετάβασης, κρίνεται από τον τρόπο που στο παρόν της ταξικής πάλης υπερασπίζεται, συλλαμβάνει και οργανώνει την προσπάθειά της για δυαδική εξουσία. Τοποθετούμε στην πρώτη γραμμή την έκβαση της διεθνούς επαναστατικής πάλης ως βασικό κριτήριο για τη συντομία της μετάβασης. Από την άλλη, η αναγκαιότητα μιας μεταβατικής εργατικής αυτοοργάνωσης και εξουσίας, όταν προωθεί πράγματι τα κριτήρια υπέρβασής της, είναι και φορέας παραδείγματος διεθνικά. Το ξεπέρασμα του ίδιου του σοσιαλισμού για τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, γιατί αυτός ανήκει σε ένα ξεπερασμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, θέτει αντικειμενικά μια ανάγκη θεωρητικής και πολιτικής επανεκτίμησης όχι μόνο του λενινικού έργου, αλλά και συνολικά γύρω από τη μαρξική σύλληψη.
Προσεγγίζουμε τα κόμματα της επανάστασης, σε αντίθεση με τη λογική για τον ένα καθοδηγητή της επαναστατικής διαδικασίας, ως δραστήρια και μετά την επαναστατική τομή, ως φορείς πολιτικής με στρατηγική θεώρηση για την εξέλιξή της κοινωνίας μετά το επαναστατικό άλμα. Ως έναν από τους κινητήριους μοχλούς, για τη διαρκή επανάσταση προς την αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Το κόμμα και μετά την επανάσταση συνεχίζει τη δραστηριότητά του ως τέτοιο, με τα συνδικάτα ως θεσμούς ελέγχου των βημάτων για το ξεπέρασμα των τάξεων, τον επαγγελματικό αλλοτριωτικό καταμερισμό, την πώληση της εργατικής δύναμης ως εμπόρευμα. Κατ’ εικόνα και ομοίωση του αστικού μοντέλου οργάνωσης της εξουσίας και του κράτους, το ένα επαναστατικό κόμμα, φορέας της αλήθειας προς την αταξική κοινωνία, οδηγεί αντικειμενικά προς το στερέωμα του κράτους, την τελειοποίησή του και επέκτασή του, και όχι την απονέκρωσή του. Κριτήριο ξεπεράσματος και των κομμάτων, και των διαφωνιών τους, αντί να είναι ο επαναστατικός διεθνισμός, τα βήματα στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις, η συμμετοχή του προλεταριάτου στην οργάνωση των κοινών, όχι τυπικά, αλλά με γνώση και μετάδοση εμπειρίας και κριτηρίων, γίνεται το ορθό της μιας ή της άλλης πρωτοπορίας. Η τέτοια λειτουργία των «κομμάτων της επανάστασης», εξασφαλίζει μια άλλη συμμετοχή στα βήματα της αυτοκυβέρνησης, για κάθε επαναστατική συνιστώσα, και σε συνδυασμό με τα παραπάνω βάζει τις βάσεις να ξεπερνιούνται προβλήματα που προκύπτουν ανά περιοχή. Τελικά, η ικανότητα των επαναστατικών κομμάτων, δεν κρίνεται στη μετάβαση από το αν μπορεί να επιβάλει μια γραμμή, αλλά αν πείθει για την ορθότητά της, με βάση τις ανάγκες και τις εμπειρίες της ίδιας της τάξης. Για εμάς η εργατική αυτοκυβέρνηση , μαζί με τα «οικονομικής φύσεως» μέτρα που περιγράψαμε, στηρίζεται στη δημοκρατία των εργατικών κομμούνων και συμβουλίων, ή όπως τελικά τα ορίσει η ίδια η κίνηση της τάξης. Με μη επαγγελματίες της επανάστασης και της πολιτικής, σε έναν πανεθνικό συντονισμό και εξουσία. Με όργανα αιρετά και ανακλητά, με κριτήριο την προώθηση των μέτρων της γρήγορης μετάβασης και εξαφάνισης κάθε εξουσίας. Μια επαναστατική διαδικασία σε εξέλιξη δηλαδή.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ
Οι προγραμματικές διεκδικήσεις, έχουν τη δική τους σημασία και ιστορικότητα, ουσιαστικά είναι η προσπάθεια να εμφανιστούν στο παρόν της ταξικής πάλης, οι επαναστατικές προγραμματικές προθέσεις. Άρα από τη δική μας τη σκοπιά κρίνονται στο αν μπορούν να αποδεικνύουν, πως η επαναστατική πάλη έχει δρόμους εμφάνισής της. Άλλωστε η επαναστατική πάλη στην καθημερινότητα, με την πάλη για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, είναι το μεγάλο ζήτημα που απασχολεί κάθε δύναμη που παλεύει για την επανάσταση.
Οι σημερινές προγραμματικές διεκδικήσεις, καθορίζονται ιστορικά από την επείγουσα ανάγκη επαναστατικής απάντησης στην κρίση, που σημαίνει τη χρεωκοπία των αστικών σεναρίων διακυβέρνησης και ομαλής εφαρμογής των αστικών σχεδίων. Με σκοπό από την πλευρά μας την εργατική αυτοκυβέρνηση και εξουσία, την οργάνωση κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής από την εργατική τάξη. Οι σημερινές προγραμματικές διεκδικήσεις, η άμεση εφαρμογή της τακτικής της επανάστασης δηλαδή, παίρνουν το χρώμα τους, από την ενοποίηση, των «μικρών» και των «μεγάλων» ζητημάτων, όταν τα πλέον στοιχειώδη αιτήματα για την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης, είναι άμεσα συναρτώμενα από την εξέλιξη της πάλης για την οργάνωση της κοινωνίας και συνολικά για την εξουσία. Ταυτόχρονα η αριστερά, στο μεγαλύτερο μέρος της, δεν λέει πως κάθε πλευρά ακόμα και της αντίστασης απέναντι στην αστική πολιτική, βάζει το ζήτημα της επαναστατικής απάντησης. Η ανατροπή των μνημονίων, των διαφόρων διαδοχικών «μέτρων», η επιστροφή του κλεμμένου εισοδήματος και της ζωής, η ανατροπή κάθε δυσχερούς κατάστασης στη ζωή των εργαζομένων, δεν είναι κάποια ειδικά μέτρα, που θα έπρεπε να ανατραπούν, ή θα μπορούσαν να ανατραπούν, και μετά να συζητήσουμε για συνολικότερες ανατροπές. Η υποχώρηση της αστικής τάξης σε πλευρές των επιλογών της, θα κριθεί αν κλυδωνιστεί πραγματικά η κυριαρχία και η απρόσκοπτη αναπαραγωγή του προσωπικού της. Που ακόμα και έτσι, η οποιαδήποτε υποχώρησή της, λόγω των πολύπλευρων εθνικών καπιταλιστικών συμφερόντων, αλλά και της διεθνικής συμμετοχής στης σε διάφορες καπιταλιστικές συμμαχίες, αναγκαστικά θα συνδεθεί με αλλαγές βάθους στο ίδιο το σύστημα και την κοινωνία. Δεν μπορούμε να μη λέμε στους εργαζόμενους, πως η οποιαδήποτε πάλη απαιτεί την επαναστατική λύση, που όσο περισσότερο δυσφημείται από την απουσία πολιτικών σχεδίων, άλλο τόσο αναγκαία είναι για να λυθεί το δίπολο επιβίωση-ποιότητα ζωής και η σύνδεσή τους σε ένα ανώτερο επίπεδο. Δε μπορεί να ζητάμε ανατροπή «αυτής της πολιτικής», όπως αναπαράγει η αριστερά σήμερα, όταν γνωρίζουμε πως σήμερα, με οποιαδήποτε κυβέρνηση, μέσα στον καπιταλισμό (ως αποτέλεσμα εκλογικών και κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αποδοχής της Ε.Ε., για αυταπάτες διαγραφής του χρέους και ενός άλλου καπιταλιστικού κράτους πρόνοιας), δεν μπορεί να υπάρξει άλλη φιλεργατική πολιτική.
Άρα το κύριο, δεν είναι μόνο το αν θα πούμε μόνο 6 ή 4 ή 8 ώρες δουλειάς, αν οι μισθοί θα είναι 1200 ή 1400 ή 1600 ευρώ. Η βασική πάλη για το επίπεδο εργασίας και ζωής της εργατικής τάξης στην εποχή που διανύουμε, κρίνεται κυρίως μέσα από μια δέσμη βασικών προγραμματικών διεκδικήσεων, που με έναν τρόπο θα μπορούν να αποτυπώνουν το επαναστατικό παρόν που παλεύουμε. Το αίσθημα της σιγουριάς της εργατικής τάξης για το παρόν και το μέλλον της, δε θα κριθεί και δεν κρίνεται από τη διεκδίκηση λιγότερης ώρας εργασίας μόνο. Τα πισωγυρίσματα των εργαζομένων, που τόσο εύκολα σπέρνουν τον ενθουσιασμό όταν βρίσκονται σε κινητικότητα, αλλά και την απογοήτευση όταν ξαναλουφάζουν στη μάχη για την επιβίωση, ερμηνεύονται αν κατανοήσουμε, πως το ζήτημα του εύρους και του βάθους των διεκδικήσεων των εργαζομένων, εξαρτάται από μια ταυτόχρονη συνύπαρξη της καθημερινής πάλης για την αξία της εργατικής δύναμης, και από την άλλη για την ανάγκη και δυνατότητα να σπάσει ο «φαύλος κύκλος» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της κλοπής της υπεραξίας. Συγκρούεται καθημερινά η πλευρά εμπόρευμα εργατική δύναμη, με την ανθρώπινη διάσταση της ανατροπής αυτής της κατάστασης.
Αυτό ακριβώς, θέτει το κύριο ζήτημα στις ίδιες τις προγραμματικές διεκδικήσεις όποιας συλλογικότητας αναφέρεται και παλεύει με στόχο την επανάσταση. Το πώς θα συγκεραστεί και συνδυαστεί στην καθημερινή επαναστατική πάλη, η ανάγκη για απάντηση στα ζητήματα επιβίωσης που θέτει η κρίση, στα ζητήματα της θέσης των εργαζομένων μέσα στους χώρους δουλειάς και ευρύτερα την κοινωνία, τους όρους οργάνωσης της ζωής. Κοντολογίς στο συνδυασμό άμεσων πρακτικών πολιτικών διεκδικήσεων που θα επιλύουν ζητήματα στη ζωή της τάξης, παρά και ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο και την εξουσία τους, με συνολική απαίτηση την επανάσταση. Και από την άλλη, τη συνέχιση των ασφυκτικών διεκδικήσεων των εργαζομένων, που θα βρίσκονται εντός της εμπειρίας τους, και εκτός καπιταλιστικών σχεδίων. Για παράδειγμα, στο σαφάρι της εντατικοποίησης της δουλειάς, την αύξηση των ωρών εργασίας, ή το κλέψιμο της ζωής μέσα από δυο «μισές» δουλειές, πως γίνεται να απαντήσουμε αν δε θέσουμε ως κύριο κριτήριο πάλης, πως το βασικό μέτρο του πλούτου των εργαζομένων και της χειραφέτησής τους, είναι ο ελεύθερος χρόνος?
Για το τέλος, πριν μπούμε σε κάποιες βασικές σκέψεις, θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Στην πάλη των επαναστατών κομμουνιστών, ο συσχετισμός δύναμης, παίζει ρόλο σε ότι αφορά το ρυθμό που θα υλοποιούνται από την πάλη των εργαζομένων, οι αναγκαίες για αυτούς αλλαγές. Ο συσχετισμός δε μπορεί να είναι το βασικό κριτήριο διαμόρφωσης του ίδιου του προγράμματος και των διεκδικήσεών του. Μια γραμμή και προγραμματική στόχευση, που δεν εμφανίζεται πουθενά, είναι λογικό να σπέρνει ρεφορμιστικές αυταπάτες, να αναβάλλει για το απροσδιόριστο μέλλον την επαναστατική αλλαγή, την επανάσταση. Ειδικά σήμερα, αυτή η λογική δεν απομονώνει τους επαναστάτες από την πάλη που καθορίζει, το ίδιο το επίπεδο της τάξης, η λογική που βάζει στην πάλη της. Ακριβώς όμως τη στιγμή αυτής της πάλης, μια διεθνιστική επαναστατική πολιτική γραμμή, πρέπει να υποδεικνύει προγράμματα που θέτουν τον κομμουνισμό ως τάση του παρόντος πρώτα, και για αυτό και του μέλλοντος.
Με οδηγό αυτά τα κριτήρια διαμόρφωσης προγραμμάτων πάλης και προγραμματικών διεκδικήσεων, επιχειρούμε να περιγράψουμε τους βασικούς στόχους πάλης. Σε ένα πρώτο προγραμματικό κείμενο, όπως είναι το παρόν, δεν αναλύονται εξαντλητικά, για κάθε κλάδο τα αντίστοιχα προγράμματα πάλης. Αυτό θα είναι ένα ιδιαίτερο καθήκον σε άμεση εμπλοκή με συντρόφους και συναγωνιστές. Εδώ βάζουμε το βασικό καμβά των συνολικών διεκδικήσεων. Έτσι ξεχωρίζουμε τα εξής επίπεδα:
[Η ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, με οδηγό την ανάγκη ελεύθερου χρόνου. Η δραστική πάλη για τη τιθάσευση της αλλοτρίωσης της εργασίας. Προώθηση του εργατικού ελέγχου στο τι και πως παράγεται. Η άρση του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας. Η κατάργηση του επαγγέλματος, ως κριτήριο της οργάνωσης και πάλης των εργαζομένων. Πλήρες αφορολόγητο για τους εργαζόμενους που ζουν από τη δουλειά τους.
Μείωση της εργάσιμης μέρας με συνεχείς και ενιαίες ώρες δουλειάς. Δηλαδή με βάση τις σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες πρέπει μια επαναστατική εργατική προσπάθεια να δουλέψει ιδεολογικά αλλά και στην πολιτική πάλη έμπρακτα για τη μείωση της εργάσιμης μέρας στο μισό (4 ώρες). Ο κομμουνισμός δεν είναι μια κοινωνία της πλήρους απασχόλησης, όπως παγίωσε σε εκατομμύρια συνειδήσεις αριστερών ο «υπαρκτός σοσιαλισμός». Αλλά αντίθετα, είναι μια κοινωνική κίνηση της πλήρους δραστηριότητας και της ελεύθερης δημιουργίας, απαλλαγμένης από την καπιταλιστική τυποποίηση, τη ρουτίνα και την αλλοτρίωση. Στηρίζεται στην ισότητα καθηκόντων, με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες, δεξιότητες και ενδιαφέροντα του ανθρώπου. Όπως έλεγε και ο Μαρξ, «από τη στιγμή που η εργασία, με την άμεση μορφή της παύει να αποτελεί τη βασική πηγή πλούτου, ο χρόνος εργασίας πρέπει να πάψει να αποτελεί το μέτρο του. Δεν είναι πια ο χρόνος εργασίας, αλλά ο ελεύθερος χρόνος που αποτελεί το μέτρο του πλούτου.»
Κοινωνικοποίηση και άμεσος εργατικός έλεγχος και εποπτεία σε τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, συγκοινωνίες, τράπεζες, ύδρευση, φαρμακοβιομηχανία κ.τ.λ., δηλαδή σε κάθε καίρια για τη ζωή και την εργασία των ανθρώπων παραγωγική διαδικασία. Η εποπτεία και έλεγχος των εργαζομένων μέσα από τα συλλογικά μορφώματα και διαδικασίες τους μπορεί να εξασφαλίζει τη σύνδεση αυτών των οργανισμών με τις πραγματικές πλειοψηφικές ανάγκες.
Κόντρα στη λογική της ελεημοσύνης το εργατικό κίνημα να παλέψει για μισθό κάλυψης των σύγχρονων αναγκών, εργαζόμενων και ανέργων. Για κάθε εταιρεία που κλείνει αλλάζοντας δραστηριότητα ή μεταφέροντας αλλού τα κεφάλαια της το εργατικό κίνημα διεκδικεί την απαλλοτρίωση των ατομικών και εταιρικών περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη. Απαλλοτρίωση της περιουσίας κάθε κρατικής-δημοτικής-ιδιωτικής επιχείρησης που προβαίνει σε απολύσεις, κλείνει, μεταφέρεται ,ιδιωτικοποιείται.
[Ο εργατικός διεθνισμός που θα έχει πρώτα στο στόχαστρό του την αστική τάξη της χώρας που δρα.
Η διάλυση κάθε υπερεθνικού ιμπεριαλιστικού οργανισμού, και πρώτα από όλες αυτών που συμμετέχει η αστική τάξη της χώρας που δρα. Επαναστατική έξοδος από κάθε υπερεθνική καπιταλιστική συμμαχία που συμμετέχει η Ελλάδα, διεθνιστική πάλη για τη διάλυσή τους. Η διάλυση του στρατού και το ξεπέρασμα των ειδικών του πολέμου και των ανθρωποσφαγών. Ενταγμένος στη συνολική πορεία της επαναστατικής πάλης, ο υπό συλλογικό εργατικό έλεγχο και καθοδήγηση, εξοπλισμός των εκμεταλλευόμενων εργαζομένων. Απαραίτητο μέτρο ενάντια στην κατασταλτική υπαλληλία της αστικής τάξης, όσο και στην καθολική υπεράσπιση της επανάστασης από επιθέσεις. Δράση για μείωση της στρατιωτικής θητείας για το ελάχιστο απαραίτητο της εκμάθησης των όπλων, διατήρησης του λαϊκού χαρακτήρα του στο παρόν.
[Η ελεύθερη και συλλογικά διαμορφωμένη κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα χωρίς συνταγματικούς, νομικούς, κατασταλτικούς περιορισμούς.
Η ποιότητα τη ίδιας της εργατικής μεταβατικής εξουσίας, με βάση και τα κριτήρια της μετάβασης που αναπτύξαμε παραπάνω, είναι και ο βασικός όρος για την απουσία συνταγμάτων. Η ρύθμιση της ζωής διαμορφώνεται από τη «συνήθεια» της χειραφέτησης, πάνω στα διαμορφούμενα ήθη και ρυθμούς. Τα παραδείγματα υπάρχουν και από την επαναστατική παράδοση του ελληνικού κινήματος (ΕΑΜ), και του τρόπου που ρύθμιζε τη ζωή στις περιοχές που ελευθέρωνε. Η συνταγματική κατοχύρωση της εξουσίας του, η προσπάθεια δηλαδή να συγκεραστεί μια ανταγωνιστική στα λαϊκά συμφέροντα πολιτική και κοινωνική οργάνωση, ήταν και ο δείκτης επιτάχυνσης της συντηριτικοποίησής του.
[Η υπεράσπιση στο πεδίο της άμεσης πολιτικής της αθεΐας και της υπέρβασης της μεταφυσικής.
Απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Έξω οι θρησκείες από τα σχολεία, τους στρατώνες. Όχι στην συνταγματική κατοχύρωση «εθνικών» θρησκειών. Ταυτόχρονα όμως είναι ύψιστη ένδειξη διεθνισμού, η κατοχύρωση ισοτιμίας στη λατρεία όλων των θρησκευτικών δογμάτων.
[Η πάλη για την ανατροπή των δήμων-κρατών. Η αναδιάταξη του ίδιου του χώρου των πόλεων από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων. Η άρση του καπιταλιστικού διαχωρισμού πόλης-υπαίθρου.
Με αυξημένη και αποκλειστική φορολόγηση του κεφαλαίου και με εργατικό συλλογικό έλεγχο, απαιτούμε το σχεδιασμό και υλοποίηση αξιοπρεπών σύγχρονων κατοικιών με ανταπόκριση στις συνθήκες διαβίωσης αλλά και σεβασμό στο περιβάλλον. Έξω όλα τα κυβερνητικά κτίρια, τα κτίρια πρεσβειών και υπερεθνικών μηχανισμών από τις πόλεις. Όλος ο δημόσιος χώρος της κατοικίας δωρεάν, να διαμορφωθεί για χιλιάδες άστεγους, ή κατοικούντες σε άθλιες κατοικίες.
[Η ένταξη των εκμεταλλευόμενων εργατών γης στο εργατικό κίνημα χειραφέτησης.
Η αποσύνδεση της γης από το κέρδος και την ατομική ιδιοκτησία, η απαλλοτρίωση από τους άμεσους εκμεταλλευόμενους παραγωγούς της γης, και η συλλογική διεύθυνσή της, σεβόμενη τοπικές και πανεθνικές ανάγκες, είναι ο όρος για φτηνότερη, περισσότερη και ποιοτικότερη, συνθετότερη τροφή.
[Για την επαναστατική οριοθέτηση μιας οικολογικής προσπάθειας. Η φύση ως όρος που συνκαθορίζει το ποιες παραγωγικές δυνάμεις πρέπει να συνεχίζουν να υπάρχουν.
Κάθε παραγωγική εφαρμογή ή άλλη δραστηριότητα που καταστρέφει τη φύση, και τους όρους ζωής του εργαζόμενου ανθρώπου μέσα σε αυτήν, όποια άλλη χρησιμότητα και αν έχει για το κεφάλαιο, πρέπει να εκλείπει. Για εμάς ο άνθρωπος δεν είναι ο θηριοδαμαστής της φύσης, αλλά είναι όρος της ίδιας της ποιότητας της σωματικής και πνευματικής ανάπτυξής του. Όχι στην οικολογία του κεφαλαίου. Πάλη ενάντια στους επιχειρηματίες της οικολογίας τύπου Greenpeace. Η πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, στην ανάπτυξή του με κάθε τρόπο, είναι η ουσιαστική οικολογική πάλη.
[Για μια χωρίς όρους, ανοιχτή εκπαίδευση σε κάθε νέο και εργαζόμενο, όποτε το επιθυμήσει.
Με ενοποίηση επιστημονικών κλάδων. Με εκπαίδευση ανοιχτή σε κοινωνικά ερεθίσματα, στην συζήτηση που διεξάγεται στην κοινωνία. Στην υπηρεσία των άμεσων και στρατηγικών εργατικών αναγκών. Να αναπτυχθεί το κομμάτι της εκπαίδευσης που δεν είναι άμεσα χρησιμοθηρικό. Για τη συμμετοχή στην εργασία των ζωτικών, αλλά όχι άμεσα κερδοφόρων επιστημονικών κλάδων κοινωνικών επιστημών. Στο πεδίο πλέον και της κρίσης η διαμόρφωση μιας πολιτικής παιδείας, καθίσταται πλέον κοινή ευθύνη των μαθητών-φοιτητών, δασκάλων-καθηγητών και των εργαζομένων σε όλους τους εκπαιδευτικούς φορείς. Ο μαζικός εκβιασμός για να απαλλαγούμε από την αστική εξουσία και το πολιτικό της προσωπικό, με δυνατότητες αυτοκυβέρνησης, συνδέεται ζωτικά με αυτή την πτυχή, και με καθοριστικό το στοιχείο της νεολαίας.
[Η προώθηση ανταγωνιστικών εργατικών θεσμών, ως εργαστήρι για τη συνολική αυτοδιεύθυνση των εργαζομένων.
ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Οι επαναστάσεις, από τις πρώτες αστικές του 18ου αιώνα, έως και τις τελευταίες του προηγούμενου αιώνα αρνούνταν μια προηγούμενη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Ορίζονταν όμως, βασικά από το νέο που ήθελαν να φέρουν στις κοινωνίες. Από αυτή τη σκοπιά, απορρίπτουμε τις θεωρήσεις για το χαρακτήρα της επανάστασης σαν αντικαπιταλιστική, σε όποια προοπτική και αν αυτές θεωρητικά εντάσσονται. Θεωρούμε, πως είναι ευθέως δάνειο από το σχήμα του κομμουνιστικού ρεφορμισμού -όπως στην Ελλάδα τον έχουμε ζήσει- περί αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής επανάστασης με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, με μετατοπισμένο τον άξονα αναφοράς προς τα αριστερά.
Ο χαρακτήρας της επανάστασης που παλεύουμε, ορίζεται από την επιδίωξη της αταξικής κοινωνίας, ξεκινά από το δικό μας έθνος κράτος και είναι εξ΄ αρχής διεθνιστικής αναφοράς και συμμαχίας.
Υποκείμενο της επανάστασης είναι η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Οι σύγχρονοι, δηλαδή εκμεταλλευόμενοι της καπιταλιστικής οικονομίας σε κάθε πεδίο ύπαρξης και κυριαρχίας της, καθώς και δυναμικό κομμάτι εντός τους, οι νέοι εργαζόμενοι.
Πηγή: http://diethnistis.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.