Περιβόητη μυθοπλασία, που βρίσκει ιδανικό πεδίο γέννησης και ανάπτυξης σε κάθε λογής σοσιαλδημοκρατία, είναι αυτή της ύπαρξης ενός «καλού» και ενός «κακού» καπιταλισμού. Ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» και ενός βίαιου νεοφιλελεύθερου ή φασιστικού καπιταλισμού. Μια πολιτική και ιδεολογική φενάκη που στο πεδίο παραγωγής κοινωνικοπολιτικής πρότασης, εκφυλίζεται σε δημοκρατικά αντιφασιστικά –δηλαδή αστικοδημοκρατικά μέτωπα- αντιμετώπισης του φασισμού, και σε αντινεοφιλελεύθερα, δηλαδή σοσιαλδημοκρατικά –επίσης αστικά μέτωπα- άμυνας απέναντι στους καπιταλιστές.
Ο φασισμός, δεν αποτελεί έξω-καπιταλιστική, έξω-αστική, έκφραση ενός πολιτικού και κοινωνικού πρωτογονισμού που έπεσε από τον ουρανό. Είναι απόρροια, γέννημα και συνέπεια ενός καπιταλισμού σε κρίση, που χρησιμοποιεί και αξιοποιεί ακόμη και τις πιο βίαιες, δολοφονικές πλευρές του, για να διατηρήσει την πολιτικοοικονομική και ιδεολογική κυριαρχία του, ασκώντας ωμή φυσική βία σε όποιον αντιστέκεται ή δεν συνάδει με το ιδεώδες ενός εθνικού, εθνικιστικού καπιταλισμού που παλεύει για να κυριαρχήσει. Ο φασισμός έχει το πρόσωπο της εθνικής αστικής τάξης –σε κρίση- που διεξάγει διμέτωπο αγώνα επιβίωσης τόσο στο εξωτερικό –στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος- όσο και στο εσωτερικό, καταστέλλοντας κάθε εργατική αντίδραση, στοχοποιώντας τα πλέον αδύναμα κοινωνικά κομμάτια (μετανάστες), επιδιώκοντας την κοινωνική και πολιτική εξαφάνιση των κομμουνιστών, χτίζοντας ταυτόχρονα ένα εθνικιστικό κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο που είναι απόλυτα αναγκαίο για να εγκλωβίσει σε αυτό, τις φοβισμένες και τρομοκρατημένες από την ανέχεια εργατικές μάζες, ώστε να διατηρήσει και να βαθύνει την κυριαρχία της.
Ο φασισμός της αστικής τάξης λοιπόν, δεν αντιμετωπίζεται με αριστερά, αστικοδημοκρατικά μέτωπα, που θεωρούν τον φασισμό, ανώμαλη παρενέργεια που δεν συνάδει προς τις αρχές της αστικής δημοκρατίας, την οποία αυτά τα μέτωπα επικαλούνται την ίδια στιγμή που ο φορέας αυτής, η ίδια η αστική τάξη την έχει εξοβελίσει ως μη χρήσιμη -σε μια δεδομένη συγκυρία- για την επιβολή και διατήρηση της κυριαρχίας της. Αυτής της υφής τα αστικοδημοκρατικά μέτωπα, ιστορικά καταλήγουν σε κοινωνικό και πολιτικό αφοπλισμό του κόσμου της εργασίας και σε κοινωνικά διλλήματα του τύπου «Καραμανλής ή τανκς- που η αριστερά, εκφράζει, ακυρώνοντας κάθε πιθανότητα συνολικής εργατικής αντιπαράθεσης με την ολότητα του πολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου μιας αστικής τάξης που μπορεί χωρίς δεύτερη σκέψη να χρησιμοποιεί είτε το αστικό κοινοβούλιο είτε τις ορδές των ναζιστών για να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα συνολικής κοινωνικής αλλαγής.
Ο φασισμός λοιπόν αντιμετωπίζεται ως καπιταλισμός που δολοφονεί πολιτικά και φυσικά την εργατική τάξη, χρησιμοποιώντας μια εξίσου βίαιη πολιτική και φυσική εργατική αντί-βία που στοχεύει στην ολοκληρωτική ήττα του φασισμού και του καπιταλισμού που τον γεννά και τον διατηρεί, ως όρο για να διατηρηθεί ο ίδιος ζωντανός.
Ο νεοφιλελευθερισμός, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι μια λανθάνουσα παρενέργεια ενός πρόσκαιρα, μη λειτουργικού καπιταλισμού, αλλά αντίθετα, είναι μια εγγενής δομική πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος, που χρησιμοποιείται όχι από κάποιες αντιδραστικές μερίδες του κεφαλαίου, αλλά από το κεφάλαιο συνολικά, όταν βρεθεί στην δυσχερή θέση να μην μπορεί να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες και εκτεινόμενες ανάγκες κερδοφορίας του. Όταν δηλαδή βρεθεί σε συνθήκες κρίσης, που δεν μπορεί διαφορετικά να υπερκεραστούν αν δεν επεκταθεί και αν δεν βαθύνει η απομύζηση της εργατικής δύναμης. Η απάντηση σε αυτή την καπιταλιστική δράση δεν είναι αντινεοφιλελεύθερα, σοσιαλδημοκρατικά, δηλαδή, αστικά μέτωπα που επαιτούν την επιστροφή σε μια προηγούμενη καπιταλιστική φάση, με περισσότερο κράτος –αστικό- με ανάπτυξη –αστική- με «κοινωνική ευημερία» -αστική- , δεδομένου ότι νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κάποιο «καπρίτσιο» μισότρελων καπιταλιστών, αλλά συνολική κοινωνικοοικονομική πλατφόρμα επιβίωσης του καπιταλισμού σε συνθήκες που δεν του επιτρέπουν να διατηρήσει ένα λογικό επίπεδο ευημερίας, μέσω του οποίου θα μπορούσε ευκολότερα, πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά να χειραγωγεί την εργατική τάξη και να την διατηρεί υπό τον έλεγχό του. Ωστόσο αυτή του την αδυναμία ο καπιταλισμός, η αστική τάξη δηλαδή, την αποδέχεται ως έχει, και πράττει τα πάντα , με κάθε μέσο και τρόπο για να μην απολέσει την κυριαρχία της σε βάρος του κόσμου της εργασίας. Και τον φασισμό αν χρειαστεί…
Συνεπώς , απέναντι στις αριστερές σοσιαλδημοκρατικές χίμαιρες που αναπολούν και μνημονεύουν, «έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», είναι ανάγκη να αντιπαρατεθεί μια κοινωνικοπολιτική θεώρηση, που θα αποδομεί την ανεπάρκεια, την αναποτελεσματικότητα, αριστερών μετώπων και αριστερών κυβερνήσεων, που τροφοδοτούν την ψευδαίσθηση της σταδιακής, ειρηνικής, βελούδινης και αναίμακτης βελτίωσης της ζωής των εργαζόμενων με αναλλοίωτους τους βασικούς κανόνες και ανεπηρέαστα τα όρια αναπαραγωγής και διατήρησης του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος. Η θέση του εργαζόμενου στην παραγωγή και στην κοινωνική ζωή, δεν θα αλλάξει αν δεν αλλάξει ολιστικά η ποιότητα και η ποσότητα των παραμέτρων που συγκροτούν την αστική ηγεμονία.
Αντίθετα με την κομμουνιστική θεολογία, η εργατική τάξη δεν είναι ο «επιούσιος λαός» αλλά μια παγιδευμένη ιστορική κοινωνική δύναμη, που πρέπει να ματώσει για να αποκτήσει τον κλεμμένο πλούτο και την κλεμμένη ζωή, συνειδητά επιλέγοντας είτε να εφορμήσει στο κέντρο της ταξικής πάλης, γράφοντας μια νέα καθολική κομμουνιστική αφήγηση, είτε παραμένοντας εγκλωβισμένη στα «κλασσικά εικονογραφημένα» μιας ιστορικά και επαναληπτικά ηττημένης «αριστερής παραμυθίας».
Σε αυτό το δίλημμα δεν θα δώσουν απάντηση οι «από καιρό έτοιμες κομμουνιστικές πρωτοπορίες», αλλά αυτές που πρόκειται να γεννηθούν. Αν γεννηθούν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.