(Μία εξαιρετικά επίκαιρη ματιά, με στοιχεία, για τον κλάδο του βιβλίου, όπως δημοσιεύτηκε στο έντυπο "Η κρίση, ο χώρος του βιβλίου, η εργασία και εμείς" των εργατών/τριών από τον χώρο του βιβλίου, εφημερίδα τοίχου ο βιβλιοφρικάριος.)
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν το χώρο του βιβλίου ένα προνομιακό χώρο εργασίας όπου «θα θελαν να δουλεύουν», ένα χώρο καθαρό, κοντά στη «γνώση», με ενδιαφέρον. Δεν γίνεται από πολλούς κατανοητό ότι ο χώρος του βιβλίου αποτελεί άλλη μια βιομηχανία με σκληρά εργαζόμενους (σωματικά και ψυχολογικά), ένας χώρος με αφεντικά και εργάτες, με εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Και μάλιστα μια βιομηχανία η οποία γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια και που απ’ ότι φαίνεται στηρίζεται σε γυάλινα πόδια που ραγίζουν σιγά σιγά με την «κρίση». Είναι δηλαδή άλλη μια «φούσκα» που χρησιμοποίησε όλα τα χαρακτηριστικά, τα προνόμια και τα μαρκετινίστικα κόλπα της σύγχρονης καπιταλιστικής «ανάπτυξης» και όλα αυτά βέβαια με την εκμετάλλευση και την πίεση όλων των εργαζομένων σε κάθε βαθμίδα της βιβλιοπαραγωγής.
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν το χώρο του βιβλίου ένα προνομιακό χώρο εργασίας όπου «θα θελαν να δουλεύουν», ένα χώρο καθαρό, κοντά στη «γνώση», με ενδιαφέρον. Δεν γίνεται από πολλούς κατανοητό ότι ο χώρος του βιβλίου αποτελεί άλλη μια βιομηχανία με σκληρά εργαζόμενους (σωματικά και ψυχολογικά), ένας χώρος με αφεντικά και εργάτες, με εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Και μάλιστα μια βιομηχανία η οποία γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια και που απ’ ότι φαίνεται στηρίζεται σε γυάλινα πόδια που ραγίζουν σιγά σιγά με την «κρίση». Είναι δηλαδή άλλη μια «φούσκα» που χρησιμοποίησε όλα τα χαρακτηριστικά, τα προνόμια και τα μαρκετινίστικα κόλπα της σύγχρονης καπιταλιστικής «ανάπτυξης» και όλα αυτά βέβαια με την εκμετάλλευση και την πίεση όλων των εργαζομένων σε κάθε βαθμίδα της βιβλιοπαραγωγής.
Ας δούμε λίγα πράγματα με αριθμούς . Η παραγωγή τίτλων στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2008 σε σχέση με το 2003 κατά 20,6%. Μιλάμε για 9758 νέους τίτλους! Και όλα αυτά σε μία χώρα που ο μέσος όρος αναγνωσμένων βιβλίων είναι 5,6 βιβλία τον τελευταίο χρόνο, όπου, αλλιώς, όσοι δεν διάβασαν ούτε ένα βιβλίο είναι το 40,7% του πληθυσμού και ένα ποσοστό μόλις 8,1% έχει διαβάσει πάνω από δέκα . Πώς μπορεί λοιπόν να δικαιολογηθεί μια τόσο μεγάλη αύξηση στις εκδόσεις; Ως γνωστόν η κερδοφορία σε έναν τομέα της παραγωγής και του εμπορίου οδηγεί όσους έχουν τη δυνατότητα να ενεργήσουν, υπό το πρίσμα της ελεύθερης αγοράς, σαν τους χρυσοθήρες που εφορμούσαν στη φλέβα που ανακαλυπτόταν ως την εξάντλησή της. Στο χώρο μας η χρυσή κότα των επιδοτήσεων των πολιτιστικών δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων η έκδοση βιβλίων, από την Ε.Ε. και τα υπουργεία ανάπτυξης και πολιτισμού, οδήγησαν στην ίδρυση πολλών εκδοτικών οίκων και στο άνοιγμα πολλών βιβλιοπωλείων. Ο κανιβαλικός ανταγωνισμός μεταξύ των «πνευματικών» επιχειρηματιών συνέβαλε όπως θα δούμε στη διαμόρφωση του κρισιακού υπόβαθρου της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων (εμπόρευμα που δεν καταναλώνεται και απαξιώνεται).
Είναι αλήθεια ότι οι μεγαλοεκδότες όπως και τα μεγάλα βιβλιοπωλεία μπήκαν την τελευταία δεκαετία σε φρενήρεις ρυθμούς διόγκωσης με υπερπαραγωγή νέων τίτλων και άνοιγμα υποκαταστημάτων, επιβάλλοντας οι μεν τα εμπορεύματά τους και προσπαθώντας οι δε να επεκταθούν στην επικράτεια, πιέζοντας παράλληλα τους εκδότες για ευκαιρίες πληρωμών. Από το 2003 και μετά είδαμε κάποιες κινήσεις από μεγαλοεκδότες για μεγαλύτερο ρίσκο και ανταγωνισμό, όπως επιβάλλει ο νόμος της αγοράς, πιστεύοντας, ίσως, ότι με αυτόν τον
τρόπο θα έφευγαν κάποιοι ενδιάμεσοι εκδοτικοί οίκοι και θα καρπώνονταν την αγορά σε όλα τα είδη βιβλίων. Μία από τις πρώτες ενέργειες, δηλαδή, ήταν η προσπάθεια αύξησης της ανισότητας μεταξύ των εταιρειών, όπως επιβάλλει ο σύγχρονος καπιταλισμός, αλλά και η επέκταση και εμφάνιση του logo των μεγάλων βιβλιοπωλείων σε κάθε σημείο (σύγχρονα καταναλωτικά κέντρα «mall», αεροδρόμια, επαρχία). Επίσης το βιβλίο ως εμπόρευμα άρχισε να εκτίθεται σε κάθε σημείο και με κάθε τρόπο. Έτσι είδαμε βιβλία σε super markets και περίπτερα, ως ένθετα-συμπλήρωμα εφημερίδων και περιοδικών.
αποτέλεσμα του αταλάντευτου προσανατολισμού τους στην κλιμάκωση της κερδοφορίας
τους, αλλά και συνισταμένη ενός συνόλου παραγόντων που οδήγησε σε στρεβλή ανάγνωση
της πραγματικότητας. Το παραμύθι του marketing, των ειδικών διαχείρισης ανθρώπινων
πόρων, των τμημάτων προώθησης πωλήσεων και των στρατηγικών επιθετικής πώλησης,
μεταλαμπαδεύτηκε στην Ελλάδα με καθυστέρηση περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Αφού αποτέλεσε μοχλό για την ανάπτυξη της ιδιωτικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και στε-
λεχώθηκαν αντίστοιχα τμήματα της τριτοβάθμιας, οι κάθε λογής managers ξαμολήθηκαν
για να επανδρώσουν τα διοικητικά συμβούλια κάθε επιχείρησης που σεβόταν τον εαυτό
της. Δημιουργήθηκε έτσι, ή διογκώθηκε, μια ενδιάμεση ιεραρχική βαθμίδα προσανατολι-
σμένη στην εύρεση έξυπνων τρόπων κερδοφορίας.
Ευτυχώς ή δυστυχώς όμως τα ίδια φάρμακα δεν έχουν την ίδια επίδραση σε όλους τους
οργανισμούς. Ήταν σχεδόν απίθανο – και αποδείχτηκε – όσο και αν προσαρμόστηκαν τα
θεωρητικά δεδομένα στις ιδιαιτερότητες του εμπορεύματος «βιβλίο», να δημιουργηθεί κα-
ταναλωτικό ρεύμα εκ του μηδενός, να έχει αποτέλεσμα δηλαδή μια διαφημιστική στρατηγική
που θα επέβαλε την ανάγνωση βιβλίων ως αδήριτη ανάγκη του σύγχρονου έλληνα. Έτσι τα
όποια αποτελέσματα προέκυψαν από την προβολή συγκεκριμένων και αναμενόμενα επιτυ-
χημένων τίτλων (π.χ. Χάρι Πότερ), δεν υπήρξαν το έναυσμα για διεύρυνση της κατανάλω-
σης, αντιθέτως αύξησαν τα «λειτουργικά έξοδα». Οι παραινέσεις των «σοφών» όμως για
επιθετικές στρατηγικές δεν σταμάτησαν στην υπερπαραγωγή και στη διαφήμιση. Η πίεση
μεταφέρθηκε στους πωλητές που αναγκάστηκαν να κυνηγούν μη ρεαλιστικούς στόχους και
να επιδιώκουν τοποθετήσεις – παρακαταθήκες στα βιβλιοπωλεία, ώστε να περιορίσουν το
ζωτικό χώρο των ανταγωνιστών εκδοτών (βιτρίνα και λοιπές θέσεις προβολής σε κάθε κα-
τάστημα) και όλα αυτά χωρίς να παραγνωρίζουμε τις «μετεγγραφές» συγγραφέων.
Αναπόφευκτα η πίεση των μεγαλοεκδοτών δεν είχε για τους ίδιους το ανάλογο αποτέλεσμα
στο μερίδιο αγοράς. Στην εξαετία 2003-08 αυξήθηκε κατά μία μονάδα το μερίδιο των «με-
γάλων» και μειώθηκε αντίστοιχα, των «μεσαίων» εκδοτών, οι οποίοι έδειξαν ανθεκτικότητα
στις πιέσεις ! Παράλληλα δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος δανεισμών, ανταλλαγών
επιταγών, απεριόριστων επιστροφών από τις μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων (Public, Πα-
πασωτηρίου, Ελευθερουδάκης κλπ) που λειτούργησε σαν βρόγχος όταν ήρθε η «κρίση»! Η
ευημερούσα χρηματοοικονομική κίνηση της αγοράς έζησε με πίστωση. Εφαρμόστηκε δηλαδή
μια εμπορική πολιτική που ευνοούσε τις μεγάλες προβολές και δημιουργούσε τεράστιους
μεν, εικονικούς δε, τζίρους. Αυτή η πολιτική χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτιση κερδο-
φόρων ισολογισμών που βοήθησαν στην έγκριση δανειοδοτήσεων από τις τράπεζες.
Οι πληρωμές σε είδος τείνουν να γίνουν καθεστώς. Δηλαδή προκειμένου να πληρώσουν
οι αλυσίδες τις νέες παραγγελίες από την νέα μεγάλη παραγωγή, προβαίνουν σε μαζικές
επιστροφές προηγούμενων τίτλων. Αυτό οδήγησε σε σύγκρουση των μεγάλων αλυσίδων
με τους εκδότες λόγω της αδυναμίας τους να πληρώνουν άμεσα με ρευστό. Το ρευστό φυ-
σικά υπάρχει στους καταναλωτές, άρα στα βιβλιοπωλεία τα οποία όμως είναι καταχρεωμένα
με δάνεια, αφού όπως είπαμε στην περίοδο «των παχιών αγελάδων» προτίμησαν μια με-
γαλοϊδεατική πολιτική ανάπτυξης, με υποκαταστήματα και franchising, τρώγοντας από την
«πίτα» των μικρών του χώρου. Έτσι είναι αναγκασμένοι να δίνουν επιταγές που λήγουν
πολλούς μήνες αργότερα κάτι που δημιουργεί τριγμούς στο χώρο του βιβλίου αφού οι με-
ταχρονολογημένες επιταγές, η νεοελληνική αυτή πατέντα, μετατρέπει τις επιταγές σε μέσο
δανεισμού, όταν οι στρόφιγγες των τραπεζών στερεύουν, και πλέον αποτελούν κανόνα. Η
εξάρτηση από τα δάνεια ήταν και ο λόγος που έκλεισε η, με πολλές προσδοκίες στο άνοιγμά
της, αλυσίδα βιβλιοπωλείων Fnac.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε η φού-
σκα της εκδοτικής υπερπαραγωγής και της επέκτασης των μεγάλων βιβλιοπωλείων – αλυ-
σίδων. Όλα αυτά συνέβαιναν σε μια περίοδο που η κυριαρχία βαυκαλιζόταν με τους υψηλούς
ρυθμούς ανάπτυξης και οραματιζόταν την επικυριαρχία της στη βαλκανική οικονομία, σε
ρόλο ηγήτορα της βαλκανικής – περιφερειακής ανάπτυξης. Το γεγονός ότι αυτή η ανάπτυξη
στηριζόταν στα πήλινα πόδια των δημοσίων έργων ενόψει των ολυμπιακών αγώνων του
2004 δεν φαινόταν να λαμβάνεται υπόψη αν και δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την
χρηματιστηριακή κατάρρευση, όπου και πάλι δίνονταν αφειδώς πλασματικές εικόνες για
την δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως το τραπεζικό κεφάλαιο έριχνε στην
αγορά το ένα προϊόν μετά το άλλο, συντηρώντας τον κύκλο εργασιών της εμπορίας αυτο-
κινήτων μέσω της χρηματοδότησης της αγοράς τους, παρέχοντας καταναλωτικά δάνεια και
διακοποδάνεια (!!!) με ελάχιστες εγγυήσεις και φυσικά πληθώρα προγραμμάτων για ενί-
σχυση της επιχειρηματικότητας. Αυτά τα τελευταία μάλιστα σε αγαστή συνεργασία με την
θεσμική εξουσία, καθώς η διατήρηση της υψηλής ανάπτυξης είναι απαραίτητη στην κρατική
δημαγωγία για την Ελλάδα ως ισότιμο μέλος στα συμβούλια των ισχυρών. Η διόγκωση του
κύκλου εργασιών εκδοτών και μεγαλοβιβλιοπωλείων στηρίχτηκε σε αυτή την έωλη χρημα-
τοδότηση, ενώ ειδικά για τους εκδότες δόθηκαν και επιχορηγήσεις ανά τίτλο από τα υπουρ-
γεία ανάπτυξης και πολιτισμού, με συμμετοχή της Ε.Ε., στο πλαίσιο της ενίσχυσης της
πολιτισμικής παραγωγής. Η επιδότηση έκδοσης βιβλίων από τα προγράμματα ενίσχυσης
μεταφράσεων από τα εθνικά κέντρα βιβλίου ανά τον κόσμο χρησιμοποιήθηκε αφειδώς από
τους έλληνες εκδότες, χωρίς να απολαμβάνουν, εννοείται, τις αντίστοιχες αμοιβές, στην
πλειοψηφία τους, οι μεταφραστές. Απλά με εικονικά τιμολόγια και εκβιασμό των μεταφρα-
στών οι διάφοροι εκδότες χρησιμοποίησαν τα χρήματα των επιδοτήσεων για να κλείσουν
άλλες τρύπες. Επίσης μεγάλο ήταν το μερίδιο που καρπώθηκαν με την ψηφιοποίηση διά-
φοροι εκδότες από το πρόγραμμα «Κοινωνίας της Πληροφορίας» που έτρεχε πριν από μερικά
χρόνια (είναι γνωστή η φάμπρικα του Καστανιώτη που χρησιμοποίησε φοιτητές ως parttime
εργαζόμενους καρπώνοντας ένα μεγάλο μέρος των επιδοτήσεων αυτών). Η γκρίνια
βέβαια των εκδοτών και βιβλιοπωλών δεν σταματάει καθώς πιέζουν για περισσότερες επι-
δοτήσεις από το ΕΣΠΑ, παρότι έχει βγει πρόγραμμα ενίσχυσης επενδυτικών σχεδίων για το
προσεχές διάστημα. Πρόκειται για το πρόγραμμα digi-retail προϋπολογισμού 100 εκατ.
ευρώ για την ενίσχυση του λιανικού εμπορίου (άρα και για βιβλιοπωλεία και βιβλιοχαρ-
τοπωλεία) για την βελτίωση της εσωτερικής διαχείρισης των εταιρειών (μείωση κόστους
λειτουργίας, διαχείρισης αποθήκης, πωλήσεων κλπ). Το κράτος βέβαια απετέλεσε αρωγός
και χρηματοδότης σε αυτή την υπέρογκη διόγκωση της βιβλιοπαραγωγής. Δεν είναι τυχαίο
ότι ανάμεσα στο 2004 και το 2007 η αύξηση επιχορήγησης πανεπιστημιακών συγγραμμάτων
υπερέβη το 75%, και ανήλθε σε 40 εκ. ευρώ από 22,6 εκ. ευρώ. Κάτι που συμβάδισε με
μια αύξηση των εκδόσεων θετικών και εφαρμοσμένων επιστημών κατά 13.3% αλλά και θε-
ωρητικών επιστημών που αποτελούν τον σημαντικότερο τομέα της εκδοτικής παραγωγής
με ποσοστό 24,8% του συνόλου! Υπήρξε επίσης χρηματοδότηση από το κράτος στους εκ-
δότες με πιστώσεις δύο ετών για έκδοση σχολικών βιβλίων. Κι εδώ δεν μπορούμε
να αποφύγουμε τον πειρασμό της σύγκρισης της εκδοτικής φούσκας με την άλλη μεγάλη
φούσκα, αυτή του κατασκευαστικού τομέα.
Η προσφορά λοιπόν αυξήθηκε αλλά η ζήτηση παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Το Σεπτέμβρη
του 2010 είδαμε την πρώτη «μεγάλη» κατάρρευση, αυτή των Ελληνικών Γραμμάτων, θυ-
γατρικής από το 2004 του ΔΟΛ. Αξίζει ίσως εδώ να σημειωθεί ότι από το 2007, που ο ΔΟΛ
παρουσιάστηκε ως αυτόνομος εκδοτικός, αύξησε τους τίτλους του σε ένα χρόνο από 182 σε
271, ενώ το σύνολο της παραγωγής των δύο εκδοτικών (ΔΟΛ, Ελληνικών Γραμμάτων) μει-
ώθηκε (!) φανερώνοντας ίσως από τότε τις προθέσεις του «συγκροτήματος Λαμπράκη». Τη
στιγμή που τα Ελληνικά Γράμματα ήταν μεταξύ των δέκα πιο κερδοφόρων εκδοτικών οίκων
στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ΄90 και όλως παραδόξως από κέρδη 243 χιλ. ευρώ το
2005 έφτασε το 2007 σε έλλειμμα 4.291 χιλ. ευρώ και 2,313 χιλ. το 2008!!! Η πτώση των
πωλήσεων, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό και τη δυσκολία χρηματοδότησης οδήγησε
πολλούς στο όριο του μοιραίου. Έκλεισε η εταιρεία διανομής βιβλίων «Κατάρτι» κάποιοι
εκδοτικοί οίκοι δεν παράγουν καθόλου βιβλία πια, ενώ όλες οι επιχειρήσεις έχουν πιστω-
τικά υπόλοιπα και κατά μέσω όρο το 80% του ενεργητικού τους είναι υποχρεώσεις προς
τράπεζες και προμηθευτές. Επίσης σύμφωνα με την τότε πρόεδρο των βιβλιοχαρτοπωλών,
το δεύτερο εξάμηνο του 2009 έκλειναν στην ελληνική επικράτεια 32 βιβλιοχαρτοπωλεία
ανά δίμηνο.
Το 2009 εκδόθηκαν 10.500 τίτλοι και ο κύκλος των επαγγελματιών εκδοτών κυμάνθηκε
μεταξύ 150 και 200 εκατ. ευρώ. Με την εμφάνιση της κρίσης η κατάσταση άρχισε να αλλάζει.
Για το 2009 οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι παρουσίασαν έσοδα μειωμένα έως και 25% .
Στο πρώτο εξάμηνο του 2010 ο τζίρος της αγοράς του βιβλίου εμφάνισε πτώση γύρω στο
30% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009. Οι τρόποι και τα μέσα για να διατη-
ρήσουν τα αφεντικά φουσκωμένες τις τσέπες τους φυσικά είναι διάφορα. Κατ’ αρχάς είναι
ήδη εμφανής η μείωση της παραγωγής. Εν μέσω οικονομικής κρίσης γίνονται πιο «στοχευ-
μένες κινήσεις προώθησης τίτλων». Επίσης μειώνεται το κόστος παραγωγής. Δείγμα της
παγκοσμιοποίησης στο χώρο του βιβλίου είναι η εκτύπωση στο εξωτερικό βιβλίων με με-
γάλο, κυρίως, τιράζ. «Το κόστος παραγωγής στην Τουρκία ή τη Βουλγαρία είναι μειωμένο
κατά 30%-40%», ανέφερε ο Ψύχαλος πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών, ενώ γίνονται και
εκτυπώσεις στη Γερμανία την Αγγλία ακόμα και στην Κίνα.
Δημιουργούνται επίσης νέες «ζώνες τιμών». Οι εκδόσεις Ψυχογιός έχουν ήδη διαλέξει
300 τίτλους με τιμές από 2,90 έως 9,90 ενώ το Μεταίχμιο προχώρησε στην επανακυκλοφο-
ρία παλαιότερων βιβλίων του με το αυτοκόλλητο «ενάντια στην κρίση» επίσης με χαμηλή
τιμή. Μία άλλη κίνηση είναι η μείωση του κόστους υποδομών. Έτσι αρκετοί εκδοτικοί κλεί-
νουν τις αποθήκες τους και αναθέτουν τη διακίνηση των εμπορευμάτων τους σε εταιρείες
αποθήκευσης (logistics), όπως έκαναν οι εκδόσεις Ψυχογιός απολύοντας 12 άτομα από τις
αποθήκες του. Την ίδια στιγμή πολλά βιβλιοπωλεία αναζητούν χώρους με μικρότερο ενο
κιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του κεντρικού καταστήματος του Ελευθερουδάκη. Η συγ-
κεκριμένη εταιρεία προχώρησε και σε «αθέμιτα» εμπορικά μέσα για να προσελκύσει πελάτες
όταν τον Σεπτέμβριο του ‘10, προχώρησε στην πώληση σχολικών βιβλίων με έκπτωση 20%
% στην προσπάθεια να καρπωθεί έτσι ένα μεγάλο μέρος της σχολικής αγοράς, μέχρι να
απαγορευτεί από τα δικαστήρια έπειτα από προσφυγή άλλων βιβλιοπωλείων. Ο αγώνας
για επιβίωση περνάει μέσα από κάθε δρόμο.
Και φυσικά η διατήρηση της κερδοφορίας των αφεντικών περνάει και από το εργατικό κό-
στος. Πέρα από τα παραδείγματα που είδαμε, από την αρχή της χρονιάς η μείωση του ερ-
γατικού κόστους, με τους νέους μνημονιακούς νόμους, εμφανίζεται με πληθώρα απολύσεων,
αλλαγή συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και σε εκ περιτροπής εργασία.
Δυστυχώς δεν έχουμε πλήρη στοιχεία για την επίθεση αυτή των αφεντικών αλλά από μια
απλή και σύντομη ματιά φαίνεται ότι εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα βιβλιοπωλεία και τις
εκδόσεις. Είναι ήδη γνωστές οι 18 απολύσεις στον Ελευθερουδάκη, η μετατροπή των συμ-
βάσεων από πλήρεις σε μερικές σε 40 άτομα στον Παπασωτηρίου και σε εκ περιτροπής
άλλων 4, οι απολύσεις στον Λιβάνη, την Κέρκυρα και τον Σαββάλα στο διάστημα που μας
πέρασε, αλλά και όσες έχουν ακολουθήσει και συνεχίζονται μέχρι τώρα. Επίσης οι καθυ-
στερήσεις καταβολής των μισθών έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας ή συνήθειας. Και πάλι ο
παραλληλισμός με τις κατασκευαστικές εταιρείες είναι αναπόφευκτος καθώς μετά την «ολυμ-
πιακή» εποχή πολλά αφεντικά αποσύρθηκαν ζώντας από τον πλούτο που κατάφεραν να
συσσωρεύσουν εις βάρος των εργαζομένων.-
1. Τα στοιχεία που παρατίθενται είναι παρμένα από την ανάλυση του ΕΚΕΒΙ το 2008
2. Τα ποσοστά είναι σχεδόν ίδια με αντίστοιχες έρευνες το 1999 και το 2003
3.Μεγάλοι εκδότες θεωρούνται αυτοί που εκδίδουν πάνω από 80 τίτλους το χρόνο, μεσαίοι αυτοί που εκδίδουν 10-79 και μικροί αυτοί που
εκδίδουν 1-9
4.Το 2008 οι μεγάλοι είχαν 37,4% μερίδιο παραγωγής, οι μεσαίοι 43,1% και οι μικροί 18,4%
5.Συγκεκριμένα, η εταιρία Πατάκης με πωλήσεις 17,03 εκατ. ευρώ είχε πτώση 4,5% και η εταιρία Σαββάλας με πωλήσεις 12,87 εκατ. ευρώ είδε
μείωση στον τζίρο της κατά 11,5%. Οι εκδόσεις Καστανιώτης, Κέδρος και Ωκεανίδα, των οποίων οι πωλήσεις συνολικά δεν ξεπερνούν τα 17 εκατ.
ευρώ, εμφάνισαν μείωση 15,1%, 23,1% και 7,3% αντίστοιχα. Σημαντική αύξηση της τάξης του 29,7% εμφάνισε ο Ψυχογιός με πωλήσεις 12,65
εκατ. ευρώ και η εταιρία Λιβάνης με πωλήσεις 13,84 εκατ. ευρώ και οριακή αύξηση 4,4%.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.