Ένα εξαιρετικό κείμενο του Anselm Jappe.
Ευχαριστούμε τον φίλο και σύντροφο που μας το επισήμανε.
Από την έκδοση Κείμενα για την εργασία και την κρίση (Εκδόσεις των Ξένων)
«Ο Guardian σημείωνε στην ιστοσελίδα του την Παρασκευή ότι το κτίριο της Times Square, στην καρδιά του Μανχάταν, στην πρόσοψη του οποίου αναγράφεται το ύψος του δημόσιου αμερικανικού χρέους, δεν έχει πια αρκετό χώρο για να φιλοξενήσει το αστρονομικό ποσό των δισεκατομμυρίων δολαρίων, για την ακρίβεια 10.299.020.383, ένα μέγεθος τεράστιο το οποίο οφείλεται κυρίως στη χρηματοδότηση του σχεδίου Πόλσον και την ενίσχυση των ιδρυμάτων Freddie Mac και Fannie Mae. Χρειάστηκε μάλιστα να απαλειφθεί το σύμβολο $, που καταλάμβανε το τελευταίο τετράγωνο της επιγραφής, έτσι ώστε ο περαστικός να μπορέσει να πιει το πικρό ποτήρι μέχρι την τελευταία γουλιά».(1) Ποιος θέλει να το θυμάται αυτό σήμερα; Ο μεγάλος φόβος του περασμένου Οκτωβρίου μοιάζει ήδη πιο μακρινός και από τον «μεγάλο τρόμο» των αρχών της γαλλικής επανάστασης. Κι όμως, πριν από ένα χρόνο, είχαμε την εντύπωση ότι το νερό έμπαινε από παντού και το καράβι βυθιζόταν. Είχαμε επίσης την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος, χωρίς να το λέει, το περίμενε εδώ και καιρό. Οι ειδικοί αναρωτιούνταν ανοιχτά για τη φερεγγυότητα ακόμη και των πιο ισχυρών κρατών και οι εφημερίδες δημοσίευαν στην πρώτη σελίδα την πιθανότητα μιας αλυσιδωτής πτώχευσης των ταχυδρομικών ταμιευτηρίων στη Γαλλία. Στα οικογενειακά συμβούλια συζητούσαν αν ήταν απαραίτητο να αποσύρουν όλα τα χρήματα από την τράπεζα και να τα φυλάξουν στο σπίτι. Οι χρήστες των τρένων αναρωτιούνταν αν, προαγοράζοντας ένα εισιτήριο, τα τρένα θα συνέχιζαν να κυκλοφορούν δύο βδομάδες αργότερα. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους απευθυνόταν στο έθνος, για να μιλήσει για τη χρηματοπιστωτική κρίση, με όρους παρόμοιους με εκείνους που είχε χρησιμοποιήσει μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, και η Monde τιτλοφορούσε το περιοδικό της τον Οκτώβριο του 2008: «Το τέλος ενός κόσμου». Όλοι οι σχολιαστές συμφωνούσαν στις εκτιμήσεις τους ότι αυτό που επρόκειτο να συμβεί δεν ήταν μια απλή περιστασιακή αναστάτωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά η χειρότερη κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή το 1929.
Με κατάπληξη διαπίστωνε κανείς ότι οι ίδιοι άνθρωποι, από τους κορυφαίους μάνατζερ ως τους δικαιούχους κατώτατου εισοδήματος, οι οποίοι, μέχρι την κρίση, έμοιαζαν πεισμένοι πως η συνηθισμένη καπιταλιστική ζωή θα εξακολουθούσε να υφίσταται για απροσδιόριστο διάστημα, μπορούσαν να προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στην ιδέα μιας μεγάλης κρίσης. Η γενική εντύπωση και η αίσθηση πως βρισκόμαστε στο χείλος ενός γκρεμού προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αφού τότε δεν επρόκειτο κατ’ αρχήν παρά για μια χρηματοπιστωτική κρίση για την οποία ο μέσος πολίτης γνώριζε μόνο από τα μέσα ενημέρωσης. Δεν υπήρχαν ούτε μαζικές απολύσεις, ούτε διακοπή στη διανομή προϊόντων πρώτης ανάγκης, ούτε μηχανήματα αυτόματης ανάληψης χρημάτων εκτός λειτουργίας, ούτε έμποροι που αρνούνταν τις πιστωτικές κάρτες. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε ακόμη «ορατή» κρίση. Κι όμως, κυριαρχούσε ένα κλίμα ότι ερχόταν το «τέλος της βασιλείας». Πράγμα που δεν εξηγείται παρά με την υπόθεση πως, ήδη, πριν από την κρίση, όλοι ανεξαιρέτως αισθάνονταν αόριστα, αλλά χωρίς να θέλουν να το συνειδητοποιήσουν πλήρως, ότι προχωρούσαν πάνω σε μια λεπτή στρώση πάγου, ή σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Όταν η κρίση ξέσπασε, κατά βάθος, κανένας σύγχρονος άνθρωπος δεν εξεπλάγη περισσότερο από όσο ένας βαρύς καπνιστής που μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Χωρίς να γίνεται αντιληπτή με σαφήνεια, η αίσθηση ότι αυτό δεν μπορούσε πια να συνεχίζεται «ως έχει» ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένη. Όμως, ίσως πρέπει να μας προκαλέσει μεγαλύτερη έκπληξη η επισημότητα με την οποία τα μέσα ενημέρωσης έβαλαν την «αποκάλυψη» στο περιθώριο, για να αρχίσουν ξανά να ασχολούνται με τους ψαράδες οστρακοειδών ή τις τρέλες του Μπερλουσκόνι. Να εκπλαγούμε με τους οικονομολόγους που ανακοινώνουν με θράσος ότι η κρίση έχει ήδη λήξει και όλα θα πάνε ξανά προς το καλύτερο. Με τους αποταμιευτές που προσεγγίζουν ξανά την τράπεζά τους χωρίς τον παραμικρό φόβο ότι θα την βρουν κλειστή. Με τον μέσο πολίτη για τον οποίο η κρίση συνοψίζεται σε διακοπές μικρότερης διάρκειας γι’ αυτή τη χρονιά… Ακόμη και με τους ειδικούς, οι οποίοι μας εξηγούν με μειλίχιο ύφος ότι τίποτα δεν συνέβη και τίποτα δυσάρεστο δεν πρόκειται να συμβεί, θα έπρεπε να ανησυχούμε και να θεωρούμε ύποπτη μια τόσο ξαφνική ανακούφιση και λήθη.Όμως, ακόμη κι αυτοί συνεχίζουν να συμπεριφέρονται όπως ο καρκινοπαθής που καπνίζει επιδεικτικά για να δείξει ότι η υγεία του είναι εξαιρετική. Ακόμη κι αυτοί έχουν ήδη συνηθίσει να ζουν μ’ αυτό. Για δεκαετίες, ένα ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης που δεν ήταν επαρκώς υψηλό θεωρείτο εθνική καταστροφή – σήμερα, η ανάπτυξη, για πρώτη φορά εδώ και εξήντα χρόνια, είναι πραγματικά αρνητική. Δεν πειράζει: η ανάπτυξη θα επανέλθει τον επόμενο χρόνο, βεβαιώνουν ατάραχοι.
Τίποτα καινούριο κάτω από την τρύπα του όζοντος: ούτε η επίσημη επιστήμη ούτε η καθημερινή συνείδηση καταφέρνουν να φανταστούν κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη γνωρίζουν: καπιταλισμός λοιπόν και πάλι καπιταλισμός. Μπορεί να διασχίζει μια θύελλα, μπορεί να εμφανίζει «υπερβάσεις», μπορεί τα επόμενα χρόνια να είναι δύσκολα, αλλά οι αρμόδιοι θα αντλήσουν τα διδάγματά τους: οι Αμερικανοί, άλλωστε, εξέλεξαν επιτέλους έναν λογικό πρόεδρο, και οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις πρόκειται να υιοθετηθούν – μετά τη βροχή, η καλοκαιρία! Δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι οι έμμισθοι αισιόδοξοι, οι μόνοι που νομιμοποιούνται να εκφράζονται στους οργανισμούς και τα μέσα ενημέρωσης, αναγγέλλουν έτσι σε κάθε χελιδόνι την επάνοδο της άνοιξης. Τι άλλο θα μπορούσαν να πουν;
Ωστόσο, στο πιο κρίσιμο σημείο της κρίσης του 2008, τα μέσα ενημέρωσης αισθάνθηκαν υποχρεωμένα να δίνουν πότε πότε το λόγο σε εκείνους που πρόσφεραν μια «αντικαπιταλιστική» ερμηνεία, δηλαδή σε εκείνους που παρουσίαζαν την κρίση ως την έκφραση μιας βαθύτερης δυσλειτουργίας και οι οποίοι δεν παρέλειπαν να απευθύνουν έκκληση για «ριζικές αλλαγές». Ενώ το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα στη Γαλλία και οι όμοιοί του ξεκαθάριζαν, όπως ήταν προφανές, ότι «δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσουν την κρίση τους», ανασύροντας από το υπόγειό τους τις προκηρύξεις που είχαν μείνει από διαδηλώσεις πριν από δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια, οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι αυτού που σήμερα θεωρείται η πιο αμείλικτη κριτική της σύγχρονης κοινωνίας –δηλαδή, οι Μπαντιού, Ζίζεκ, Νέγκρι– απέκτησαν μεγαλύτερο από το σύνηθες βήμα στον τύπο ή, σε κάθε περίπτωση, αισθάνθηκαν ότι έπνεε ούριος άνεμος. Κι όμως, είναι εν μέρει εντυπωσιακό το γεγονός ότι στις αναλύσεις τους δεν προβλεπόταν καθόλου το ενδεχόμενο μιας μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού, η οποία δεν θα προερχόταν από την αντίσταση των «εκμεταλλευόμενων» ή του «πλήθους», αλλά από μια εμπλοκή της μηχανής – και επομένως, χωρίς κανέναν υπεύθυνο. Στην πραγματικότητα, εξήγησαν και αυτοί, με τον τρόπο τους, ότι πρέπει να προχωρήσουμε και δεν υπάρχει κανένα θέμα που πρέπει να εξετάσουμε, είναι μια κρίση όπως όλες οι άλλες, η οποία θα περάσει όπως πέρασαν και οι άλλες, γιατί η κρίση είναι το φυσικό θεμέλιο του καπιταλισμού. Όμως, αυτό που αποκαλούν κρίση –η κατάρρευση των χρηματιστηρίων, η παγκόσμια ύφεση– δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα σύνολο από δευτερεύοντα φαινόμενα. Είναι οι ορατές εκδηλώσεις, η επιφανειακή έκφραση της πραγματικής κρίσης, αυτής που οι ίδιοι δεν καταφέρνουν να σκεφτούν. Οι δηλωμένοι αντίπαλοι του καπιταλισμού –«ακραία» ή «ριζοσπαστική» αριστερά, μαρξιστές διαφόρων πεποιθήσεων, «αρνητές της ανάπτυξης» ή «ριζοσπάστες» οικολόγοι–, σχεδόν όλοι πασχίζουν να πιστέψουν στην αιωνιότητα του καπιταλισμού και των κατηγοριών του, μερικές φορές περισσότερο και από ορισμένους απολογητές του.(2)
Αυτή η κριτική του καπιταλισμού δεν ασχολείται παρά μόνο με τη δημοσιονομική κατάσταση, που θεωρείται η μόνη υπεύθυνη για την κρίση. Η «πραγματική οικονομία» είναι υγιής και μόνο τα δημόσια οικονομικά, που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο, θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία. Εξ ου η πιο συνοπτική, αλλά και πιο διαδεδομένη εξήγηση, η οποία επιρρίπτει όλη την ευθύνη στην «απληστία» μιας χούφτας κερδοσκόπων που έπαιξαν με τα χρήματα όλων λες και βρίσκονταν στο καζίνο. Στην πραγματικότητα, η αναγωγή των μυστηρίων της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν αυτή αρχίζει να δυσλειτουργεί, στις ενέργειες μιας συνωμοσίας κακών, εγγράφεται σε μια μακρά και επικίνδυνη παράδοση. Θα ήταν η χειρότερη πιθανή διέξοδος να υποδειχθούν για άλλη μια φορά αποδιοπομπαίοι τράγοι, οι «υψηλοί εβραϊκοί οικονομικοί κύκλοι» ή κάποιοι άλλοι, και να παραδοθούν στο εκδικητικό μένος του «έντιμου λαού» των εργαζομένων και των αποταμιευτών. Και εξίσου επιπόλαιο είναι να αντιταχθεί σ’ έναν «κακό», «αγγλοσαξονικό καπιταλισμό», σαρκοβόρο και χωρίς όρια, ένας «καλός», «ηπειρωτικός» καπιταλισμός, που θεωρείται πιο υπεύθυνος. Έχουμε δει πως δεν υπάρχουν πια παρά μόνο αποχρώσεις που τους διαφοροποιούν. Όλοι αυτοί που μας καλούν σήμερα να «ρυθμίσουμε περισσότερο» τις χρηματοπιστωτικές αγορές, από την οργάνωση ATTAC μέχρι τον Σαρκοζί, δεν διακρίνουν στην τρέλα των αγορών παρά μία «υπερβολή», μια νοσηρή ανάπτυξη σ’ ένα υγιές σώμα.
Ο «αντικαπιταλισμός» της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι παρά ένας «αντιφιλελευθερισμός». Η μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό που μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί, συνίστατο σε δικτατορίες με οικονομία κατευθυνόμενη από την Ανατολή και τον Νότο του κόσμου. Από τότε που αυτές χρεοκόπησαν, άλλαξαν ρότα ή κατέστησαν εντελώς ανυπεράσπιστες, η μοναδική επιλογή που απέμεινε σ’ αυτούς τους αντικαπιταλιστές είναι μια επιλογή μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων: φιλελευθερισμό ή κεϋνσιανισμό, ηπειρωτικό ή αγγλοσαξονικό μοντέλο, χρηματιστηριακό ακραίο καπιταλισμό ή οικονομία με κοινωνική αγορά, φρενίτιδα των χρηματιστηρίων ή «δημιουργία θέσεων απασχόλησης». Σ’ αυτά τα μοντέλα μπορεί να υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι αξιοποίησης της αξίας, συσσώρευσης του κεφαλαίου, μετασχηματισμού του χρήματος σε περισσότερο χρήμα. Και, κυρίως, είναι η διανομή των προϊόντων αυτού του τρόπου παραγωγής που μπορεί να αλλάζει, εκμεταλλευόμενη ορισμένες κοινωνικές ομάδες περισσότερο από άλλες. Μάλιστα, η κρίση θα είναι χρήσιμη στον καπιταλισμό, προβλέπουν: τα πλεονάζοντα κεφάλαια θα υποτιμηθούν και, όπως γνωρίζουμε ήδη από τον Σουμπέτερ, «η δημιουργική καταστροφή» είναι ο θεμελιώδης νόμος του καπιταλισμού. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς –αν θέλει να αποφύγει να χαρακτηριστεί αγαθός ουτοπιστής ή συνεχιστής του Πολ Ποτ, δηλαδή οπαδός των μόνων εναλλακτικών λύσεων στον καπιταλισμό που η κυρίαρχη συνείδηση ξέρει ακόμη να επικαλείται– ότι η ανθρωπότητα μπορεί να ζήσει αλλιώς, και όχι με την αξιοποίηση της αξίας, τη συσσώρευση του κεφαλαίου και το μετασχηματισμό του χρήματος σε περισσότερο χρήμα. Μπορεί να υπάρχει ένα εξωτερικό όριο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, με τη μορφή της εξάντλησης των πόρων και την καταστροφή της φυσικής βάσης. Όμως, ως μορφή κοινωνικής αναπαραγωγής, ο καπιταλισμός είναι αξεπέραστος. Αυτό που η Figaro δηλώνει ανοιχτά, οι νεομαρξιστές, οι οπαδοί του Μπουρντιέ, της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και της αποανάπτυξης το λένε περιφραστικά: η αγορά είναι μια φυσική κατάσταση για τους ανθρώπους. Οι αντικαπιταλιστές-αντιφιλελεύθεροι προτείνουν απλά να επιστρέψουμε στον «κοινωνικό» καπιταλισμό της δεκαετίας του ’60 (ο οποίος εννοείται πως εξιδανικεύεται αδικαιολόγητα), στην πλήρη απασχόληση και τους υψηλούς μισθούς, στο κοινωνικό κράτος και τη σχολή του «κοινωνικού ανελκυστήρα». Ορισμένοι θα ήθελαν να προσθέσουν και λίγο οικολογία, εθελοντισμό ή ακόμη και «αποανάπτυξη». Στην πραγματικότητα, πρέπει να ελπίζουν ότι ο καπιταλισμός θα ανακάμψει σύντομα και θα ξαναρχίσει να λειτουργεί στην εντέλεια για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα ωραία δαπανηρά προγράμματά τους.
Η σημερινή κρίση αποτελεί γι’ αυτούς την ονειρεμένη ευκαιρία για να βρουν επιτέλους ευήκοα ώτα για τις προτάσεις που διατυπώνουν εδώ και πολύ καιρό. Η κρίση θα είναι σωτήρια: θα αποτελέσει βέβαια μια μικρή πληγή για ορισμένους, αλλά θα αναγκάσει τους ανθρώπους και τους θεσμούς να αναθεωρήσουν τις βλαβερές συνήθειές τους. Έτσι, καθεμία από αυτές τις καλοπροαίρετες κριτικές φιλοδοξεί να ρίξει νερό στο μύλο της: ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, περιορισμός των πριμ των μάνατζερ, κατάργηση των «φορολογικών παραδείσων», μέτρα αναδιανομής και, κυρίως, ένας «πράσινος» καπιταλισμός ως κινητήρια δύναμη ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης και δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. Η υπόθεση έχει κριθεί: η κρίση είναι η ευκαιρία για μια βελτίωση του καπιταλισμού, όχι για μια ρήξη μ’ αυτόν.
Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτό το επίπεδο, υπάρχει ο κίνδυνος να απογοητευτούν. Στο πλαίσιο της κρίσης, αρχίζουν να προκαλούνται εντελώς αντικρουόμενες αντιδράσεις. Έτσι, για να ξεπεραστεί η κρίση, μπορεί κανείς να πρεσβεύει οικολογικά μέτρα (όπως υπόσχονται ο Ομπάμα ή ο Σαρκοζί) ή, αντίθετα, να επιτίθεται στην υπάρχουσα κοινωνική προστασία στο όνομα της «ανάκαμψης της ανάπτυξης» και της «δημιουργίας θέσεων εργασίας» (όπως κάνει ο Μπερλουσκόνι, όπως απαιτεί η βιομηχανία, ιδιαίτερα του κατασκευαστικού τομέα και η αυτοκινητοβιομηχανία, και ένα σημαντικό κομμάτι του κοινού).(3) Όμως, τι λένε όταν απολυμένοι εργάτες, για να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους αποζημίωσης, απειλούν να γεμίσουν με τοξικά προϊόντα έναν ποταμό, όπως έχει ήδη συμβεί αρκετές φορές στη Γαλλία; Θα δούμε άραγε τους οικολόγους να έρχονται στα χέρια με τους εργατιστές; Η «ριζοσπαστική» αριστερά θα πρέπει να αποφασίσει άμεσα: είτε θα περάσει πολύ απλά στην κριτική του καπιταλισμού, ακόμη κι αν αυτός δεν αυτοανακηρύσσεται πια νεοφιλελεύθερος, είτε θα συμμετάσχει στη διαχείριση ενός καπιταλισμού που έχει ενσωματώσει ένα μέρος της κριτικής που αφορούσε τις «υπερβάσεις» του.
Ορισμένοι παρατηρητές φαίνεται να προχωρούν ακόμη περισσότερο, μιλώντας για έναν καπιταλισμό που καταστρέφει τον κόσμο και είναι στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής. Αυτές οι προειδοποιητικές φωνές δεν φανερώνουν άραγε μια συνειδητοποίηση για τις καταστροφές του καπιταλισμού, τόσο όταν εξελίσσεται «ομαλά» όσο και στις περιόδους κρίσης; Ωστόσο, αυτές οι επιθέσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχουν ως στόχο παρά την πρόσφατη φάση «απορρύθμισης» και «αγριότητας» του καπιταλισμού, τη νεοφιλελεύθερη φάση, και καθόλου το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης ως τέτοιο, την ταυτολογική λογική που επιτάσσει τη μετατροπή του ενός ευρώ σε δύο και καταναλώνει τον πραγματικό κόσμο σαν απλό εργαλείο γι’ αυτή την αύξηση της μορφής-αξίας. Σύμφωνα με αυτούς, η επιστροφή στον «συνετό», καθότι «ρυθμισμένο» και υποταγμένο στην «πολιτική» καπιταλισμό, θα έπρεπε λογικά να λύνει το πρόβλημα.
Σημαίνει μήπως αυτό ότι ο «αντινεοφιλελεύθερος» λόγος αρνείται πως υπάρχει η σημερινή κρίση; Όχι, αλλά δεν θέλει παρά να θεραπεύσει τα συμπτώματα της ασθένειας. Εξάλλου, η γενική ανικανότητα να φανταστούμε ότι η κρίση μπορεί να οδηγήσει σε κάτι άλλο από τον καπιταλισμό συνιστά σήμερα και πάντοτε μια εντυπωσιακή αντίθεση με την αόριστη, αλλά επίμονη και καθολική, αντίληψη ότι ζούμε σε μια διαρκή κρίση. Εδώ και δεκαετίες, το κλίμα τείνει να είναι απαισιόδοξο. Οι νέοι γνωρίζουν, και αποδέχονται καρτερικά, ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους και οι βασικές ανάγκες τους –εργασία, στέγαση– θα είναι όλο και πιο δύσκολο να ικανοποιηθούν και να εξασφαλιστούν. Η γενική εντύπωση είναι ότι διολισθαίνουμε σ’ έναν κατήφορο. Η μοναδική ελπίδα μας είναι να μη γλιστρήσουμε πολύ γρήγορα και όχι να μπορέσουμε πραγματικά να αναρριχηθούμε στην κορυφή. Υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι η γιορτή έχει τελειώσει και αρχίζουν τα χρόνια των ισχνών αγελάδων, μια αίσθηση που συχνά συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι η προηγούμενη γενιά (αυτή των “baby-boomers”) κατασπάραξε τα πάντα και άφησε ελάχιστα στα παιδιά της. Οι περισσότεροι νέοι στη Γαλλία, τουλάχιστον μεταξύ αυτών που έχουν αποκτήσει κάποιο πτυχίο, είναι ακόμη πεισμένοι ότι θα καταφέρουν να βρουν μια τρύπα για να επιβιώσουν, στο οικονομικό επίπεδο, αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για μια κρίση που αφορά ορισμένους τομείς, σε αντίθεση με κάποιους άλλους, οι οποίοι προοδεύουν: η χρηματιστηριακή κατάρρευση, το 2001, της «νέας οικονομίας», η οποία ωστόσο παρουσιαζόταν για χρόνια ως η νέα ατμομηχανή του καπιταλισμού, το αποδεικνύει. Και δεν παρακολουθούμε την υποτίμηση ορισμένων επαγγελμάτων προς όφελος κάποιων άλλων, όπως την εποχή που οι πεταλωτές αντικαταστάθηκαν από τους μηχανικούς αυτοκινήτων και όπως η μανία της «μετεκπαίδευσης» θα ήθελε να μας κάνει ακόμη να πιστεύουμε. Σήμερα, πρόκειται για μια γενική υποτίμηση σχεδόν όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, η οποία είναι ορατή στην ταχεία και απρόσμενη πτώχευση των «μεσαίων τάξεων». Αν προσθέσουμε τη συνειδητοποίηση, η οποία είναι στο εξής καλά ριζωμένη σε όλα τα κεφάλια, των σημερινών και μελλοντικών περιβαλλοντικών καταστροφών και της εξάντλησης των πόρων, μπορούμε να πούμε ότι η συντριπτική πλειονότητα κοιτάζει σήμερα το μέλλον με φόβο.
Αυτό που μπορεί να μοιάζει περίεργο είναι το γεγονός ότι η ευρέως διαδεδομένη εντύπωση μιας γενικής επιδείνωσης των συνθηκών ζωής συνοδεύεται συχνά από την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί στην εντέλεια, η παγκοσμιοποίηση είναι στο απόγειό της και υπάρχει περισσότερος πλούτος παρά ποτέ. Ο κόσμος είναι σε κρίση, αλλά όχι ο καπιταλισμός, ή, όπως διαβεβαιώνουν οι Λυκ Μπολτανσκί και Ιβ Τσιαπελό στην αρχή του βιβλίου τους Le Nouvel esprit du capitalisme, που κυκλοφόρησε το 1999: ο καπιταλισμός είναι σε ανάπτυξη, αυτό που επιδεινώνεται είναι η κοινωνική και οικονομική κατάσταση πολλών ατόμων. Έτσι, ο καπιταλισμός γίνεται αντιληπτός ως ένα τμήμα της κοινωνίας που αντιτίθεται στο υπόλοιπο, ως το σύνολο των ανθρώπων που κατέχουν το συσσωρευμένο χρήμα και όχι ως μια κοινωνική σχέση που περιλαμβάνει όλα τα μέλη της σημερινής κοινωνίας.
Ορισμένοι, που πιστεύουν πως είναι πιο ευφυείς, βλέπουν μάλιστα στο λόγο περί κρίσης μια απλή επινόηση: είτε από τους βιομήχανους, για να μειώσουν τους μισθούς και να αυξήσουν τα κέρδη, είτε από την ίδια την «κυριαρχία», για να δικαιολογήσει την κατάσταση πλανητικής και μόνιμης έκτακτης ανάγκης. Είναι αλήθεια ότι οι κρίσεις, του παρελθόντος και του παρόντος, χρησίμευσαν και χρησιμεύουν συχνά για τη νομιμοποίηση του κράτους, ιδιαίτερα από τότε που αυτό δεν παρουσιάζει πια κάποιο «θετικό» πρόγραμμα, αλλά περιορίζεται στη διαχείριση των έκτακτων καταστάσεων, αναδεικνύοντας το ίδιο όλα τα «κακώς κείμενα» (σε αντίθεση με την προπαγάνδα του παρελθόντος, η οποία διατεινόταν ότι «όλος ο κόσμος είναι ευτυχισμένος χάρη στη σύνεση της κυβέρνησης»). Χρέος του είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες-πλαίσιο του μόνου αποδεκτού στόχου, της μόνης επιδίωξης που αναγνωρίζεται από την παγκόσμια σύγχρονη κοινωνία, όπου κι αν βρίσκεται αυτή (εκτός από τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν και μερικές άλλες μουσουλμανικές χώρες): να επιτραπεί στα άτομα η μέγιστη κατανάλωση εμπορευμάτων και «προσωπική ανάπτυξη». Αν οι κρίσεις δεν υπήρχαν, τα κράτη θα τις επινοούσαν, είναι αλήθεια. Όμως, μόνο τις δευτερεύουσες κρίσεις, όχι αυτές που απειλούν τα θεμέλιά τους. Στη διάρκεια αυτής της κρίσης, είχαμε περισσότερο παρά ποτέ την εντύπωση ότι οι «κυρίαρχες τάξεις» δεν κυριαρχούσαν και σε πολλά πράγματα, αντίθετα, κυριαρχούνταν και οι ίδιες από το «αυτόνομο υποκείμενο» (Μαρξ) του κεφαλαίου.
Ωστόσο, έχει προχωρήσει μια κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού, που είναι πολύ διαφορετική από αυτές που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. Θέτει το ερώτημα: και αν η χρηματιστηριοποίηση, αντί να έχει καταστρέψει την πραγματική οικονομία, την έχει, αντίθετα, βοηθήσει να επιβιώσει πέραν της ημερομηνίας εξαφάνισής της; Αν έχει δώσει το φιλί της ζωής σ’ ένα ετοιμοθάνατο σώμα; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι ότι ο καπιταλισμός ξεφεύγει από τον κύκλο της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου; Δεν θα μπορούσε να εμπεριέχει όρια σύμφυτα με την ανάπτυξή του, όρια που δεν εξαρτώνται μόνο από την ύπαρξη ενός δηλωμένου εχθρού (το προλεταριάτο, τους καταπιεσμένους λαούς), ούτε μόνο από την εξάντληση των φυσικών πόρων;
Στη διάρκεια της κρίσης, έγινε και πάλι του συρμού η αναφορά στον Μαρξ. Όμως, ο γερμανός στοχαστής δεν έχει μιλήσει μόνο για την πάλη των τάξεων. Προέβλεψε επίσης την πιθανότητα μια μέρα η καπιταλιστική μηχανή να σταματήσει μόνη της, να εξαντληθεί η δυναμική της. Γιατί; Η καπιταλιστική παραγωγή των εμπορευμάτων εμπεριέχει, εξ αρχής, μια εσωτερική αντίφαση, μια πραγματική βραδυφλεγή βόμβα, που βρίσκεται στα ίδια τα θεμέλιά της. Το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται, και άρα να συσσωρεύεται, μόνο εκμεταλλευόμενο την εργασιακή δύναμη. Όμως, ο εργαζόμενος, για να παράγει κέρδος για τον εργοδότη του, πρέπει να είναι εξοπλισμένος με τα απαραίτητα εργαλεία – σήμερα, την τεχνολογία αιχμής. Προκύπτει έτσι μια διαρκής κούρσα –όπως υποχρεώνει ο ανταγωνισμός– στη χρήση της τεχνολογίας. Κάθε φορά, ο πρώτος εργοδότης που προσφεύγει σε νέες τεχνολογίες κερδίζει, γιατί οι εργάτες του παράγουν περισσότερο από αυτούς που δεν διαθέτουν αυτά τα εργαλεία. Όμως, το συνολικό σύστημα χάνει, γιατί οι τεχνολογίες αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία. Έτσι, η αξία του κάθε μεμονωμένου εμπορεύματος περιλαμβάνει ολοένα και μικρότερα κομμάτια ανθρώπινης εργασίας – η οποία, ωστόσο, είναι η μοναδική πηγή υπεραξίας, και άρα κέρδους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μειώνει τα κέρδη στο σύνολό τους. Ωστόσο, στη διάρκεια ενάμισι αιώνα, η διεύρυνση της παραγωγής εμπορευμάτων στην παγκόσμια κλίμακα κατάφερε να αντισταθμίσει αυτήν την τάση μείωσης της αξίας του κάθε μεμονωμένου εμπορεύματος.
Από τη δεκαετία του ’60, αυτός ο μηχανισμός –ο οποίος ήδη δεν ήταν παρά μια διαρκής φυγή προς τα εμπρός– έπαθε εμπλοκή. Τα κέρδη παραγωγικότητας που επέτρεψε η μικροηλεκτρονική, παραδόξως, έθεσαν σε κρίση τον καπιταλισμό. Όλο και πιο γιγαντιαίες επενδύσεις ήταν απαραίτητες για να δουλέψουν, σύμφωνα με τις προδιαγραφές παραγωγικότητας της παγκόσμιας αγοράς, οι λίγοι εναπομείναντες εργάτες. Η πραγματική συσσώρευση του κεφαλαίου κινδύνευε να σταματήσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το «πλασματικό κεφάλαιο», όπως το αποκάλεσε ο Μαρξ, απογειώθηκε. Η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, το 1971, εξάλειψε την τελευταία βαλβίδα ασφαλείας, το τελευταίο καταφύγιο της πραγματικής συσσώρευσης. Η πίστωση δεν είναι τίποτα άλλο από μια προεξόφληση προσδοκώμενων μελλοντικών κερδών. Όμως, όταν η παραγωγή της αξίας, και άρα της υπεραξίας, στην πραγματική οικονομία λιμνάζει (κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη στασιμότητα της παραγωγής πραγμάτων – ωστόσο, ο καπιταλισμός περιστρέφεται γύρω από την παραγωγή υπεραξίας, και όχι προϊόντων ως αξίες χρήσης), δεν απομένουν παρά τα δημόσια οικονομικά που επιτρέπουν στους κατόχους κεφαλαίου να αποκομίζουν κέρδη τα οποία πλέον είναι αδύνατο να αποκτήσουν μέσα από την πραγματική οικονομία.
Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού μετά το 1980 δεν ήταν ένας βρόμικος ελιγμός των πιο άπληστων καπιταλιστών, ένα πραξικόπημα που διαπράχθηκε με τη συνενοχή των συγκαταβατικών πολιτικών, όπως θέλει να πιστεύει η «ριζοσπαστική» αριστερά. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν, αντίθετα, ο μόνος εφικτός τρόπος για να παραταθεί ακόμη λίγο το καπιταλιστικό σύστημα το οποίο κανένας δεν ήθελε να αμφισβητήσει σοβαρά εκ θεμελίων, ούτε στη δεξιά ούτε στην αριστερά. Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και ατόμων κατάφεραν να διατηρήσουν για μεγάλο διάστημα μια ψευδαίσθηση ευημερίας χάρη στην πίστωση. Σήμερα, αυτό το δεκανίκι έχει επίσης σπάσει. Όμως, η επιστροφή στον κεϋνσιανισμό, η οποία ακούγεται σχεδόν παντού, είναι εντελώς ανέφικτη: δεν υπάρχει πια αρκετό «πραγματικό» χρήμα στη διάθεση των κρατών. Για την ώρα, οι «λαμβάνοντες τις αποφάσεις» έχουν μεταθέσει ακόμη λίγο την «προφητεία για την κατάλυση της βασιλείας»,(4) προσθέτοντας άλλο ένα μηδενικό μετά τους αστρονομικούς αριθμούς που αναγράφονται στις οθόνες και στους οποίους δεν αντιστοιχεί πια τίποτα. Τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί για να σωθούν οι τράπεζες είναι δεκαπλάσια από τις τρύπες που έκαναν τις αγορές να τρέμουν πριν από είκοσι χρόνια – όμως η πραγματική παραγωγή (δηλαδή, πιο απλά, το ΑΕΠ) έχει αυξηθεί κατά περίπου 20-30%! Η «οικονομική ανάπτυξη» της δεκαετίας του ’80 και του ’90 δεν είχε πλέον μια αυτόνομη βάση, αλλά οφειλόταν στις κερδοσκοπικές φούσκες. Και όταν αυτές οι φούσκες έσκασαν, δεν υπήρχε «εξυγίανση» μετά την οποία τα πάντα θα μπορούσαν να ανακάμψουν.
Γιατί άραγε αυτό το σύστημα δεν έχει ακόμη καταρρεύσει πλήρως; Σε τι οφείλει την προσωρινή επιβίωσή του; Ουσιαστικά, στην πίστωση. Στη διάρκεια ενός αιώνα, απέναντι στις αυξανόμενες δυσκολίες να χρηματοδοτήσει την αξιοποίηση της εργασιακής δύναμης, και άρα να επενδύσει σε πάγιο κεφάλαιο, η προσφυγή σε όλο και πιο μαζικές πιστώσεις δεν ήταν παράλογη αλλά αναπόφευκτη. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων μονεταριστών, η σύναψη χρεών αυξήθηκε δραστικά. Δεν έχει μεγάλη διαφορά αν αυτή η πίστωση είναι ιδιωτική ή δημόσια, εσωτερική ή εξωτερική. Η συνεχής και μη αντιστρέψιμη εξέλιξη της τεχνολογίας βαθαίνει διαρκώς το ρήγμα ανάμεσα στο ρόλο της εργασιακής δύναμης –η οποία, ας το επαναλάβουμε, είναι η μοναδική πηγή αξίας και υπεραξίας– και τον ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο των εργασιακών εργαλείων, τα οποία πρέπει να πληρωθούν με την υπεραξία που παράγεται από την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στην πίστωση δεν μπορεί παρά να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και να οδηγείται σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Η πίστωση, που είναι ένα κέρδος το οποίο καταναλώνεται πριν παραχθεί, μπορεί να μεταθέσει τη στιγμή που ο καπιταλισμός θα αγγίξει τα συστημικά όριά του, αλλά δεν μπορεί να την εξαλείψει. Ακόμη και η πιο ισχυρή και επίμονη θεραπεία κάποια μέρα πρέπει να τελειώσει.
Η πίστωση δεν παρατείνει μόνο τη ζωή του συστήματος ως τέτοιο, αλλά και τη ζωή των καταναλωτών. Γνωρίζουμε ότι η ιδιωτική σύναψη χρεών έχει φτάσει σε τεράστια ύψη, για παράδειγμα, 15.000 ευρώ για κάθε ιταλική οικογένεια, και πολύ περισσότερο για κάθε αμερικανική. Και, το σημαντικότερο, αυξάνεται ραγδαία. Μπορούμε να αντιληφθούμε το μέλλον αυτού του είδους ζωής με το παράδειγμα μιας χώρας όπως η Βραζιλία, όπου μπορεί κανείς να αγοράσει ένα κινητό τηλέφωνο και να το πληρώσει σε δέκα δόσεις, όπου η ρύθμιση για τη μη κατάσχεση του αυτοκινήτου μπορεί να επαναληφθεί μέχρι και τρεις φορές και όπου τα πρατήρια βενζίνης δεν ανταγωνίζονται με βάση τις τιμές των καυσίμων, αλλά την είσπραξη των επιταγών – σε 90 μέρες, σε 180 μέρες…
Ορισμένοι καταφέρνουν να εκστασιάζονται μπροστά σ’ αυτήν την «εικονική πραγματικότητα» του κόσμου και να προβλέπουν γι’ αυτόν ένα λαμπρό μέλλον. Όμως, μόνο μια εντελώς μεταμοντέρνα συνείδηση είναι ικανή να πιστεύει ότι μια εικονική κατάσταση χωρίς πραγματικές βάσεις θα μπορεί να διατηρείται για πάντα. Κάποιοι θέλησαν να αμφισβητήσουν και να «αποδομήσουν» ακόμη και την έννοια της «πραγματικής οικονομίας». Είναι βέβαιο ότι θα βόλευε πολύ κόσμο να αποδειχθεί ότι η μυθοπλασία αξίζει όσο και η πραγματικότητα, και ταυτόχρονα θα ήταν πολύ πιο συμβατό με τις επιθυμίες μας. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος προφήτης για να προβλέψει ότι οι «αρνήσεις της πραγματικότητας» που συνοδεύονται με αυτάρεσκα χαμόγελα εδώ και τριάντα χρόνια δεν έχουν πλέον πολύ μέλλον σε μια εποχή «πραγματικών» κρίσεων. Το εκδοτικό σημείωμα της Monde που προαναφέρθηκε σημείωνε δικαιολογημένα: «Επιστροφή στην πραγματικότητα μέσα από τη θύρα “καταστροφή”».
Επομένως, αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη για την κρίση –για τη διαμόρφωση της οποίας οφείλουμε πολλά στις αναλύσεις του Ρόμπερτ Κουρτς– προαναγγέλλει καταρχάς ότι, ακόμη και στο αυστηρά οικονομικό επίπεδο, η κρίση δεν βρίσκεται παρά στην αρχή της. Σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν πάρα πολλές τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις που κρύβουν την καταστροφική κατάστασή τους παραποιώντας τους ισολογισμούς τους, ενώ, μεταξύ άλλων μελλοντικών πτωχεύσεων, γίνεται λόγος για την προσεχή κατάρρευση του συστήματος πιστωτικών καρτών στις ΗΠΑ. Τα αστρονομικά ποσά που διοχετεύονται από τα κράτη στην οικονομία, εγκαταλείποντας από τη μία μέρα στην άλλη τον μονεταριστικό δογματισμό στο όνομα του οποίου είχαν σπρώξει εκατομμύρια άτομα στην εξαθλίωση, και οι εξαγγελίες για μια μεγαλύτερη ρύθμιση, δεν έχουν καμία σχέση με την επιστροφή στον κεϋνσιανισμό και το κοινωνικό κράτος του παρελθόντος. Δεν πρόκειται για επενδύσεις στις υποδομές, τύπου “New Deal”, ούτε για τη δημιουργία μιας λαϊκής αγοραστικής δύναμης. Αυτά τα ποσά οδήγησαν στην απότομη αύξηση κατά 20% του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, αλλά δεν ήταν επαρκή παρά μόνο για να αποτρέψουν την άμεση κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος. Για μια πραγματική «ανάκαμψη της οικονομίας» θα απαιτούνταν ακόμη πιο γιγαντιαία ποσά τα οποία, με βάση τη σημερινή κατάσταση, μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο με την έκδοση χρήματος, πράγμα που θα οδηγούσε όμως σ’ έναν παγκόσμιο υπερπληθωρισμό. Μια σύντομη ανάπτυξη που θα τροφοδοτούνταν από τον πληθωρισμό θα κατέληγε σε μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση, καθώς δεν φαίνονται πουθενά νέες πιθανές μορφές συσσώρευσης οι οποίες, έπειτα από μια αρχική «τόνωση» που θα προερχόταν από το κράτος, θα μπορούσαν να παράγουν μια ανάπτυξη που θα στηριζόταν στη συνέχεια στις δικές της βάσεις.
Όμως, η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Όταν δεν υπάρχουν πια χρήματα, τίποτα δεν λειτουργεί. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο καπιταλισμός περιλάμβανε, προκειμένου να διευρύνει τη σφαίρα της αξιοποίησης της αξίας, ολοένα και ευρύτερους τομείς της ζωής: από την εκπαίδευση των παιδιών μέχρι τη φροντίδα των ηλικιωμένων, από την κουζίνα μέχρι την κουλτούρα, από τη θέρμανση μέχρι τις μεταφορές. Έτσι, υπήρχε μια πρόοδος στο όνομα της «αποτελεσματικότητας» ή της «ελευθερίας των ατόμων» που απαλλάχθηκαν από οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς. Σήμερα, βλέπουμε τις συνέπειες: τα πάντα καταρρέουν όταν δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρηματική αξία. Και δεν εξαρτώνται μόνο από το χρήμα, αλλά, ακόμη χειρότερα, από την πίστωση. Όταν η πραγματική αναπαραγωγή σύρεται πίσω από το «πλασματικό κεφάλαιο», όταν οι επιχειρήσεις, οι οργανισμοί και ολόκληρα κράτη δεν επιβιώνουν παρά χάρη στις τιμές τους στο χρηματιστήριο, κάθε χρηματοπιστωτική κρίση, αντί να αφορά μόνο αυτούς που παίζουν στο χρηματιστήριο, επηρεάζει τελικά αμέτρητους ανθρώπους στην καθημερινή και προσωπική ζωή τους. Πολλοί Αμερικανοί που είχαν δεχθεί συντάξεις με τη μορφή μετοχών και βρέθηκαν μετά το κραχ χωρίς τίποτα για τα γεράματά τους, ήταν από τους πρώτους που βίωσαν αυτό το θάνατο επί πιστώσει. Και δεν ήταν παρά η αρχή. Όταν η κρίση θα έχει όντως αντίκτυπο στην πραγματικότητα –με τη δραματική αύξηση της ανεργίας και της προσωρινής απασχόλησης να συνοδεύεται από μια μεγάλη πτώση των κρατικών εσόδων–, θα δούμε ολόκληρους τομείς της κοινωνικής ζωής να εγκαταλείπονται στην τέχνη της επιβίωσης μέρα με τη μέρα.
Οι διάφορες κρίσεις –οικονομική, οικολογική, ενεργειακή– δεν είναι απλά «σύγχρονες» ή «αλληλένδετες»: είναι η έκφραση μιας δομικής κρίσης, αυτής της μορφής-αξίας, της αφηρημένης, κενής μορφής που επιβάλλεται σε κάθε περιεχόμενο σε μια κοινωνία που βασίζεται στην άυλη εργασία και την αναπαράστασή της στην αξία ενός εμπορεύματος. Πρόκειται για έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, παραγωγής και σκέψης, που χρονολογείται τουλάχιστον διακόσια πενήντα χρόνια, ο οποίος δεν μοιάζει πλέον ικανός να εξασφαλίσει την επιβίωση της ανθρωπότητας. Ίσως δεν υπάρξει μια «μαύρη Παρασκευή», όπως το 1929, μια «μέρα της Κρίσης». Όμως, είναι πολλοί οι λόγοι που μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι ζούμε το τέλος μιας μακράς ιστορικής περιόδου,(5) της εποχής κατά την οποία η παραγωγική δραστηριότητα και τα προϊόντα δεν χρησιμεύουν για να ικανοποιούν ανάγκες αλλά για να τροφοδοτούν τον αέναο κύκλο της εργασίας που αξιοποιεί το κεφάλαιο και του κεφαλαίου που χρησιμοποιεί την εργασία. Το εμπόρευμα και η εργασία, το χρήμα και η κρατική ρύθμιση, ο ανταγωνισμός και η αγορά: πίσω από τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις που επαναλαμβάνονται είκοσι και πλέον χρόνια, όλο και πιο σοβαρές κάθε φορά, διαγράφεται η κρίση όλων αυτών των κατηγοριών οι οποίες, είναι πάντοτε χρήσιμο να το υπενθυμίζουμε, δεν αποτελούσαν μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης παντού και πάντοτε. Οικειοποιήθηκαν την ανθρώπινη ζωή στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων και μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για κάτι διαφορετικό: καλύτερο ή ακόμη και χειρότερο. Ίσως υπάρξει μια μικρή ανάκαμψη τους προσεχείς μήνες, ή ακόμη και για κάποια χρόνια.(6) Όμως, το τέλος της εργασίας, της πώλησης, της πώλησης και της αγοράς της εργασιακής δύναμης, το τέλος της αγοράς και του κράτους –όλων των κατηγοριών που δεν είναι καθόλου φυσιολογικές και οι οποίες μια μέρα θα εξαφανιστούν, όπως ακριβώς αντικατέστησαν και οι ίδιες άλλες μορφές κοινωνικής ζωής– είναι μια διαδικασία μακράς διάρκειας. Η σημερινή κρίση δεν είναι ούτε η αρχή ούτε το τέλος, αλλά μια σημαντική περίοδος.
Όμως, γιατί άραγε αυτή η κριτική, που είναι περίπου η μόνη που επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη κρίση, προκαλεί τόσο μικρό ενδιαφέρον; Ουσιαστικά επειδή κανείς δεν μπορεί πραγματικά να φανταστεί το τέλος του καπιταλισμού. Ακόμη και η ιδέα προκαλεί τρόμο. Όλος ο κόσμος σκέφτεται ότι τα χρήματα είναι πολύ λίγα, αλλά ο καθένας αισθάνεται την ύπαρξή του να απειλείται, ακόμη και από φυσική άποψη, με την υποψία να υποτιμηθεί η αξία του χρήματος και να χάσει το ρόλο του στην κοινωνική ζωή. Στην κρίση, τα υποκείμενα γαντζώνονται περισσότερο παρά ποτέ από τις μόνες μορφές κοινωνικοποίησης που γνωρίζουν. Υπάρχει μια γενική συμφωνία τουλάχιστον σε ένα πράγμα: πρέπει πάντοτε να συνεχίζουμε να πουλάμε, να πουλάμε και να αγοράζουμε τον εαυτό μας. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να αντιδράσουμε σ’ αυτήν την κρίση ή να οργανωθούμε για να την αντιμετωπίσουμε: γιατί δεν υπάρχουν αυτοί και εμείς. Θα έπρεπε να καταπολεμήσουμε το «αυτόνομο υποκείμενο» του κεφαλαίου, το οποίο ενυπάρχει επίσης σε καθέναν από εμάς, και άρα σε ένα μέρος από τις συνήθειες, τις προτιμήσεις, τις οκνηρίες, τις τάσεις, τους ναρκισσισμούς, τις ματαιοδοξίες, τους εγωισμούς μας… Κανένας δεν θέλει να κοιτάξει κατάματα το τέρας. Πόσες παραληρηματικές λύσεις προτείνονται, αντί να αμφισβητηθεί η εργασία και το εμπόρευμα, ή απλά το αυτοκίνητο! «Μεγάλοι επιστήμονες» παραλογίζονται κάνοντας λόγο για γιγαντιαίους δορυφόρους που θα είναι ικανοί να αντανακλούν ένα μέρος των αχτίνων του ήλιου ή για μηχανισμούς που θα είναι ικανοί να καταψύχουν τους ωκεανούς. Προτείνουν να «παράγουμε λαχανικά σε υδροπονικά ή αεροπονικά θερμοκήπια» και να παρασκευάζουμε κρέας «απευθείας από βλαστοκύτταρα», να αναζητήσουμε τους ανεπαρκείς πόρους στην κυριολεξία στο φεγγάρι: «Το φεγγάρι διαθέτει, μεταξύ άλλων, ένα εκατομμύριο τόνους ήλιο 3, το ιδανικό καύσιμο για την πυρηνική τήξη. Ένας τόνος ήλιο 3 αξίζει περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια, με βάση την ενέργεια που μπορεί να παράγει. Αυτός είναι μόνο ένας από τους λόγους για τους οποίους τόσες χώρες επικεντρώνονται σε μια επιστροφή στο φεγγάρι».(7) Με την ίδια λογική, προτείνουν να «προσαρμοστούμε» στις κλιματικές αλλαγές αντί να τις καταπολεμήσουμε.(8) Αντί της απαλλαγής από τον «οικονομικό τρόμο», η απειλή ενισχύεται: «Οι οργανισμοί και τα ανθρώπινα όντα που θα μάθουν, θα θελήσουν και θα μπορέσουν να προσαρμοστούν έχουν οικονομικό και κοινωνικό μέλλον, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ. Οι υποστηρικτές της ακινησίας θα μπορούσαν να χάσουν κάθε ικανότητα εξεύρεσης εργασίας»(9) και άρα να εξαφανιστούν από τον κόσμο. Ο Μάλθους το έχει ήδη πει: η πείνα είναι ο καλύτερος παιδαγωγός της εργασίας. Οτιδήποτε δεν χρησιμεύει στην αξιοποίηση του κεφαλαίου είναι πολυτέλεια και, σε περιόδους κρίσης, η πολυτέλεια δεν αρμόζει. Δεν πρόκειται για διαστροφή, είναι απολύτως λογικό σε μια κοινωνία που έχει αναγάγει σε ζωτική αρχή της το μετασχηματισμό του χρήματος σε περισσότερο χρήμα.
Αυτός είναι πίνακας της αποκάλυψης, θα μας αντιτείνουν κάποιοι: μας αναγγέλλουν το τέλος του καπιταλισμού από τότε που γεννήθηκε, με κάθε δυσκολία που συναντά. Ωστόσο, αναβιώνει έπειτα από κάθε κρίση, όπως ο φοίνικας που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Ταυτόχρονα, κάθε φορά αλλάζει και, σήμερα, είναι πολύ διαφορετικός από αυτό που ήταν το 1800, ή το 1850, ή το 1930. Μήπως παρακολουθούμε ακόμη μία μετάλλαξη αυτού του είδους, κατά την οποία θα αλλάξει για να επιβιώσει καλύτερα; Γιατί αυτή η κρίση είναι πιο σοβαρή από κάθε άλλη εδώ και πάνω από 200 χρόνια; Δεν θα μπορούσε ο καπιταλισμός να συνεχίσει να υπάρχει με άτυπες μορφές, μεταξύ καταστροφών και πολέμων; Άραγε η κρίση δεν είναι η αιώνια μορφή της ύπαρξής του και μάλιστα της ύπαρξης των ιστορικών κοινωνιών γενικότερα; Και ο αντίλογος συνεχίζεται: Ο πλήρης κατάλογος όλων των δυσλειτουργιών του σημερινού καπιταλισμού μπορεί να συνιστά την απόδειξη της τελικής κρίσης του, μόνο αν η σύντομη φορντική περίοδος σταθερότητας θεωρείται η μόνη εφικτή λειτουργία του καπιταλισμού και όλες οι άλλες μορφές ύπαρξής του παρεκκλίσεις. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Αφρική και η επάνοδος της φεουδαρχίας στη Ρωσία, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και η προσωρινότητα στην Ευρώπη δείχνουν μόνο ότι ήταν αδύνατο να εξαπλωθεί το φορντικό μοντέλο στον υπόλοιπο κόσμο ως τέτοιο, αλλά όχι την αποτυχία του καπιταλισμού, ο οποίος ως παγκόσμιο σύστημα συνίσταται ακριβώς στη συνύπαρξη όλων αυτών των μορφών, από τις οποίες η καθεμία, στο πλαίσιό της, είναι χρήσιμη για το παγκόσμιο σύστημα. Ο καπιταλισμός θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει πολύ διαφορετικά από ό,τι στην Ευρώπη της δεκαετίας του ’60: αυτό δεν θα έδειχνε παρά την ευελιξία του. Οι καταστροφές που προκαλεί, από την εξατομίκευση των ανθρώπων και τη διάλυση της οικογένειας, μέχρι τις ψυχικές και σωματικές ασθένειες και τη μόλυνση, δεν είναι απαραίτητα ένα σύμπτωμα της κρίσης – δημιουργούν διαρκώς ανάγκες και νέους τομείς της αγοράς που διευκολύνουν τη λειτουργία της συσσώρευσης.
Όμως, αυτός ο αντίλογος δεν έχει βάση: αυτό που περιγράφει είναι η γέννηση και η διαιώνιση διαρκώς μεταλλασσόμενων μορφών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, και όχι η ανάδυση νέων μοντέλων καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι «μη κλασικές» μορφές δημιουργίας κέρδους δεν μπορούν να λειτουργήσουν παρά συμμετέχοντας έμμεσα στην παγκόσμια αγορά, και άρα παρασιτικά στους παγκόσμιους κύκλους της αξίας (για παράδειγμα: πουλώντας ακριβά τα ναρκωτικά στις πλούσιες χώρες, ορισμένες χώρες του «Νότου» κατευθύνουν προς αυτές ένα μέρος της «πραγματικής» υπεραξίας που παράγεται στις πλούσιες χώρες). Αν η δημιουργία αξίας στα βιομηχανικά κέντρα έπρεπε να εξαλειφθεί πλήρως, θα εξαφάνιζε επίσης βαρόνους ναρκωτικών και διακινητές παιδιών. Επιπλέον, θα μπορούσαν τότε να αναγκάσουν τα υποκείμενά τους να δημιουργήσουν εκ νέου ένα αγροτικό, υλικό πλεόνασμα για τα αφεντικά τους. Όμως, ακόμη και οι πιο πεισμένοι υπερασπιστές της αιωνιότητας του καπιταλισμού δεν θα τολμούσαν πια να το αποκαλούν αυτό ένα νέο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Γενικότερα, πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε ότι οι υπηρεσίες και οι αποκαταστάσεις δεν είναι μια εργασία που παράγει κεφάλαιο, αλλά εξαρτώνται από παραγωγικούς τομείς. Δεν είναι μόνο η θεωρία του Μαρξ που το λέει αυτό (και αυτό το σημείο, περισσότερο και από άλλα ακόμη, δεν έχει γίνει κατανοητό ούτε από τους μαρξιστές), αλλά ακόμη και η καθημερινή εμπειρία: σε περιόδους ύφεσης, η κουλτούρα και η εκπαίδευση, η προστασία του περιβάλλοντος και η υγεία, οι επιδοτήσεις σε οργανώσεις και η υπεράσπιση της κληρονομιάς, αντί να μπορούν να χρησιμεύσουν ως «μοχλός ανάπτυξης», είναι οι πρώτες που θυσιάζονται λόγω «έλλειψης χρημάτων».
Βέβαια, δεν μπορούμε να «αποδείξουμε» αφηρημένα ότι παρακολουθούμε το τέλος της υπεραιωνόβιας εμπορευματικής κοινωνίας. Όμως, ορισμένες πρόσφατες τάσεις είναι πραγματικά καινούριες. Έχουμε φτάσει σ’ ένα εξωτερικό όριο, με την εξάντληση των πόρων –και κυρίως του πιο σημαντικού και αναντικατάστατου πόρου, του νερού–, καθώς και με τις μη αντιστρέψιμες αλλαγές του κλίματος, τα αφανισμένα είδη της φύσης, τα κατεστραμμένα τοπία. Ο καπιταλισμός οδεύει επίσης προς ένα εσωτερικό όριο, καθώς η πορεία ανάπτυξής του είναι γραμμική, σωρευτική και μη αντιστρέψιμη, και όχι κυκλική και επαναλαμβανόμενη όπως άλλες μορφές παραγωγής. Είναι η μοναδική κοινωνία που υπήρξε ποτέ η οποία εμπεριέχει στη βάση της μια δυναμική αντίφαση, και όχι μόνο έναν ανταγωνισμό: ο μετασχηματισμός της εργασίας σε αξία είναι προορισμένος ιστορικά να εξαντληθεί, εξαιτίας των τεχνολογιών που αντικαθιστούν την εργασία.
Τα υποκείμενα που ζουν σ’ αυτήν την εποχή εξωτερικής και εσωτερικής κρίσης υφίστανται επίσης μια απορρύθμιση των φυσικών δομών οι οποίες καθόριζαν για πολύ καιρό αυτό που είναι ο άνθρωπος. Αυτά τα νέα απρόβλεπτα υποκείμενα βρίσκονται ταυτόχρονα στη θέση να διαχειρίζονται απίστευτες δυνάμεις καταστροφής. Τελικά, η μείωση της δημιουργίας αξίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο εμπεριέχει το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, υπάρχουν –και μάλιστα παντού– πληθυσμοί σε περίσσευμα, πλεονάζοντες, οι οποίοι δεν χρησιμεύουν πια ούτε για εκμετάλλευση. Από την άποψη της αξιοποίησης της αξίας, είναι η ίδια η ανθρωπότητα που αρχίζει να γίνεται μια περιττή πολυτέλεια, μια δαπάνη που πρέπει να εξαλειφθεί, ένα «πλεόνασμα» – και εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εντελώς νέο παράγοντα στην ιστορία!
Δυστυχώς, η «κρίση» δεν έχει ως επακόλουθο μια εγγυημένη «χειραφέτηση». Υπάρχουν πολλοί οργισμένοι άνθρωποι που έχουν χάσει τα χρήματα, το σπίτι ή τη δουλειά τους. Όμως, αυτή η οργή, σε αντίθεση με ό,τι πίστευε πάντοτε η ριζοσπαστική αριστερά, δεν έχει τίποτα εξ ορισμού απελευθερωτικό. Η σημερινή κρίση δεν μοιάζει να ευνοεί την ανάδυση απελευθερωτικών προσπαθειών (τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση), αλλά μια κατάσταση του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Εξάλλου, δεν μοιάζει να ευνοεί ούτε τους μεγάλους ελιγμούς για την αποκατάσταση της καπιταλιστικής τάξης, τους ολοκληρωτισμούς, τα νέα καθεστώτα καταναγκαστικής συσσώρευσης. Αυτό που προαναγγέλλεται μοιάζει περισσότερο με βραδυφλεγή και όχι πάντοτε εμφανή βαρβαρότητα. Αντί για τη μεγάλη σύγκρουση, μπορούμε να περιμένουμε μια αέναη σπειροειδή κίνηση, μια διαρκή κατήφεια που με το χρόνο γίνεται συνήθεια. Είναι πιο πιθανό να παρακολουθήσουμε μια θεαματική διάχυση της τέχνης της επιβίωσης με χίλιους τρόπους και της προσαρμογής σε όλα, παρά ένα μεγάλο κίνημα σκέψης και αλληλεγγύης, όπου όλοι θα παραμερίσουν τα προσωπικά συμφέροντά τους, θα ξεχάσουν τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικοποίησής τους και θα οικοδομήσουν από κοινού μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε καταρχάς να μεσολαβήσει μια ανθρωπολογική επανάσταση. Δύσκολα μπορεί να διαβεβαιώσει κανείς ότι οι κρίσεις και οι τρέχουσες καταρρεύσεις θα διευκολύνουν μια τέτοια επανάσταση. Και, ακόμη κι αν η κρίση περιλαμβάνει μια αναγκαστική «αποανάπτυξη», αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη προς τη σωστή κατεύθυνση. Η κρίση δεν πλήττει κατά πρώτο λόγο τους τομείς που είναι «άχρηστοι» από την άποψη της ανθρώπινης ζωής, αλλά εκείνους που είναι «άχρηστοι» από την άποψη της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεν πρόκειται να μειωθούν οι εξοπλισμοί, αλλά οι δαπάνες για την υγεία – και, από τη στιγμή που έχουμε αποδεχθεί τη λογική της αξίας, είναι αρκετά παράλογο να διαμαρτυρόμαστε εναντίον της. Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα μικρά πράγματα, τη βοήθεια μεταξύ γειτόνων, τα τοπικά συστήματα ανταλλαγών, τα κηπευτικά στον κήπο, τον εθελοντισμό στις οργανώσεις, τους οργανισμούς για τη διατήρηση της αγροτικής καλλιέργειας. Συχνά, αυτό είναι συμπαθητικό. Όμως, το να θέλει κανείς να αντιταχθεί στην κατάρρευση του παγκόσμιου συστήματος με αυτά τα μέσα ισοδυναμεί με το να προσπαθεί να αδειάσει τη θάλασσα μ’ ένα κουτάλι.
Σε τι καταλήγουν αυτές οι απαισιόδοξες απόψεις; Τουλάχιστον σε λίγη διαύγεια. Μπορούμε έτσι να αποφύγουμε να ενταχθούμε στους λαϊκιστές κάθε απόχρωσης που περιορίζονται να αναθεματίζουν τις τράπεζες, την οικονομία και τα χρηματιστήρια, καθώς και αυτούς που υποτίθεται πως τα ελέγχουν. Αυτός ο λαϊκισμός θα οδηγήσει με ευκολία στην καταδίωξη των «εχθρών του λαού», προς τα κάτω (μετανάστες) και προς τα πάνω (κερδοσκόπους),(10) αποφεύγοντας κάθε κριτική στις πραγματικές βάσεις του καπιταλισμού, οι οποίες εμφανίζονται, αντίθετα, ως ο πολιτισμός που πρέπει να διασωθεί: η εργασία, το χρήμα, το εμπόρευμα, το κεφάλαιο, το κράτος.
Προκαλεί πράγματι ίλιγγο η σκέψη του τέλους ενός τρόπου ζωής στον οποίο είμαστε όλοι χωμένοι μέχρι το λαιμό και ο οποίος, σήμερα, αρχίζει να βουλιάζει χωρίς να το έχει αποφασίσει κανείς, αφήνοντάς μας σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο. Όλοι οι υποτιθέμενοι ανταγωνισμοί του παρελθόντος, το προλεταριάτο και το κεφάλαιο, η εργασία και το συσσωρευμένο χρήμα κινδυνεύουν να εξαφανιστούν μαζί, ψυχορραγώντας σφιχταγκαλιασμένοι: αυτό που αρχίζει να εξαφανίζεται είναι η κοινή βάση των συγκρούσεών τους.
Για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, χρειάζεται ένα τόσο μεγάλο άλμα στο άγνωστο που όλος ο κόσμος –και αυτό είναι κατανοητό– καταρχάς αρνείται να το κάνει. Όμως, το γεγονός ότι ζούμε σε μια τέτοια ακραία εποχή είναι επίσης μια πρωτόγνωρη τύχη, παρ’ όλα αυτά. Κατά συνέπεια: ας επιδεινωθεί η κρίση!(11) Δεν πρέπει να «σώσουμε» την οικονομία «μας» και τον τρόπο ζωής «μας», αλλά να βοηθήσουμε να εξαφανιστούν το γρηγορότερο, δίνοντας ταυτόχρονα χώρο σε κάτι καλύτερο. Ας πάρουμε το παράδειγμα των πρόσφατων μακρών συγκρούσεων στην εκπαίδευση και το πανεπιστήμιο: αντί να διαμαρτυρόμαστε για τη μείωση των δαπανών για την εκπαίδευση και την έρευνα, δεν θα ήταν καλύτερο να αμφισβητήσουμε το ίδιο το γεγονός ότι δεν υπάρχει εκπαίδευση και έρευνα παρά μόνο αν είναι «ανταποδοτικές»; Πρέπει άραγε να παραιτηθούμε από τη ζωή, επειδή η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν λειτουργεί πια;
Επιτέλους, έξοδος! είναι ο τίτλος ενός πίνακα του Πάουλ Κλέε. Ήδη, στη διάρκεια της σύντομης κρίσης του Οκτωβρίου 2008, είχαμε λίγο την εντύπωση ότι το καπάκι ήταν έτοιμο να ανοίξει: αρχίζαμε να συζητάμε ανοιχτά για τα δεινά και τα όρια του καπιταλισμού. Μπορούμε λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, να έχουμε την πεποίθηση ότι στη διάρκεια μιας σοβαρής παρατεταμένης κρίσης οι γλώσσες θα λυθούν, τα στερεότυπα και τα απαγορευμένα θα καταρρεύσουν, πολύς κόσμος θα αμφισβητήσει αυθόρμητα αυτό που μέχρι την προηγούμενη μέρα θεωρούσε «φυσικό» ή «αναπόφευκτο» και θα αρχίσει να θέτει τα πιο απλά και συχνά λιγότερο προβεβλημένα ερωτήματα: γιατί υπάρχει κρίση, αφού υπάρχουν τόσο πολλά μέσα παραγωγής; Γιατί να πεθάνουμε από απόγνωση, αφού όλα τα απαραίτητα (και ακόμη περισσότερα) υπάρχουν; Γιατί να δεχθούμε να σταματήσουν όλα όσα δεν χρησιμεύουν στη συσσώρευση; Πρέπει να αρνηθούμε όλα όσα δεν είναι πληρωτέα; Ίσως, παρ’ όλα αυτά, η λέξη που θα λεχθεί να λύσει τα μάγια, όπως στα παραμύθια.
(1) E. Fottorino, “Retour au réel par la case désastre”, Le Monde 11.10.2008.
(2) «Οι εκατόν πενήντα παρεμβαίνοντες (μεταξύ των οποίων εξήντα ξένοι) που διατύπωσαν τις απόψεις τους στις 4, 5 και 6 Ιουλίου στην 9η Συνάντηση του Εξ-εν-Προβένς, η οποία οργανώθηκε από τον Κύκλο Οικονομολόγων, στη μεγάλη πλειονότητά τους διατύπωσαν πιο απαισιόδοξες απόψεις. Υπάρχουν καταρχήν αυτοί οι τρομακτικοί δείκτες του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Από τον Απρίλιο του 2008 ως τον ίδιο μήνα του 2009 η ανεργία αυξήθηκε κατά 40% στις πλουσιότερες χώρες. Από το 2007 ως το 2010 αναμένεται να προστεθούν ακόμη 26 εκατομμύρια, μια αλματώδης αύξηση κατά 80%, χωρίς προηγούμενο σε τόσο λίγο χρόνο. “Η μεγαλύτερη επιδείνωση βρίσκεται μπροστά μας”, προειδοποίησε ο Μαρτίν Ντιράν, υπεύθυνος για την απασχόληση. Όμως, σύμφωνα με τον Πατρίκ Αρτίς (τράπεζα Natixis), “οι χαμένες θέσεις εργασίας έχουν χαθεί για πάντα”.» (Frédéric Lemaître, “Et si la crise économique ne faisait que commencer?”, Le Monde, 6.7.2009.)
(3) «Πρεσβεύουν τις “μεταστροφές” (να αλλάξουμε πεποίθηση για να αλλάξουμε δραστηριότητα) εν όψει μιας μεγαλύτερης λιτότητας, κατηγορούν για τα πάντα το αυτοκίνητο, καταγγέλλουν την κατασπατάληση των πόρων, την άλωση της ζωής από την αλλοτριωμένη εργασία, την κατάρα της προόδου. Όμως, από τη στιγμή που η μηχανή παθαίνει γρίπη, ο τομέας του αυτοκινήτου περνάει κρίση και η διαφήμιση εγκαταλείπει τις εφημερίδες και απειλεί τη χρηματοπιστωτική τους ισορροπία, ενώ η ανεργία πλήττει σημαντικό αριθμό μισθωτών, τότε ο τόνος αλλάζει και οι παλαιές βεβαιότητες επανέρχονται στην επιφάνεια», έγραψε ο Ζιλμπέρ Ριστ στις 26.11.2008 σε μπλογκ φιλικά προσκείμενο στην «αποανάπτυξη».
(4)Στο πρωτότυπο, «το Μανή, Θεκέλ, Φάρες». Πρόκειται για φράση από το 5ο κεφ. του Δανιήλ (του αντιστοίχου της Αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη). Σε ελεύθερη απόδοση: «Μετρηθήκαμε, ζυγιστήκαμε και βρεθήκαμε ελλιπείς. Απόψε η βασιλεία μας τελειώνει». (Σ.τ.μ.)
(5) Περίπου ο μόνος που ισχυρίστηκε στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει, έπειτα από 500 χρόνια, στην τελευταία φάση του και κάτι καινούριο πρόκειται να τον αντικαταστήσει ήταν ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν (βλέπε το άρθρο του “Le capitalisme touche à sa fin” στη Monde της 11.10.2008). Ωστόσο, στη σημερινή κρίση δεν βλέπει παρά την έκρηξη μιας κερδοσκοπικής φούσκας, η οποία ανάγεται στη δεκαετία του ’70, ενώ τη συγκρίνει με άλλες κρίσεις του παρελθόντος. Αν προβλέπει μια «φάση πολιτικού χάους», «συστημικής κρίσης» και το τέλος του καπιταλισμού τις επόμενες δεκαετίες, αυτό συμβαίνει εξαιτίας της σχέσης «κέντρου» και «περιφέρειας» η οποία έχει αλλάξει. Η ερμηνεία του είναι κατά συνέπεια πολύ διαφορετική από αυτήν που προτείνουμε εδώ.
(6) Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έπειτα από κάθε κρίση, παρατηρούσαμε μια «ανάκαμψη» –ιδιαίτερα των χρηματιστηριακών δεικτών– η οποία μοιάζει να αποδεικνύει ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα ζήτημα κύκλων και διακυμάνσεων. Όμως, καμία από αυτές τις «ανακάμψεις» δεν ήταν αποτέλεσμα ενός νέου τρόπου παραγωγής που χρησιμοποιεί μαζικά την εργασία με αποδοτικό τρόπο. Ήταν απλώς μορφές πλασματικής ανάπτυξης της αξίας, οι οποίες εξασφαλίζονταν πουλώντας και αγοράζοντας τίτλους και επενδύοντας μερικές φορές αυτό το πλασματικό κεφάλαιο στην κατανάλωση ή την αγορά υπηρεσιών – πράγμα που κάθε φορά δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές φούσκες οι οποίες στερούνταν ακόμη περισσότερο βάσης, ιδιαίτερα στον τομέα του αυτοκινήτου.
(7) Δίκην τιμωρίας, γνωστοποιούμε εδώ το όνομα του συγγραφέα αυτών των προτάσεων: “Plus de croissance est en nous”, του Xavier Alexandre, Le Monde της 30.11.2008, “Chroniques d’abonnés”.
(8) “S’adapter au changement climatique plutôt que de le limiter?”, Le Monde της 21.8.2009, σχετικά με τη μελέτη την οποία το “Centre de consensus” (Κέντρο συναίνεσης) [!] της Κοπεγχάγης εμπιστεύτηκε στο ιταλικό επιστημονικό ίδρυμα “Enrico Mattei”, το οποίο συνδέεται με τον ιταλικό πετρελαϊκό όμιλο ENI.
(9) Ίδια τιμωρία με τον προαναφερθέντα: “Le prévisible déclin du salariat”, της Camille Sée, Le Monde της 9.8.2009, “Chronique d’abonnés”.
(10) Τόσο η αριστερά όσο και ένα τμήμα της δεξιάς διαμαρτυρήθηκαν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) ενάντια στη σωτηρία των τραπεζών.
(11) F. Partant, Que la crise s’aggrave, Παρίσι, Solin, 1978.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.