Αναδημοσιεύουμε ένα παλαιότερο, μα επίκαιρο, κείμενο του Παραναγνώστη
Μια κουβέντα που δεν έγινε, με έναν ευγενικό φίλο και συνάδελφο
Καθώς η καπιταλιστική κρίση απλώνεται και βαθαίνει και η πείνα με το χάρο[1] προβάρουν τα παπούτσια του χορού,είναι καιρός όσοι -ολοένα και πιότεροι- αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη της παρέμβασης των «αποκάτω» στο πολιτικό προσκήνιο, να σαρώσουμε από τις συνειδήσεις τις επάλληλες επιχωματώσεις κυρίαρχης ιδεολογίας. Γιατί κυρίαρχη ιδεολογία δεν σημαίνει απλώς ακαδημαϊκή ή έστω θεσμική επικράτηση. Κυρίαρχη σημαίνει ότι η ιδεολογία των «αποπάνω» γίνεται πρακτική φιλοσοφία, γίνεται ηθικός κώδικας και αποκτά την αφοπλιστική προφάνεια του αξιώματος. Τρυπώνει σαν το σαράκι και περιβάλλεται το κλέος της «δημοκρατίας», της «ελευθερίας» διαβρώνοντας νοήματα και εννοιολογήσεις, για να επιβάλει τα ιδιαίτερα συμφέροντα των αποπάνω ως γενικά συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Κυρίαρχη, μ' έναν λόγο λοιπόν, σημαίνει ότι προβάλλοντας τη σκιά του κόσμου των αποπάνω ως κοσμοείδωλο των αποκάτω, μετατρέπει τον κόσμο τους σε κόσμο σκιών, σε έναν ου-τόπο[2]. Καθιστά έτσι το «πού» του κοινωνικού ανθρώπου -του στοιχειώδους, ούτως ειπείν, κοινωνικού υποκειμένου- εξίσου θεμελιώδες με το «τί». Η αρχική θέση του, ο κοινωνικός τόπος όπου «στέκεται» και «θεάται» το κοινωνικό υποκείμενο θα νοηματοδοτήσει και τον κόσμο.
Ισχυρίζομαι επιπλέον, ότι ούτε ο τόπος όπου «στέκεται» το στοιχειώδες κοινωνικό υποκείμενο ούτε το πώς προσδιορίζεται, αφήνουν περιθώριο ουδετερότητας: η τομή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι πολύ βαθιά. Προσδιορίζοντας λοιπόν (το θεμελιώδες τί) το στοιχειώδες κοινωνικό υποκείμενο, η κυρίαρχη ιδεολογία, μας το παρουσιάζει ανιστορικό, αν όχι και υπερβατικό ως προς τον κόσμο και επομένως υλικά και κοινωνικά απροϋπόθετο. Και μάλιστα διπλά ανιστορικό: και ως προς την κοινωνική ιστορία αλλά και ως προς την ίδια την προσωπική του ιστορία [3] . Επιβάλλοντας ως βεβαιότητα την απάτη ότι η ιστορία άρχισε από, και τελείωσε στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, επιχειρεί να εποικίσει το καθόλου κοινωνικό πεδίο με ό,τι υπάρχει ή θεωρείται (παράγεται ως θεωρία) στο εσωτερικό του καπιταλιστικού αυτού τρόπου παραγωγής. Έτσι, για παράδειγμα, η φαεινή ιδέα της αστικο-φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας, που ακούει στο όνομα «φυσική επιλογή», αναγορεύεται αίφνης καθολικός ερμηνευτικός, αν όχι «αντικειμενικός» κοινωνικός, μηχανισμός.
Η οικονομική «φυσική επιλογή» μας λέει : «Στην τελική, μέσα στην αγορά είναι το κεφάλαιο ως εμπόρευμα και ο αγοραστής του. Το ποσοστό του κέρδους από την πώληση των εμπορευμάτων , είναι το μέτρο της επάρκειας του κεφαλαίου που παρήγαγε το εμπόρευμα δηλαδή το κριτήριο της επιβίωσής του».
Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε την παραπάνω διατύπωση με ό,τι διαλαλεί η κυρίαρχη ιδεολογία, με τη συνήθη της αφοπλιστική προφάνεια, για την παιδεία : «Στην τελική, μέσα στην τάξη είναι ο δάσκαλος με τον μαθητή. Το ποσοστό της διδακτέας ύλης που αποκομίζει άρα ο μαθητής, είναι το μέτρο της επάρκειας του δασκάλου δηλαδή το κριτήριο της εργασιακής του επιβίωσης». Αυτή η φράση δεν είναι παρά η προβολή, η σκιά της προηγούμενης που αφορά τον κόσμο των αποπάνω, στον κόσμο των σκιών, στον κόσμο των αποκάτω. Η επιχείρηση αποτυγχάνει και κλείνει. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο δάσκαλος αποτυγχάνει και απολύεται. Ο καθένας σήμερα, υποψιασμένος καθώς θα ήταν πλέον, μπορεί εύκολα να διαρρήξει την προφάνεια και να αναγνωρίσει εδώ τα απελπιστικά απροϋπόθετα και υπερβατικά (σχεδόν εξωγήινα) στοιχειώδη κοινωνικά υποκείμενα, όπως ο «δάσκαλος» έξω από κάθε εκπαιδευτικό σύστημα και κοινωνικό – πολιτικό προσδιορισμό και ο «μαθητής» που δεν προέρχεται από κανένα κοινωνικό, οικογενειακό, πολιτιστικό περιβάλλον. Και το νοητικό σχήμα της κοινωνικής αυτή τη φορά «φυσικής επιλογής» εφαρμόζεται γενικώς. Πράγματι, μπορεί κανείς εύκολα να αλιεύσει παρόμοιες φράσεις - «ερμηνείες» της ανεργίας ως αποτέλεσμα ανεπαρκών προσόντων, της φτώχειας ως συνέπειας ανεπαρκούς εξυπνάδας, της περιθωριοποίησης ως ανεπαρκούς προσαρμοστικότητας , των γκέτο κλπ κλπ. Και λόγος ανησυχίας δεν είναι : η αόρατος χειρ της μεγιστοποίησης του κέρδους, εν ανάγκη συνεπικουρούμενη από το όπλο του αστυφύλακα, φροντίζει για όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες.
Αντίθετα, για τους αποκάτω, οσάκις το μάτι της ψυχής τους με του λόγου τη βάσανο και της πράξης τη σαΐτα[4], διαπερνά τις σκιές του κόσμου των αποπάνω και πια βλέπουν, ο εαυτός τους, ως κοινωνικό υποκείμενο, δεν είναι υπερβατικός ως προς τον κόσμο αλλά μέρος του κόσμου: Πρόκειται για ένα υλικά - ταξικά προσδιορισμένο στοιχειώδες κοινωνικό υποκείμενο. Ειδάλλως, το θεμελιώδες φέρεσθαι [5] του στοιχειώδους κοινωνικού αυτού υποκειμένου προς τον κόσμο του, θα παρέμενε καθηλωμένο στην αρχική απορία, πριν καν από το ερώτημα, καταδικασμένο να παραλάβει έξωθεν, παθητικά το από δεύτερο χέρι το ερώτημα για τον κόσμο μαζί με την απάντησή του, δηλαδή σκιές και φάσματα του κόσμου των αποπάνω. Αυτή την αδιέξοδη απορία θα αποπειραθώ να ανιχνεύσω στο παράδειγμα του σωματείου και των απεργιών, αφού πρώτα σκιαγραφήσω με δυο λόγια και τον τόπο (το θεμελιώδες πού), δηλαδή τις πιθανές θέσεις εκκίνησης του στοιχειώδους κοινωνικού υποκειμένου.
Σήμερα λοιπόν, το θεμελιώδες αυτό βλέμμα θα ατενίσει τον κοινωνικό ορυμαγδό που η ίδια η καπιταλιστική κρίση δημιουργεί και φαίνεται ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να δει κανείς αυτό το «κοινωνικό». Ο πρώτος τρόπος (η αστική θέση) που δεσπόζει και ανάγεται στον Rousseau και στους Άγγλους φιλελεύθερους, βλέπει ένα άθροισμα «ελευθέρων» ατόμων που συγκροτούνται ως έθνος ή καλύτερα ως κράτος-έθνος, είτε μέσω του Ρουσσωικού «κοινωνικού συμβολαίου» είτε μέσω του εγγλέζικου ζωώδους κυνηγιού του ατομικού κέρδους, όπως αυτό διοχετεύεται στα κανάλια του κοινωνικού δαρβινισμού.[6] Από τη θέση αυτή το στοιχειώδες κοινωνικό υποκείμενο θα κάνει μια πρώτη τομή μεταξύ των ατόμων στο εθνικό του περιβάλλον και μια δεύτερη μεταξύ των εθνών. Επομένως δεν μπορεί να διακρίνει καμία ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον Μήτσο που φουρνίζει μπισκότα Παπαδοπούλου και στην ίδια την βιομήχανο Παπαδοπούλου. Διαφέρουν μόνο ποσοτικά: ο Μήτσος είναι ένας κύριος που η εργασία του αξίζει λιγότερο ενώ η κα Παπαδοπούλου, μια κυρία που η εργασία της αξίζει πολύ περισσότερο και αυτό δεν θα μπορούσε να οφείλεται παρά στις εξαιρετικές ικανότητες με τις οποίες την προίκισε η φύση. Παρομοίως αντιμέτωπος με την καπιταλιστική κρίση, δεν θα βλέπει παρά σκιές και φάσματα επίσης: «κακούς» Γερμανούς που αρπάζουν τα αγαθά από τους «καλούς» Έλληνες ή Πορτογάλους και τους βάζουν σε καθεστώς κατοχής υπό τη σιδηρά μπότα κάποιας φανταστικής οικονομικής Βερμάχτ[7].
Ο δεύτερος τρόπος (η εργατική θέση) ανάγεται στον Marx και εστιάζει στην ιστορικότητα των κοινωνιών, για να ερμηνεύσει τη βαθιά διαίρεσή τους σε κοινωνικές τάξεις. Μια διαίρεση, της οποίας οι υλικοί όροι, πάνω στους οποίους διαρθρώνεται, περιγράφονται με την έννοια της ταξικής εκμετάλλευσης. Η τελευταία αυτή έννοια είναι μάλιστα η συνεισφορά του Μαρξ στην παραδεδομένη έννοια της κοινωνικής τάξης την οποία μετασχηματίζει από κοινωνικό αδρανές υλικό σε λειτουργικό εξάρτημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Από αυτή πάλι τη θέση το στοιχειώδες κοινωνικό υποκείμενο θα κάνει την πρώτη και κύρια τομή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και, αντί για τομή μεταξύ των εθνών, θα δει την ιστορική διαδικασία της γέννησής και του θανάτου τους. Μπορεί έτσι να διακρίνει τους καπιταλιστές, Έλληνες, Γερμανοί, Πορτογάλοι κλπ που, οχυρωμένοι ο καθένας στο κράτος του, σκυλοτρώγονται μεταξύ τους για την εξασφάλιση των κεφαλαίων τους, της κοινωνικής δηλαδή σχέσης που τους βάζει πρώτους τη τάξει ιδιοποιητές και διανομείς της παραγόμενης υπεραξίας. Θα βλέπει επίσης και όλους μαζί ενωμένους τους Ευρωπαίους, Αμερικάνους, Γιαπωνέζους Κινέζους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους καπιταλιστές εναντίον των όπου Γης, πολιτισμικής προέλευσης, χρώματος και θρησκείας, εργατών, των εν Ελλάδι (ντόπιων τε και μεταναστών) συμπεριλαμβανομένων .
Η αστική θέση θα ερμηνεύσει τα κοινωνικά φαινόμενα ως την κίνηση των ατόμων ή των εθνών, η εργατική με την κίνηση των τάξεων, την ταξική πάλη. [8] Η εργατική όμως θέση έχει κι ένα εκ των προτέρων πλεονέκτημα: Μπορεί να ερμηνεύσει την αστική θέση, καταδεικνύοντας την ταξική της εκπόρευση και στόχευση. [9] Μπορεί να αναγνωρίσει μία κοινωνική τάξη – την αστική – που έχει συνείδηση του εαυτού της και κατέχει την ηγεμονική θέση στην κοινωνία οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά και να την ταυτίσει με εκείνη, την οποία εξυπηρετεί και από την οποία εκπορεύεται η «ατομιστική-εθνική» θεώρηση, η αστική θέση.
Το σωματείο
Στο ερώτημα τι είναι ένα εργατικό σωματείο, όπως είναι αναμενόμενο, παίρνουμε διαφορετικές απαντήσεις από τις δύο θεωρήσεις. Η κυρίαρχη αστική θέση θα μας πει ότι πρόκειται για μια ένωση «ελευθέρων» ατόμων που κατέχουν το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» και τα οποία μέσω αυτής της ένωσης, επιδιώκουν να το πουλήσουν στην καλύτερη δυνατή τιμή στην «Αγορά Εργασίας». Αληθές; Πάντως δεν είναι όλη η αλήθεια θα μας πει η εργατική θέση. Πρώτα γιατί αυτός που διαπραγματεύεται την εργατική του δύναμη για να πετύχει μεγαλύτερη ή μικρότερη τιμή, διαπραγματεύεται με το μαχαίρι της πείνας στο λαιμό και το μπαμπούλα της ανεργίας να του ψιθυρίζει πάνω από τον ώμο ότι θα ταΐσει τα παιδιά του με τόσο, λιγότερο ή καθόλου ψωμί , ενώ αντίθετα ο αγοραστής για να αυγατίσει το κεφάλαιό του κατά μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό. Επιπλέον, σε κανένα άλλο μέρος της «Αγοράς» δεν επεμβαίνει ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, με όλο του το βάρος (υπουργεία εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων, οικονομικών κ.α., δικαστικές εξουσίες, ιδεολογικοί μηχανισμοί, κατασταλτικοί μηχανισμοί στρατός, αστυνομία, παρακρατικές φασιστικές συμμορίες) υπέρ του ενός ή του άλλου των συναλλασσομένων, όπως το κάνει στην «Αγορά Εργασίας», επεμβαίνοντας αποκλειστικά υπέρ του αγοραστή-καπιταλιστή ξυλοφορτώνοντας, φυλακίζοντας , ακόμα και δολοφονώντας τον απαιτητικό πωλητή – εργάτη. Η μόνη τελικά ελευθερία του εργάτη – πωλητή εργατικής δύναμης, είναι αυτή του να πουλά την εργατική του δύναμη σε τιμές και υπό όρους που συμφέρουν τον καπιταλιστή-αγοραστή. Έτσι ολόκληρη η εικόνα, καθιστά ένα τεράστιο ψέμα αυτό που εννοείται ως «εργατικό σωματείο» στη γλώσσα της αστικής τάξης.
Το ψέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Γιατί συμβαίνει συχνά,οι εργάτες μέσω των ποικίλων ενώσεών τους, των σωματείων συμπεριλαμβανομένων, να ζητούν νομοθετική κατοχύρωση του τάδε ή του δείνα εργατικού δικαιώματος. Δεν παζαρεύουν τότε, σε μια συγκεκριμένη συναλλαγή, την τιμή της εργατικής δύναμης με τον εργοδότη ή μια ένωση των εργοδοτών, αλλά θέτουν πολιτικά ζητήματα δηλαδή συγκροτούνται ως τάξη [10] και αμφισβητούν την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης. Εδώ δεν έχουμε αγοραία διαπραγμάτευση εμπορευμάτων αλλά κυρίως ειπείν ταξική πάλη. Αλλά οι τάξεις δεν υπάρχουν στην αστική θεώρηση! [11] Το σωματείο σε αυτόν το ρόλο είναι κάτι το αδιανόητο για την αστική αντίληψη, που θέλει την ιστορία τελειωμένη και την ηγεμονία της αιώνια. [12]
Από τη σκοπιά λοιπόν των εργατικών τάξεων, το σωματείο δεν είναι απλώς μια ένωση ατόμων -κι ας αφήσουμε κατά μέρος το «ελευθέρων»- αλλά μια από τις μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης και μάλιστα αυτή που αντιστοιχεί σε εκείνη την γκάμα ισορροπιών της ταξικής διελκυστίνδας, ανάμεσα στην αστική και στην εργατική τάξη, που ευνοούν την αστική. Το σωματείο, η όποια μορφή οργάνωσης των εργατών, η ίδια η έννοια της εργατικής τάξης είναι εννοιολογικά διακριτές και δη υπερκείμενες του απλού αθροίσματος των εργατών. Και αυτό που δικαιώνει εκ των προτέρων [13] επιστημολογικά αυτή την εννοιολόγηση, είναι το γεγονός ότι η έννοια της (συγκροτημένης ή μη) εργατικής τάξης [14] , διαθέτει ένα αποκλειστικό σύνολο ιδιοτήτων που δεν το έχει η αδιαφοροποίητη εργατική μάζα. [15] Αν πρόκειται επί παραδείγματι να ερμηνεύσεις το παράδοξο του πώς, ενώ όλες οι ανταλλαγές στην αγορά γίνονται μεταξύ ίσων σε αξία εμπορευμάτων, εντούτοις προκύπτει το καπιταλιστικό κέρδος, χρειάζεσαι την έννοια της υπεραξίας, η οποία αναφέρεται ευθέως στην έννοια της εργατικής τάξης, αποτελεί μάλιστα χαρακτηριστική της ιδιότητα . Η υπεραξία – και η τεράστια ερμηνευτική της αποτελεσματικότητα – κατά κανένα τρόπο δεν προκύπτει από το απλό άθροισμα των εργατών, ούτε και μπορεί να αποδοθεί ως ιδιότητα σε αυτό. Αυτήν ακριβώς την ερμηνευτική αποτελεσματικότητα φοβάται η αστική αντίληψη και βδελύσσεται την εννοιολόγηση της εργατικής. Αν από τον Σωκράτη και μετά ξέρουμε ότι το επίστασθαι σημαίνει λογίζεσθαι δι' εννοιών, η αστική θέση έρχεται να μας ζητήσει να το ξεχάσουμε, να παραιτηθούμε από τις εννοιολογήσεις και την ερμηνευτική τους δύναμη και να μείνουμε στο προφανές της πολιτικής και ιδεολογικής της ηγεμονίας.
Ο απεργοσπάστης
Όταν λοιπόν φτάνουμε σε μια απεργία, για να δικαιολογήσουμε και τον τίτλο του ταπεινού κειμένου που διαβάζετε, δεν έχουμε να κάνουμε με μια συμπεφωνημένη μεταξύ των πωλητών εργατικής δύναμης κοινή πρακτική διαπραγμάτευσης έναντι των αγοραστών. Με άλλα λόγια δεν απεργεί ο Μήτσος και η Ελένη και ο Γιάννης και η Μαρία και ..... Απεργεί το σωματείο ως τοπικό τρόπον τινά, avatar της εργατικής τάξης. Είναι η τάξη που διεκδικεί το τάδε ή το δείνα αίτημα. Ο εργατικός αγώνας δεν είναι μια διαμάχη των διακεκριμένων ατόμων-εργατών με τον εργοδότη τους. Είναι τουλάχιστον μια διαμάχη μεταξύ της τοπικής εργατικής τάξης με τον εργοδότη και, μάλιστα στις μέρες μας, που τα σωματεία στρέφονται σε πολιτικά αιτήματα, είναι μια τοπικά προσδιορισμένη στην Ελλάδα, διαμάχη της παγκόσμιας εργατικής τάξης με την αντίστοιχη αστική τάξη. Το σωματείο λοιπόν, μόνο ως υπερκείμενη έννοια του αθροίσματος ατόμων-μελών του μπορεί να θεωρηθεί. Η ερμηνευτική δύναμη και επιστημολογική επομένως υπεροχή αυτής της εργατικής εννοιολόγησης έναντι της αστικής αντίληψης, όπως μόλις διαπιστώσαμε, αρκεί για να προκριθεί και να υιοθετηθεί η πρώτη, αν βεβαίως επιμένουμε ακόμα στο Σωκράτειο κοινό τόπο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού όπως τουλάχιστον τον ξέραμε μέχρι την παρούσα καπιταλιστική κρίση. Αλλά οι θλιβεροί απατεωνίσκοι της αστικής διανόησης δεν κόπτονται γι' αυτό [16]. Ό,τι μένει σκοτεινό με την αστική-ατομιστική θεώρηση έρχεται στο φως με την εργατική-ταξική θεώρηση. Ο κόσμος των αποκάτω, έχει πια πολύ φως για να κατοικείται από τις σκιές του κόσμου των αποπάνω.
Τώρα το δίλημμα : δικαίωμα απεργία έναντι του «δικαιώματος» στην εργασία – όπως είναι του νεοφιλελεύθερου συρμού να λέγεται η απεργοσπασία [17] – δεν είναι άλλο από το δίλημμα: ένωση ατόμων–πωλητών εργατικής δύναμης ή τρόπος οργάνωσης της εργατικής τάξης. Για να μιλήσει δηλαδή κανείς για το «δικαίωμα στην εργασία» πρέπει αναγκαστικά να θεωρεί τα μέλη του σωματείου μεμονωμένα άτομα που ασκούν διάφορες πολιτικές marketing για την πώληση της εργατικής τους δύναμης και που θα ήταν φυσικό, και παντάπασι θεμιτό, και «δημοκρατικό», και έκφραση της «ελευθερίας» τους, να επιλέγουν την απεργοσπασία ως προσφορότερη. Το αν θα τζογάρεις ή όχι το μεροκάματο αναμένοντας να κερδίσεις μακροπρόθεσμα από την αύξηση μισθού που διεκδικείς, είναι μια ατομική επιλογή, που ανάγεται στη θεωρία παιγνίων. Ο κάθε εργάτης είναι ένας μοναχικός παίκτης που πρέπει να προβλέψει σωστά τις κινήσεις των άλλων παικτών που εμπλέκονται στο παίγνιο: των υπολοίπων εργατών και του αφεντικού. Η απεργοσπασία, αν και μακροπρόθεσμα χάνει, γιατί ευνοεί τον εργοδότη, θα ήταν η βέλτιστη επιλογή για κάθε μεμονωμένη απεργία-παρτίδα του παιγνιδιού, είτε προβλέπεται νίκη των εργατών είτε του εργοδότη. Πάντως, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό εδώ και ο ψόγος ή η παρεμπόδιση -ακόμα και ψυχολογική- του ''δικαιώματος στην (απεργοσπασία) εργασία, στοιχειοθετεί αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Αντίθετα το δικαίωμα στην απεργία ελέγχεται ως αντικοινωνικό αφού επίσης εμποδίζει την άσκηση άλλων ατομικών δικαιωμάτων,προφανώς ζωτικότερων από το ψωμί στο τραπέζι. Αυτό ακριβώς διατείνεται η κυρίαρχη αστική άποψη, το διαλαλούν τα παπαγαλάκια της στα ΜΜΕ και τέλος το επιβάλλουν η ευγένεια, οι καλοί τρόποι και ο σεβασμός του διπλανού. Η κυρίαρχη ιδεολογία περνά πράγματι για πρακτική φιλοσοφία, για ηθικός κώδικας, για κώδικας τιμής και ευγενείας, κι αν αυτό, στις πρώτες αράδες αυτού του κειμένου, φάνηκε ασαφές εγκεφαλικό κατασκεύασμα, τώρα αποδεικνύεται σχεδόν τετριμμένη αλήθεια. Όπως το ίδιο σαφής, ελπίζω πως είναι πλέον και ο αφορισμός που δήλωσα ότι θα υπερασπιστώ, ότι δηλαδή, η κυρίαρχη ιδεολογία προβάλλει τα συμφέροντα των αποπάνω σαν σκιές – ηθικούς κανόνες και κώδικες τιμής- στον κόσμο των αποκάτω.
Όμως δεν είναι παρά σκιές και φάσματα. Ἑπιφυλλίδες ταῦτ᾽ ἐστὶ καὶ στωμύλματα θα έλεγε ο Αριστοφάνης. Πρόκειται για θεωρητική απατεωνιά ολκής, που έρχεται ως άλλοθι να συσκοτίσει την απλή πραγματικότητα, πως ο καπιταλιστής είναι ισχυρότερος από τον καθένα μας, αλλά όχι από την οργανωμένη ταξική μας παρέμβαση, αυτήν ακριβώς που θέλει, με τα ιδεολογικά όπλα του, να ματαιώσει.
Αν όμως, αντίθετα, βλέπει κανείς την απεργία ως κίνηση της εργατικής τάξης και όχι των μελών της, τότε η απεργοσπασία συνιστά ταξική προδοσία. Μόνο που για να χαρακτηριστεί έτσι, χρειάζεται η έννοια της τάξης. Είναι το εντελώς ανάλογο με το ιδεολόγημα της εθνικότητας δυνάμει του οποίου καλούμαστε κάθε λίγο και λιγάκι αμνοί, στα σφαγεία των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Όλοι ξέρουμε ότι το «έθνος» ήταν ιδέα – ανάγκη της αστικής τάξης που την πραγμάτωσε, της έδωσε δηλαδή υλική υπόσταση, στο κράτος-έθνος τον18ο-19ο αι. Για ποιον ακριβώς λόγο λοιπόν η λιποταξία στον πόλεμο είναι προδοσία; Διότι θεωρείται ο λιποτάκτης, όχι άτομο, αλλά μέλος του έθνους του, το οποίο και προδίδει με την πράξη του. Αλλιώς, η λιποταξία θα ήταν και αυτή η βέλτιστη ατομική επιλογή στο παίγνιο του πολέμου και τίποτα παραπάνω. [18] Αν φορτίζεται λοιπόν αρνητικά και απαξιώνεται ηθικά και περιφρονείται κοινωνικά ο λιποτάκτης, αυτό οφείλεται στην έννοια του έθνους. Ιδού λοιπόν η αστική υποκρισία. Όταν μια υπερκειμένη έννοια όπως το «έθνος» μας βολεύει έχει καλώς. Όταν αμφισβητεί την κυριαρχία μας όμως, όπως η Μαρξική «τάξη», τότε σηκώνουμε τα λάβαρα της «ελευθερίας του ατόμου», του «ανοικτού μυαλού» ή όποιας τέλος πάντων απάτης πιάσει.
Ε, λοιπόν εμάς τους αποκάτω, μας βολεύει η έννοια της τάξης. Μας βολεύει γιατί, μέσα στο Μαρξικό θεωρητικό πλαίσιο, ερμηνεύει τον κόσμο της εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης, όπου πράγματι ζούμε και μας δίνει τρόπο να τον αλλάξουμε κατά τα δικά μας συμφέροντα. Ο απεργοσπάστης επομένως προδίδει την τάξη του. Αυτή είναι η ηθική απαξία του απεργοσπάστη και προϋποθέτει φυσικά την Μαρξική έννοια της τάξης. Και, σε πείσμα των ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους,το απλό ταξικό ένστικτο [19] ξαναζωντανεύει αυτή την ηθική απαξία σε κάθε εργατικό αγώνα. Το θόλωμα της ηθικής αυτής απαξίας, έχει να κάνει με την υποχώρηση της ταξικής ανάλυσης. Είναι τα απόνερα της επέλασης του καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες, με την συνακόλουθη ιδεολογική του ηγεμονία και την αντικατάσταση του ταξικού από το εθνικό [20], ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές της αριστεράς. Δεν θα εφεύρουμε όμως και πάλι τον τροχό, επειδή οι διάφοροι πληρωμένοι κονδυλοφόροι και τα πλουμιστά παπαγαλάκια της διεθνούς αστικής τάξης είπαν το ποίημά τους στις φυλλάδες και στην τηλεόραση!
[1] Δεν είμαι περισσότερο υπερβολικός από όσο οι έρευνες, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και μετρούν πτώση 5 – 10 ετών στο προσδόκιμο ζωής στις χώρες που μπήκαν σε καθεστώς ΔΝΤ. Επειδή (για όσους πήραν ποτέ μαθήματα στατιστικής) ο κώδων του Gauss επιμένει πάντα να ταυτίζει μέση τιμή και διάμεσο, πτώση 10 ετών στο ελληνικό προσδόκιμο των 79 ετών σημαίνει ότι οι μισοί (από όσους γεννήθηκαμε το τάδε έτος) θα διαβαίνουμε πλέον την δεύτερη, κατά Βασίλειον Τσιτσάνην, και τελευταία πόρτα της ζωής, πριν από τα 69 μας χρόνια.
[2] Η πόλη των εργατών βαθειά κάτω από την επιφάνεια της Γης. Και ψηλά, στην επιφάνεια, ένας παραδεισένιος κήπος για τα τέκνα των αρχόντων της Μητρόπολης...
Από την κλασσική ταινία Metropolis του Fritz Lang
[3] Χαρακτηριστική εμφάνιση τέτοιας προσωπικής ανιστορικόιητας είναι ο περισπούδαστος αφορισμός: «στην ζωή του ένα παιδί σήμερα θα αλλάξει τουλάχιστον 7 επαγγέλματα». Αυτό το παιδί δηλαδή θα γεννηθεί 7 φορές και κάθε φορά θα είναι όλα από την αρχή, η εκπαίδευσή του, η εργασιακή του κατάσταση, ενδεχομένως ο τόπος κατοικίας και οι φίλοι, σαν αν μην έχει ζήσει προηγουμένως! Θα είναι επίσης και κοινωνικά ανιστορικό καθόσον η κοινωνική - ταξική ιστορία που οδήγησε στην θέση αυτή ολόκληρη τη γενιά του, σκανδαλωδώς αμελείται.
[4] Και εμείς οι δάσκαλοι ξέρουμε πόσο ανθεκτική μπορεί να είναι μια εσφαλμένη δοξασία. Τόσο, ώστε οι μαθητές μας να αναπαράγουν από στήθους το ορθόν εφαρμόζοντας όμως πάντοτε το λάθος. Είναι η περίπτωση αρκετών ανθρώπων που διάβασαν το κατιτί τους ως φοιτητές και νόμισαν ότι έτσι απέβαλαν την μεμαθημένη κυρίαρχη ιδεολογία .
[5] Ίσως μια έννοια προθετικότητας , όχι βέβαια σαν αυτή του Brentano ψυχολογική άλλωστε εκδοχή της vis vitalis, αλλά τέτοια όπου το μεν αντικείμενο της νοητικής δράσης θα ήταν ιστορικά – πολιτισμικά καθορισμένο το δε υποκείμενο εν τω κόσμω τούτω, να ήταν γόνιμη προκειμένου να περιγράψει κανείς τις αναγκαίες ψυχολογικές ή/και νοητικές μετατοπίσεις από την μια θέση στην άλλη.
[6] Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ η ιδέα της φυσικής επιλογής προέρχεται από το πεδίο της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας, αποδείχθηκε εν τούτοις τόσο πιο γόνιμη στο πεδίο της βιολογίας και στα χέρια του Δαρβίνου ώστε ο τελευταίος, έδωσε το όνομά του σε μια ιδέα που δεν του ανήκε.
[7] Δεν φαίνεται καθόλου να πτοεί τους εισηγητές αυτής της εθνικιστικής απάτης το γεγονός ότι η Γερμανία με μόλις 2,9 τρις δολάρια ΑΕΠ δεν είναι δα και γίγαντας μπροστά στην Βρετανία με 2,2 τρις $ και τη Γαλλία με 2,1 τρις $, ούτε και το γεγονός ότι μπροστά τους είναι στρατιωτικά και διπλωματικά αμελητέα
[8] Έτσι βρίσκει και το νόημά του ο αφορισμός του Μαρξ ότι “την ιστορία την γράφουμε εμείς οι ίδιοι αλλά όχι όπως θέλουμε”: Το κοινωνικά υποκείμενα δεν είναι τελικά αυτά που ονομάσαμε στοιχειώδη αλλά οι τάξεις, των οποίων η κίνησή μέσα στην ιστορία, διέπεται από κάποιες κανονικότητες, από κοινωνικούς νόμους
[9] Στη βάση αυτού του πλεονεκτήματος τις ονοματίσαμε “αστική θέση” και “εργατική θέση”. Βέβαια, κανένας εκπρόσωπος της αστικής θέσης δεν θα αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό «αστική» γιατί απλούστατα κατ' αυτόν στην έννοια τάξη αξίζει το ξυράφι του Occam. Πράγματι:
«.... Για τους Adam Smith και David Ricardo, προπάτορες των σύγχρονων οικονομικών η ταξική ανάλυση ήταν κεντρική [....] Κι όμως οι σήμερα επικρατούσες οικονομικές θεωρίες – η νεοκλασσική και η Κεϋνσιανή οικονομική παράδοση που διδάσκονται στις σχολές, χρησιμοποιούνται από τους δημοσιογράφους και πολιτικούς, και είναι επομένως ευρέως πιστευτές – αγνοούν την ταξική ανάλυση. Κάτι συνέβη μετά τον Ricardo που ενδεχομένως οδήγησε την ταξική ανάλυση στη σκιά. Αυτό το κάτι ήταν η εργασία του Καρόλου Μαρξ....»
Rick Wolff, Class and Economics
[10] ......κάθε κίνημα, με το οποίο η εργατική τάξη αντιπαρατάσσεται στις κυρίαρχες τάξεις ως τάξη και προσπαθεί να τις κατανικήσει με μια πίεση απ' τα έξω, είναι κίνημα πολιτικό. Λόγου χάρη, η προσπάθεια να υποχρεωθούν οι κάποιοι κεφαλαιοκράτες σε κάποιο εργοστάσιο ή σε κάποιο βιομηχανικό κλάδο με απεργίες κτλ. να μειώσουν τις ώρες εργασίας, είναι μία κίνηση καθαρά οικονομική. Απεναντίας, ένα κίνημα, που έχει σκοπό να επιβάλει την ψήφιση ενός νόμου για το οκτάωρο κτλ., είναι κίνημα πολιτικό. Κι έτσι, απ' τα σποραδικά οικονομικά κινήματα των εργατών, αναπτύσσεται παντού ένα πολιτικό κίνημα, δηλαδή ένα κίνημα της τάξης, που αποσκοπεί στην υλοποίηση των συμφερόντων της με γενικευμένη μορφή, δηλαδή με μια μορφή, που έχει γενική ισχύ για όλη την κοινωνία....
Καρλ Μαρξ :Επιστολή στον Φρίντριχ Μπόλτε
[11] Τάξεις μπορεί να μην βλέπουν, αλλά το ταξικό μίσος ξεχειλίζει και όποιος διαφωνεί είναι κοινωνικά αποβλητέος, μας απειλεί ο πολύς κ. Πάγκαλος, ως αναρχικός ή ως κομμουνιστής ή ως μαλάκας. Και στις τρεις περιπτώσεις πάντως αρμοδία είναι η ράβδος του πραιτοριανού. Διαλέξτε!
[12] Δεν πρωτοτυπεί βέβαια, πολλοί θυμόμαστε ότι θα καταστρεφόταν ο κόσμος αν έφευγε ο βασιλιάς, πιο παλιά ακόμα, αν τα κορίτσια διάλεγαν μόνα τους τον σύντροφο της ζωής τους και, μέχρι πρότινος στην Ν. Αφρική, αν οι μη λευκοί άνθρωποι έπαυαν να είναι σκλάβοι. Αλλά ο κόσμος δεν καταστράφηκε.. . .
[13] Εκ των προτέρων εννοούμε, πριν από την διάρθρωσή της σε συνεκτική και ερμηνευτικά αποτελεσματική θεωρία , πράγμα που αποτελεί, εν αντιδιαστολή, εκ των υστέρων επιστημολογική δικαίωση
[15] Αναφέρομαι στον νόμο της ταυτότητας του Leibniz: Το Α και το Β ταυτίζονται, εάν κάθε κατηγόρημα που αποδίδεται αληθώς στο ένα, αληθεύει και για το άλλο.
[16] Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,/τους Γερμανούς τους προφεσόρους,/που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,/αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,/υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,...
Wolf Biermann Μτφ: Δ. Κούρτοβικ
[17] Η παρονομασία έχει προ πολλού περάσει από τη Οργουελική μυθιστορία στην καθημερινή γκαιμπελική εργαλειοθήκη των ΜΜΕ όταν πρόκειται να γυαλιστούν, για τις ανάγκες της εξαπάτησης των εργατών, και οι πιο δύσοσμες έννοιες. Έτσι, ο εξ εφέδρων του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης,ο απεχθής τσεκουροφόρος προεξάρχων των φασιστικών-ρατσιστικών ορδών της ΕΠΕΝ Βορίδης, χαρακτηρίζεται, υπουργός της νέας χούντας πλέον, ως «ακτιβιστής της δεξιάς»!
[18] Αυτός μάλιστα είναι και ο λόγος που οι γόνοι των αστικών οικογενειών εξαφανίζονται αιδημόνως άμα τη κηρύξει του πολέμου, για να εμφανιστούν, μυστηριωδώς εξαγνισμένοι ως υπερπατριώτες, με την λήξη του.
[19] Κι αν το λέμε ταξικό ένστικτο δεν είναι παρά η αμφιβολία του εργάτη πως κάτι δεν πηγαίνει καλά με τις σκιές τ΄ απάνω κόσμου, καθόσον αυτές ακινητούν όταν το σύμπαν του σείεται από τον αγώνα της τάξης του.
[20] Ακόμη μία, η πιο κρίσιμη, προβολή του ταξικού συμφέροντος της αστικής τάξης, ως «εθνικό συμφέρον» στον κόσμο των σκιών, δηλαδή ως συμφέρον και της εργατικής τάξης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.