Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Θυμάμαι το «Χυτό Μολύβι»- η ιστορία του Jumana



Την νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το κορμί μου έτρεμε και όσο κι αν προσπαθούσα να ηρεμήσω, το τρέμουλο δεν έφευγε. Τώρα ξέρω ότι ο μπαμπάς μου ανησυχούσε φοβερά για μένα, αλλά τότε ήμουν χαμένος σε έναν τρομακτικό και παραλυτικό φόβο που όλα και όλοι μου έμοιαζαν μακρινά, ακόμα και αν βρίσκονταν μέσα στο ίδιο δωμάτιο. Ήμουν σε ένα βάζο με χοντρό, παραμορφωτικό γυαλί. Κάθε φορά που έσκαγε μια βόμβα, κάτι στο μυαλό μου έκανε «κλικ» και οι άνθρωποι και τα πράγματα γύρω μου, εξαφανίζονταν. Μετά «ξύπναγα» και κοίταγα τα πρόσωπα του μπαμπά και της μαμάς για να δω ένα ίχνος ανακούφισης στα μάτια τους, αλλά δεν υπήρχε και έτσι ο φόβος με κυρίευε. Δεν θυμάμαι καθόλου τι έκανα εκείνες τις μέρες για να περάσει η ώρα.

Η Σάλουα, η μικρή μου αδερφή, έκλαιγε συνέχεια. Η μαμά την έπαιρνε αγκαλιά και την κράταγε, αλλά και η μαμά φοβόταν και τα δάκρυα έτρεχαν συνέχεια στα μάγουλα της. Ο μπαμπάς δεν μπορούσε να κάνει τη μαμά να σταματήσει να κλαίει και νευρίαζε γιατί όπως έλεγε, έκανε χειρότερη την κατάσταση για μας. Η μαμά προσπαθούσε να σταματήσει τα δάκρυα της, κρύβοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά της Σάλουα κι έκλεινε τα μάτια – σαν να έψαχνε να βρει κάπου να κρυφτεί. Φοβόμουν πως αν πλησίαζα, το άθροισμα των φόβων μας θα προκαλούσε την έκρηξη καμιάς βόμβας ακριβώς στο κτίριο μας.

Ο μεγάλος μου αδερφός Αλί, προσπαθούσε να είναι σαν το μπαμπά αλλά ήξερα ότι στην πραγματικότητα φοβόταν πολύ, από τον τρόπο που τον κοίταγε. Ένα πρωί, όταν ξύπνησα τον είδα να κλαίει. Ο μπαμπάς τον πήγε στο μπάνιο. Μιλούσαν για αρκετή ώρα αλλά δεν μπορούσα να ακούσω τι λένε. Ο Αλί, όταν τελικά βγήκε έξω, απέφυγε να μας κοιτάξει. Αργότερα το πρωί, η μαμά έβγαλε το σεντόνι από το κρεβάτι του Αλή και είδα ότι είχε έναν λεκέ από ούρα στη μέση του λευκού υφάσματος. Έκανα πως δεν το πρόσεξα, αλλά με έκανε να κοκκινίσω για τον Αλή που ήταν 12 χρονών και ήθελε να γίνει σαν τον μπαμπά. Δεν είπα ποτέ τίποτα γι’ αυτό ακόμα και αργότερα όταν πειραζόμασταν μεταξύ μας στο παιχνίδι. Ή όταν ήμουν πραγματικά θυμωμένος μαζί του που έκανε τον άντρα και με αγνοούσε, όταν τα πράγματα ήταν πια εντάξει και έρχονταν στο σπίτι οι θείες, οι θείοι και τα ξαδέρφια.

Όλα τα παράθυρα στο σπίτι μας, έσπασαν από την τέταρτη μέρα της επίθεσης κι έκανε τόσο κρύο που δεν μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλα μου. Υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω τις ασκήσεις μου για το σχολείο για να κρατάω το μυαλό μου απασχολημένο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τα χέρια μου να κουνηθούν ή το μυαλό μου να σκεφτεί. Έπρεπε να φοράμε δυο και τρεις κάλτσες, γιατί υπήρχαν ακόμα μικρά κομματάκια από γυαλί που δεν μπορούσαμε να τα δούμε, παρόλο που σκουπίζαμε κάθε μέρα για να κάνουμε κάτι.

Την ημέρα τουλάχιστον μπορούσαμε και βλέπαμε μέσα στο διαμέρισμα και υπήρχαν λιγότερες εκρήξεις από ότι το βράδυ, αλλά δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω και ούτε θέλαμε. Τα φώτα ήταν κλειστά τις περισσότερες ώρες και τρώγαμε κυρίως κρύο φαγητό. Μόνο ο μπαμπάς έβγαινε έξω το πρωί. Συνέχιζε να δουλεύει μέρα παρά μέρα. Έλεγε πως είναι καθήκον να ενημερώνει τους ανθρώπους έξω από τη Γάζα για όσα μας συμβαίνουν. Δεν ήξερα πως το έκανε αυτό, αλλά ο μπαμπάς δεν μου έχει ποτέ ψέματα. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να πει σε κάποιον να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί. Έπρεπε να του πει ότι υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι εδώ, παγιδευμένοι, χωρίς πολύ φαγητό και βρίσκονται εκεί που πέφτουν οι βόμβες. Αν μπορούσε να το πει σε πολλούς ανθρώπους έξω από τη Γάζα, ίσως αυτοί να μπορούσαν να σταματήσουν τα αεροπλάνα να πετάνε και τους βομβαρδισμούς κάθε βράδυ.

Ήθελα να ρωτήσω τον μπαμπά με ποιον μιλούσε, αλλά φοβόμουν. Έδειχνε κουρασμένος και ήξερα ότι πείναγε. Μπορεί να έφερνε λίγο φαγητό κάθε φορά που γύρναγε αλλά κυρίως το έδινε σε μας. Ήταν ήρεμος και αμίλητος και ερχόταν να καθίσει δίπλα μου στο κρεβάτι. Όταν ο μπαμπάς ήταν σπίτι μαζί μας, έβγαινα λίγο από την γυάλα μου και για δευτερόλεπτά σκεφτόμουν ότι ήμασταν ξανά πίσω, όταν όλα ήταν «φυσιολογικά». Μπορούσα να μυρίζω τις γνώριμες μυρωδιές από την κουζίνα και να σκεφτώ την μαμά να μαγειρεύει όταν εμείς γυρίζαμε από το σχολείο. Πετάγαμε τις σχολικές μας τσάντες και βγάζαμε τις μπότες μας. Ο μπαμπάς θα γύρισε σπίτι σύντομα και θα τρώγαμε και θα μιλάγαμε και θα διαβάζαμε. Τις μέρες που τα τανκς και τα τζιπ μπήκαν στη Γάζα δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω αλλά βλέπαμε παιδικά στην τηλεόρασηαν δούλευε η γεννήτρια και ο μπαμπάς και η μαμά πίστευαν πως αυτό μας βοηθούσε να ξεχάσουμε τους στρατιώτες και το πότε θα έρθουν στην γειτονιά μας με τα όπλα τους.

Πέρασαν πολλές νύχτες μέχρι να μπορέσω να μιλήσω με τον μπαμπά για την μέρα που διέσχισε όλη τη πόλη για να με πάρει από το σχολείο, την πρώτη μέρα των σκοτωμών. Μόλις έφευγα από το σχολείο όταν ακούστηκε μια μεγάλη έκρηξη. Έγινε λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που με τους συμμαθητές μου είχαμε αρχίσει να χωριζόμαστε προς διαφορετικές κατευθύνσεις για να πάμε σπίτια μας. Το αστυνομικό τμήμα ήταν ακριβώς απέναντι κι εκεί έγινε η έκρηξη. Θυμάμαι τον καπνό και τις φλόγες και τις φωνές των ανθρώπων και τον συναγερμό. Ήμασταν τόσο φοβισμένοι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, γιατί οι δάσκαλοι μας φώναζαν να κάνουμε διαφορετικά πράγματα. Κάποιοι μας φώναζαν να γυρίσουμε πίσω, αλλά ήδη έφταναν τα παιδιά της απογευματινής βάρδιας και κάποια από αυτά άρχισαν να τρέχουν πίσω στα σπίτια τους.

Έξω οι άνθρωποι έτρεχαν και φώναζαν. Είχα παγώσει σε ένα σημείο και δεν ξέρω αν θα είχα κουνηθεί από κει αν δεν έβλεπα τον μπαμπά να τρέχει προς το μέρος μου, φωνάζοντας το όνομα μου. Ο δρόμος μέχρι το σπίτι μας ήταν μακρύς. Αργότερα έμαθα ότι πήρε ένα ταξί μόλις έμαθε για την έκρηξη και είπε στον οδηγό να πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο οδηγός ήθελε να τον βοηθήσει αλλά δεν μπορούσε να πάει τόσο κοντά στο αστυνομικό τμήμα, έτσι ο μπαμπάς έτρεξε την υπόλοιπη απόσταση. Όταν τον είδα ξέχασα τα πάντα. Θυμάμαι μόνο να με αγκαλιάζει, να λέει το όνομα μου και να με ρωτάει αν είμαι καλά. Μου έλεγε συνέχεια «θα είσαι εντάξει τώρα, είμαι εδώ μαζί σου». Δεν έκλαιγα. Έτρεχα μαζί του μέχρι να βρούμε άλλο ταξί να πάμε σπίτι. Εκείνη τη νύχτα ξεκίνησε το τρέμουλο στο σώμα μου και δεν σταμάτησε. Κοιμόμουν αλλά δεν κοιμόμουν. Μιλούσα αλλά δεν μιλούσα. Ο ουρανός στη Γάζα ήταν γκρίζος και παγωμένος. Η Σάλουα είχε ήδη επιστρέψει με την μαμά και ο Αλή ήρθε μόνος του τρέχοντας, γιατί το σχολείο του ήταν κοντά στο σπίτι μας. Ήμασταν μαζί καθώς νύχτωνε στη Γάζα και η γη έτρεμε αγριεμένη για τις επόμενες τρεις βδομάδες.

Το πέμπτο βράδυ ο μπαμπάς ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου κρατούσε τα χέρια και προσπαθούσε να σταματήσει το τρέμουλο. Τότε του είπα για τα χέρια και τα πόδια που είδα να σκάνε στο αστυνομικό τμήμα, δίπλα στο σχολείο μου. Τα γεμάτα αίμα κομμάτια σάρκας που είδα γύρω μου. Ο λαιμός μου έκλεισε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πω λέξη, μέχρι που με πήρε αγκαλιά και μου είπε ότι αυτό που είδα ήταν τρομερό και πως ήταν εντάξει αν ήθελα να κλάψω. Τώρα θέλω να τα ξεχάσω όλα, αλλά δεν μπορώ. Όταν ακούω μια έκρηξη, παγώνω και ξεχνάω να αναπνεύσω. Ξαναζώ εκείνα τα πρώτα, θανατηφόρα λεπτά κάθε στιγμή. Θυμάμαι την τρεμουλιαστή, γεμάτη δάκρυα φωνή της Σάλουα να ρωτάει όταν οι βόμβες έπεφταν κοντά σε μας «Μαμά, θα σκοτώσουν κι εμάς;»
Νομίζω πως τότε όλοι ρώταγαν αυτό το πράγμα. Θα είμαστε εμείς οι επόμενοι; Θα σκοτώσουν κι εμάς;

Έχουμε μετακομίσει από τότε σε άλλη περιοχή της πόλης. Σε ένα νέο σπίτι χωρίς τις εφιαλτικές αναμνήσεις. Μας βοηθάει στο να ξεχάσουμε, παρόλο που οι εκρήξεις με κάνουν να παγώνω από φόβο. Ξέρω πως δεν έχει τελειώσει ακόμα, παρά τις προσπάθειες μου να επικεντρωθώ στους φίλους μου και στο σχολείο. Κάποια μέρα περιμένω να αρχίσουν ξανά οι εκρήξεις.

Πηγή: freepalestine
via: aristeroblog


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.