"Προειδοποίηση δεν υπήρξε, πέρα από τα δυσοίωνα τόξα που διέγραψαν ψηλά στον ουρανό κάτι πράσινες φωτοβολίδες. Ενας φοιτητής κάλεσε από το μικρόφωνο τους 6.000 ακροατές του `να πάνε σπίτι μετά το τέλος της συγκέντρωσης, για να αποφευχθεί μια άσκοπη αιματοχυσία'. Ξαφνικά, από μια γωνιά της πλατείας ξεπρόβαλλαν οι στρατιώτες. Σχημάτισαν ένα κορδόνι γύρω από το πλήθος κι ύστερα άρχισαν να προελαύνουν, πυροβολώντας και λογχίζοντας καθώς προχωρούσαν. (....) Για δέκα λεπτά, μαζικοί πυροβολισμοί αντηχούσαν στην πλατεία, ενώ σποραδικά πυρά συνεχίστηκαν για μίαν ακόμη ώρα. Συνολικά, τουλάχιστον 33 πολίτες κι ένας στρατιώτης σκοτώθηκαν, τουλάχιστον 500 τραυματίστηκαν και 1.650 άτομα συνελήφθησαν".
Ηταν το βράδι της Τετάρτης 2 Οκτωβρίου 1968, στην πλατεία Τλατελόλκο της Πόλης του Μεξικού. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα περιγράφει το παραπάνω απόσπασμα από το Time (12.10.68), με μια μικρή διαφορά: στην πραγματικότητα, οι νεκροί ξεπέρασαν τελικά τους 400. Δέκα μέρες πριν από την έναρξη της 19ης Ολυμπιάδας, οι οικοδεσπότες της ολοκλήρωναν με το δικό τους τρόπο τις ετοιμασίες για το μεγάλο συμβάν. Το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα που απειλούσε με τις κινητοποιήσεις του να χαλάσει το σόου, πνίγηκε στο ίδιο του αίμα. Οι Αγώνες μπόρεσαν έτσι να διεξαχθούν σε (σχεδόν) πλήρη τάξη και ηρεμία, χωρίς το αίμα των θυμάτων να προκαλέσει το παραμικρό μποϊκοτάζ ή, έστω, κάποιες διαμαρτυρίες από τις συμμετέχουσες χώρες. Πώς θα ήταν δυνατό άλλωστε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που οι δήμιοι ακολουθούσαν απλώς τις οδηγίες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, για μια έγκαιρη και αποφασιστική επίλυση του "προβλήμματος ασφαλείας" της χώρας τους;
Τα γεγονότα που έμελλε να καταλήξουν στη σφαγή του 1968 ξεκίνησαν λίγο-πολύ όπως όλες οι νεανικές εξεγέρσεις εκείνης της σημαδιακής χρονιάς: σαν αντίδραση της νέας γενιάς στον κρατικό αυταρχισμό. Στη συγκεκριμμένη περίπτωση του Μεξικού, εχθρός ήταν "η τέλεια δικτατορία" του "Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος" (PRI), που βρισκόταν στην εξουσία χωρίς διακοπή από το 1929 χάρη σε ένα μίγμα αμείλικτης καταστολής, εκτεταμένων πελατειακών δικτύων και "εθνικά υπερήφανης" εξωτερικής πολιτικής. Πυροδότης του κινήματος, όπως άλλωστε και στη Γαλλία το Μάη της ίδιας χρονιάς, υπήρξαν κάποια κρούσματα παρακρατικής βίας από φασιστικές οργανώσεις -με κυριότερη το Πανεπιστημιακό Κίνημα Ανανεωτικού Προσανατολισμού (MURO). Ηδη από το Γενάρη του 1968, το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας αποτελούσε το θέατρο συγκρούσεων ανάμεσα σε αριστερούς σπουδαστές και τις φασιστικές ομάδες. Η επέμβαση των ΜΑΤ στο πλευρό του MURO και ο άγριος ξυλοδαρμός των αντιφασιστών θα πυροδοτήσουν στα τέλη Ιουλίου τη νεανική έκρηξη, πολιτικοποιώντας ταχύτατα τη διάχυτη νεανική δυσαρέσκεια. Από τις 26 Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου το κέντρο της μεξικανικής πρωτεύουσας συγκλονίζεται από βίαιες οδομαχίες ανάμεσα σε χιλιάδες νέους και τις δυνάμεις καταστολής, με αποτέλεσμα 8 τουλάχιστον νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και πάνω από 1.000 συλλήψεις. Η αγριότητα των προασπιστών του νόμου και της τάξης οδηγεί, ως συνήθως, σε πολλαπλασιασμό των αντιδράσεων και διεύρυνση της απήχησής τους. "Περισσότερο από οποιοδήποτε πολιτικό κήρυγμα, το ίδιο το γεγονός της καταστολής πολιτικοποίησε τον κόσμο και κατέληξε στη συμμετοχή της πλειοψηφίας των φοιτητών στις γενικές συνελεύσεις", εξηγεί μια φοιτήτρια της Φιλοσοφικής. Από τις αρχές Αυγούστου, όλες οι σχολές έχουν καταληφθεί από τους φοιτητές, με την υποστήριξη μεγάλου μέρους των καθηγητών τους. Αυτοί που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις είναι πια εκατοντάδες χιλιάδες.
Τα αιτήματα που πρόβαλε, επίσημα και σταθερά, το φοιτητικό κίνημα ήταν έξι και συνιστούσαν κατά κάποιον τρόπο ένα μίνιμουμ πρόγραμμα εκδημοκρατισμού της χώρας: διάλυση των ΜΑΤ, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, κατάργηση του άρθρου 145 του Ποινικού Κώδικα περί "κοινωνικής έκλυσης" (με βάση το οποίο διώκονταν κατά κανόνα οι αντιφρονούντες), παραίτηση της ηγεσίας της αστυνομίας και του δημάρχου της πρωτεύουσας, απόδοση ευθυνών για τις βιαιότητες των προηγούμενων ημερών, αποζημίωση των θυμάτων της καταστολής ή των οικογενειών τους. Παράλληλα οι φοιτητές αυτοοργανώνονται, με βάση τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. Ο αποφασιστικός λόγος για τη συνέχιση ή όχι της απεργίας ανήκει στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών, καθεμιά από τις οποίες εκπροσωπούνταν με 3 άτομα στο Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο (Consejo Nacional de Huelga, CNH), ένα συντονιστικό όργανο με 210 μέλη. Πρόκειται για ένα χαώδες "κοινοβούλιο" στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι τάσεις του κινήματος: η "δεξιά" (καθηγητές και όσοι φοιτητές επηρεάζονταν από αυτούς), το "κέντρο" (Κομμουνιστική Νεολαία και η τελευταία διάσπασή της) και η "αριστερά" (τροτσκιστές, γκεβαρικοί, κλπ). "Επρόκειτο για πτέρυγες απολύτως ξεκάθαρες όσον αφορά την πρωτοπορία, πολύ λιγότερο σαφείς στην πλατιά βάση", εκτιμά εκ των υστέρων ο συγγραφέας Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο, φοιτητής τότε. "Η δεξιά ήθελε να διατηρήσει το κίνημα σε καθαρά φοιτητικά κι αμυντικά πλαίσια. Η δράση των κεντρώων στηριζόταν στην επιθυμία τους να επιβάλλουν μια διαπραγμάτευση. Ηθελαν να διατηρήσουν το κίνημα σε φοιτητικά πλαίσια και πίστευαν πως ήταν θεμελιώδες να κερδίσει αυτό μια νίκη. Εμείς στην αριστερά πιστεύαμε ότι έπρεπε να βγάλουμε το κίνημα από τα πανεπιστήμια και να φτάσουμε ώς το λαό, για να προχωρήσουμε παραπέρα" ("'68", σ.55-7). Ομάδες φοιτητών επισκέπτονται καθημερινά εργοστάσια και λαϊκές γειτονιές, συμπαραστέκονται στους αγώνες των χωρικών στα περίχωρα, απελευθερώνουν με τις κινητοποιήσεις τους μερικές εκατοντάδες συλληφθέντες μικροπωλητές. Σιγά-σιγά, η λαϊκή υποστήριξη προς το φοιτητικό κίνημα διευρύνεται κι αυτή. Στη μεσαία τάξη της πρωτεύουσας, που ευθύς εξαρχής συμπαραστέκεται ενεργά στους φοιτητές, προστίθενται σταδιακά -παρά την εργοδοτική τρομοκρατία και τις συκοφαντίες των κίτρινων συνδικάτων- κάποια πρωτοπόρα τμήματα του βιομηχανικού προλεταριάτου. Στα τέλη Αυγούστου, τα πρώτα εργατικά μπλοκ κάνουν την εμφάνισή τους στις διαδηλώσεις. Λίγες μέρες αργότερα, ο πρόεδρος Ντίας Ορτάς θα απευθύνει μια τελευταία προειδοποίηση: "Υπήρξαμε ανεκτικοί μέχρι υπερβολής. Κάθετί όμως έχει ένα όριο. Δε μπορούμε να επιτρέψουμε να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση..."
Προγραμματισμένη για τις 12-27 Οκτωβρίου, η Ολυμπιάδα θα προσφέρει στο καθεστώς του PRI όχι μόνο επιχειρήματα αλλά και απρόσμενους συμμάχους στην καταστολή του κινήματος. Σύμπας ο διεθνής Τύπος εκφράζει από κάποια στιγμή και μετά την ανησυχία του για τις επιπτώσεις όλης αυτής της αναταραχής στην ομαλή διεξαγωγή των Αγώνων. "Είναι η πρώτη ευκαιρία του Μεξικού να επιδείξει διεθνώς τη σταθερή ευημερία του, όμως η δίμηνη απεργία των φοιτητών απειλεί να χαλάσει αυτό το θρίαμβο", αποφαίνεται λχ το "έγκυρο" Time (29/9/68). Στις 18 Σεπτεμβρίου η κατειλημένη Πανεπιστημιούπολη, που κατά διαβολή σύμπτωση βρίσκεται δίπλα ακριβώς στις βασικές ολυμπιακές εγκαταστάσεις, εκκενώνεται από το στρατό. Μια βδομάδα αργότερα, ο ίδιος ο πρόεδρος της ΔΟΕ Εϊβερι Μπράντεϊτζ απευθύνει από το Σικάγο τελεσίγραφο στην κυβέρνηση Ντίας Ορτάς, απαιτώντας να τον διαβεβαιώσει "ότι η κατάσταση στην Πόλη του Μεξικού βρίσκεται υπό έλεγχο κι ότι η 19η Ολυμπιάδα θα πραγματοποιηθεί όπως έχει προγραμματιστεί" (N.Y.Times 25/9/68). Οι εγγυήσεις θα του δοθούν -και με το παραπάνω. To ίδιο βράδι, οι δυνάμεις της τάξηγς επιτίθενται στο τελευταίο προπύργιο της εξέγερσης, το Πολυτεχνείο του Σάντο Τομάς στο κέντρο της πόλης. Μέσα σε ένα διήμερο οδομαχιών, οι νεκροί ξεπερνούν τους 18. Παρόλο που το φοιτητικό κίνημα προσπαθεί να αναδιπλωθεί, η απόφαση του καθεστώτος για επιβολή της "τελικής λύσης" είναι δεδομένη. Ο επίλογος θα γραφτεί το βράδι της 2ας Οκτωβρίου στην πλατεία του Τλατελόλκο. Την επομένη, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή εκφράζει επίσημα την ευαρέσκειά της: "Λάβαμε διαβεβαιώσεις ότι τίποτα δεν θα θέσει εμπόδια στην ειρηνική άφιξη της ολυμπιακής φλόγας, ούτε στην ομαλή διεξαγωγή των αθλημάτων". Το ίδιο θα κάνει, με τον τρόπο του, και το φιλοθεάμον κοινό. "Η βία προκάλεσε ελάχιστες ακυρώσεις", μας πληροφορούν με ανακούφιση οι Times (5/10/68). "Ξενοδοχεία και ταξιδιωτικά πρακτορεία δηλώνουν ότι οι κρατήσεις παραμένουν ψηλές. Ορισμένα ταξιδιωτικά πρακτορεία εκτιμούν ότι οι κρατήσεις τους έπεσαν κατά 5% περίπου, υποστηρίζουν όμως ότι πρόκειται για ένα επίπεδο ακυρώσεων απολύτως φυσιολογικό"...
Το σπάσιμο της βιτρίνας
Η ανεμπόδιστη διεξαγωγή της Ολυμπιάδας υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η βασική δικαιολογία που η κυβέρνηση Ντίας Ορτάς επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει την αιματηρή καταστολή του φοιτητικού κινήματος. Η επίκληση αυτή δεν περιορίστηκε στα παρανοϊκά ανακοινωθέντα περί "κύκλων της CIA που συνεργάζονται με τους κομμουνιστές για να υπονομεύσουν τα εθνικά επιτεύγματα". Πήρε συγκεκριμμένη μορφή με τη δίωξη των 113 "πρωταιτίων" του κινήματος, την παραμονή ακριβώς των εγκαινίων της Ολυμπιάδας. "Σύμφωνα με τις αρχές", διαβάζουμε στο σχετικό ρεπορτάζ της Monde (12/10/68), "είχε καταστρωθεί σχέδιο για την απαγωγή ενός αθλητή πρώτης κατηγορίας προκειμένου να τραβηχθεί η προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης".
Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ των ημερών, διαπιστώνει κανείς πως αυτή η κινδυνολογία είχε παρθεί τοις μετρητοίς ακόμη κι από σοβαρά ΜΜΕ διεθνούς εμβέλειας. Δέκα πχ μέρες πριν από το ολοκαύτωμα του φοιτητικού κινήματος, η παρσισινή Monde επικαλείται "καλά πληροφορημένες πηγές" για να υποστηρίξει πως "ορισμένοι ηγέτες των φοιτητών μελετούν ενέργειες σαμποτάζ κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων" (22-23/9/68). Στο ίδιο μήκος κύματος, οι λονδρέζικοι Times θα τονίσουν κι αυτοί τους "φόβους της μεξικανικής κυβέρνησης" για δυναμικές ενέργειες των φοιτητών, καθώς "η δίμηνη απεργία των πανεπιστημίων έχει πια εξελιχθεί σε ένα βίαιο κίνημα κατά του κατεστημένου" (26/9/68). Το θεώρημα αναπαράγεται ακόμα και σε εκθέσεις ξένων μυστικών υπηρεσιών. Χαρακτηριστικές είναι οι απόρρητες αναφορές του FBI (22/9/68) που έφερε στη δημοσιότητα το περιοδικό Proceso (29/9/96) και οι οποίες ισχυρίζονται ότι "ο Κομμουνιστικός Σύνδεσμος Σπάρτακος κι άλλες ομάδες της τροτσκιστικής 4ης Διεθνούς σχημάτισαν μίαν ενιαία ομάδα κρούσης με την ονομασία `Τάγμα Ολύμπια' και στόχο την πραγματοποίηση σαμποτάζ κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας". Πρόκειται σαφώς για παραπληροφόρηση των βορειοαμερικάνικων λαγωνικών από τους ντόπιους πληροφοριοδότες τους. Στην πραγματικότητα, `Τάγμα Ολύμπια' ήταν η ονομασία της επίλεκτης μονάδας του στρατού που ανέλαβε την καταστολή των φοιτητών!
Αντιμέτωπη με όλη αυτή τη σεναριολογία, η ηγεσία των φοιτητών προσπάθησε να διαχωρίσει τη θέση της νεανικής εξέγερσης από την επερχόμενη φιέστα. "Επαναλαμβάνουμε ότι το κίνημά μας είναι ανεξάρτητο από το γιορτασμό της 19ης Ολυμπιάδας κι ότι δεν έχουμε καμιά απολύτως πρόθεση να παρεμποδίσουμε την πραγματοποίησή της στο παραμικρό", διαβάζουμε σε ανακοίνωση του Εθνικού Απεργιακού Συμβουλίου με ημερομηνία 12/9/68 (Ε.Poniatowska "La noche de Tlatelolco", σ.60). Η ίδια θέση θα επαναληφθεί απανωτά καθώς πλησιάζει η έναρξη των Αγώνων, μαζί με τη διαβεβαίωση πως οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν σα να μη συμβαίνει τίποτα. Η απήχηση αυτών των διακηρύξεων ήταν, ωστόσο, συζητήσιμη. Παρά τις επίσημες υποσχέσεις περί μη ανάμιξης, το ίδιο το μέγεθος του γεγονότος υποχρέωνε άλλωστε τους φοιτητές να πάρουν θέση απέναντί του - και, φως-φανάρι, δεν έτρεφαν για το όλο σόου τα πιο τρυφερά συναισθήματα... Δεν είναι μόνο οι συνήθεις ανεξέλεγκτοι πιτσιρικάδες που στις διαδηλώσεις ρίχνουν το σύνθημα "δε θέλουμε Ολυμπιάδα, θέλουμε επανάσταση". Στις συνεντεύξεις τους προς τους ξένους ανταποκριτές, οι εκπρόσωποι του Εθνικού Απεργιακού Συμβουλίου "ξεκαθάρισαν πλήρως ότι δε βλέπουν καθόλου με συμπάθεια την Ολυμπιάδα. Διαφωνούν με το ξόδεμα τόσων χρημάτων για τους αγώνες και δήλωσαν ότι αυτοί που θα οφεληθούν είναι όχι ο απλός λαός αλλά `οι ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων, των εστιατορίων και των εταιρειών μεταφορών'" (New York Times 27/9/68). "Είμασταν αντίθετοι με την Ολυμπιάδα, όχι σαν αθλητικό αλλά σαν οικονομικό φαινόμενο", θυμάται ο Γκουστάβο Γκαρίγιο, μέλος του Συμβουλίου. "Είμαστε μια χώρα αρκετά φτωχή και η Ολυμπιάδα σήμαινε μια ανεπανόρθωτη οικλονομική αιμοραγία, όσο κι αν λεγόταν το αντίθετο. Σκορπίστηκαν χρήματα για επιδεικτικούς σκοπούς, που δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητά μας" (Poniatowska, όπ.παρ, σ.261). Για την απήχηση αυτών των απόψεων, αποκαλυπτικό είναι ένα δημοσίευμα των λονδρέζικων Times, που κατά τα άλλα επιδίδεται στη διαφήμιση των Αγώνων: "Τα σημερινά νειάτα του Μεξικού, ωστόσο, αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και επικριτικά τις βαριές κρατικές δαπάνες για τις εγκαταστάσεις. Ακόμα κι ο μέσος άνθρωπος του δρόμου, που αρχικά ήταν τουλάχιστον απαθής, μεταπείστηκε εν μέρει όταν οι φοιτητές κατήγγειλαν την κυβέρνηση ότι δαπανά για `άχρηστες' ολυμπιακές εγκαταστάσεις όταν υπάρχει τόση πείνα και αθλιότητα στη χώρα" (22/10/68).
Περισσότερο από τις απόψεις των φοιτητών, αυτό που καθόρισε την έκβαση της αναμέτρησής τους με την εξουσία ήταν βέβαια η απόπειρά τους για πολιτική αξιοποίηση των Αγώνων. "Οι φοιτητές άδραξαν τη δυνατότητα να αναστατώσουν την επερχόμενη Ολυμπιάδα, σαν μια ιστορική ευκαιρία για να φέρουν τους επίσημους σε δύσκολη θέση", εκτιμά το Time ενώ κορυφώνεται η σύγκρουση (4/10/68). Το επιβεβαιώνει, με τον τρόπο του, ο φοιτητής τότε του Πολυτεχνείου Βιτσέντε Σαλδάνια Φλόρες: "Υπήρχαν σαφώς εκείνοι που έλεγαν πως θα έπρεπε να εκμεταλλευθούμε την Ολυμπιάδα, το πλήθος του κοινού, για να εκθέσουμε τα προβλήμματά μας και σαφώς είχαμε συνείδηση ότι αποτελούσαμε τη φάλτσα νότα, την κηλίδα που χαλά την εικόνα. Οπως ακριβώς συμβαίνει όταν ο πρόεδρος επισκέπτεται ένα χωριό κι ανάμεσα στα πλακάτ με τα `Καλώς Ηλθατε' και τα `Ευχαριστούμε' εμφανίζεται ένα που λέει `Δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε φως'. Είμασταν η παραφωνία μέσα στο χορό των εγκωμίων"...
Εθνική προδοσία στα 200 μέτρα
Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για την πιο γνωστή εικόνα από την Ολυμπιάδα του Μεξικού: στο βάθρο των νικητών, δυο μαύροι δρομείς με υψωμένες γροθιές -σύμβολο της Black Power- και χαμηλωμένο βλέμμα, αρνούμενοι να σταθούν σε στάση προσοχής τη στιγμή που ανακρούεται ο εθνικός ύμνος της χώρας "τους". Ο Τόμι Σμιθ μόλις είχε κερδίσει το χρυσό μετάλιο στα 200 μ., σπάζοντας το μέχρι τότε παγκόσμιο ρεκόρ (19.8''). Ο Τζον Κάρλος είχε πάρει το χάλκινο. Στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε λίγο μετά, θα εξηγήσουν με απόλυτη σαφήνεια τους λόγους της ενέργειάς τους. "Είμαστε μαύροι και περήφανοι γι' αυτό", δηλώνει ο Σμιθ. "Αν νικήσω, η Λευκή Αμερική θα πεί `νίκησε ένας αμερικανός', όχι `ένας μαύρος αμερικανός'. Αν όμως κάνω κάτι κακό, τότε θα είμαι απλά `ένας Νέγρος'". "Οι περισσότεροι λευκοί όπως εσείς", προσθέτει ο Κάρλος, κοιτάζοντας τους δημοσιογράφους, "νομίζετε πως είμαστε ζώα, κάτι σαν άλογα κούρσας".
Τριάντα χρόνια μετά από εκείνη την 16η Οκτωβρίου, η σκηνή με τους "ολυμπιονίκες Μαύρους Πάνθηρες" έχει πια σχεδόν καθαγιαστεί, όπως και τόσα άλλα στιγμιότυπα της δεκαετίας του '60. Ξεχνιέται έτσι πως, στην πραγματικότητα, η κίνηση των δυο μαύρων δρομέων δεν υπήρξε μια ανώδυνη χειρονομία αλλά μια πολιτική επιλογή που κάθε άλλο παρά με συμπάθεια αντιμετωπίστηκε από τα ΜΜΕ της πατρίδας τους. "Ανατολικογερμανοί, Ρώσοι, ακόμα και Κουβανοί, όλοι στέκονται προσοχή όταν παίζεται ο αμερικανικός ή κάποιος άλλος εθνικός ύμνος", εξανίσταται λχ το Time (25/10/68), για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με την κίνηση των Κάρλος και Σμιθ "το ολυμπιακό σύνθημα `γρηγορότερα, ψηλότερα, δυνατότερα' μετατράπηκε σε `αλγεινότερα, αποκρουστικότερα, ασχημότερα'". Το ίδιο θιγμένοι στο εθνικό τους φιλότιμο φαίνεται πως ένοιωσαν και οι περισσότεροι αμερικανοί θεατές της σκηνής, που αποδοκίμασαν με γιουχαίσματα τους δυο αθλητές. Η τελική κουβέντα όμως ανήκε στον πρόεδρο της ΔΟΕ, Εϊβερι Μπράντεϊτζ -"η στάση του οποίου απέναντι στο ρατσισμό", μας θυμίζει η Monde (19/10/68), "είχε δεχτεί σφοδρές κριτικές ήδη από την Ολυμπιάδα του Βερολίνου το 1936". Ύστερα από απαίτησή του, η Αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή απέβαλλε μετά βδελυγμίας από τους κόλπους της τους δυο "αρνησιπάτριδες", που διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το Μεξικό εντός 48 ωρών.
Πηγή: Ελευθεροτυπία, 3/5/1998
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.